Irving Stone: «Πάθος για ζωή» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Το βιβλίο του Ίρβιν Στόουν Πάθος για ζωή, των εκδόσεων Γκοβόστη, είναι η βιογραφία του μεγάλου ζωγράφου Βικέντιου Βαν Γκογκ. Το υλικό της συγγραφής προέρχεται από την αλληλογραφία του ζωγράφου με τον νεότερο αδελφό του Τεό, την έρευνα που διενήργησε ο επιτυχημένος συγγραφέας βιογραφιών στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία, καθώς επίσης και από πρόσωπα, γκαλερί, εφημερίδες. Αποτελείται από δέκα κεφάλαια, τα οποία πλην του «Προλόγου» που αφορά τη ζωή του Βαν Γκογκ στο Λονδίνο και του τελευταίου που είναι το «Σημείωμα του συγγραφέα», φέρουν ως τίτλο το όνομα της πόλης στην οποία έζησε ο ζωγράφος.
Στο εύλογο ερώτημα γιατί ζωγραφίζει έτσι, η απάντησή του είναι πως η τιμιότητα είναι ο πιο καλός δρόμος και αυτός προσπαθεί να ζωγραφίζει την ψυχή και όχι την εικόνα των ανθρώπων.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1934 και είναι εκείνο στο οποίο στηρίχτηκε και η γνωστή, επιτυχημένη, κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Κερκ Ντάγκλας. Για το «στήσιμο» του μυθιστορήματος ο συγγραφέας παρενέβη ελαφρώς για να συμπληρώσει τα κενά με τη φαντασία του, όπως είναι η μικρή συνάντηση του ζωγράφου με τον Σεζάν.
Ο ήρωας ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των Βαν Γκογκ, οι οποίοι ήταν επιτυχημένοι έμποροι έργων τέχνης, όπως και ο Τεό, και μερικοί ήταν ιερωμένοι, όπως ο πατέρας του. Ο ίδιος όμως δείχνει να μην μπορεί να συντονιστεί με τον επαγγελματικό προσανατολισμό της οικογένειας. Η προσωπική του ζωή είναι γεμάτη από αποτυχίες και ερωτικές απορρίψεις, αλλά η καλλιτεχνική του, αργά και σταθερά, ωριμάζει, έστω και αν αντιμετωπίζεται με χαιρεκακία και απαξίωση.
Στο Μπορινάζ θα ζήσει κοντά στους ανθρακωρύχους, ξεγραμμένος από την εκκλησία και την εταιρεία. Εκεί θα ζωγραφίσει τους «Πατατοφάγους» που οι «ειδικοί» θα χλευάσουν, αλλά οι κριτικοί του μέλλοντος θα τους κατατάξουν στην κατηγορία των αριστουργημάτων.
Ο άνθρωπος που έζησε μέσα στη δυστυχία, την πείνα και την παραφροσύνη, που χλευάστηκε για τα έργα του και δεν μπορούσε να τα πουλήσει όσο ζούσε, θα βρίσκεται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Από το Μπορινάζ στο Έττεν. Εκεί θα ζωγραφίσει χωριάτες, ανθρώπους αληθινούς, με τα ρούχα της δουλειάς και τα βάσανα της ζωής ζωγραφισμένα στο πρόσωπο. Στο εύλογο ερώτημα γιατί ζωγραφίζει έτσι, η απάντησή του είναι πως η τιμιότητα είναι ο πιο καλός δρόμος και αυτός προσπαθεί να ζωγραφίζει την ψυχή και όχι την εικόνα των ανθρώπων. Η ζωή του ήταν μια διαρκής πάλη για την κατάκτηση της τέχνης του, γιατί, όπως έλεγε ο Μιλέ, που ο Βικέντιος τον ανέφερε συχνά και ήθελε να του μοιάσει, «στην τέχνη πρέπει να παίζεις το τομάρι σου». Στο Παρίσι ο Τεό θα τον φέρει σ’ επαφή με τον ιμπρεσιονισμό. Εκεί θα γνωρίσει τον Τουλούζ Λοτρέκ που ζωγράφιζε τις πόρνες του Μουλέν Ρουζ και θα διαπιστώσει πως οι χωριάτισσες οι δικές του και οι χορεύτριες του Λοτρέκ είναι δυο διαφορετικές μορφές της ύλης. Και οι δύο πρέπει να καλλιεργούνται για να παράγουν ζωή. Εκεί, λοιπόν, στο Παρίσι με τους ιμπρεσιονιστές θα γίνει η αποκάλυψη όταν ανοίξουν τα μάτια του στο φως, όταν γνωρίσει τον Γκογκέν και κάνει φίλους που θα μοιραστεί μαζί τους τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Ο Σερά του εκμυστηρεύεται πως θέλει να κάνει την τέχνη του «αφηρημένη επιστήμη», χωρίς συναισθήματα, που θα υπακούει στη «μαθηματική ακρίβεια του μυαλού» και ότι «το κάθε ανθρώπινο συναίσθημα μπορεί και πρέπει να περιοριστεί σε μια αφηρημένη δήλωση χρωμάτων, γραμμής και τόνου». Τέλος, παραπέμποντας στην πλατωνική ιδέα, εξηγεί ότι στη ζωγραφική του θέλει να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων. Οι σχετικές σελίδες περιλαμβάνουν επίσης το «πιστεύω» του Σερά για τη ζωγραφική, καθώς και τις συζητήσεις με τον Σεζάν, τον Μανέ, τον Ζολά, την άποψη του Λοτρέκ για την ηθική που «είναι σαν τη θρησκεία. Ένα υπνωτικό για να κλείσουν τα μάτια του λαού μπροστά στα βάσανα της ζωής». Άλλα ενδιαφέροντα θέματα είναι ο αναρχισμός, ο μηδενισμός, η λογοκρισία στην τέχνη και τέλος ένα μανιφέστο, το οποίο αποδέχεται η ομήγυρη με τον Βικέντιο πρώτο και, τέλος, το σχέδιο της σύστασης κομμουνιστικής συνεργασίας. Αλλά, η διάλυση της παρέας θα στείλει κάθε καλλιτέχνη σε άλλη πόλη και τον Βικέντιο στην Αρλ. Εκεί θα ξεχάσει όλες τις συζητήσεις του Παρισιού, τον πουαντιγισμό του Σερά, τις φλυαρίες για πρωτόγονη διακοσμητικότητα του Γκογκέν, τις εμφανίσεις του Σεζάν, τις χρωματικές γραμμές του Λοτρέκ. Στην Αρλ θα ζωγραφίσει την Αρλεζιάνα, τον ταχυδρόμο, τα χωράφια. Θα ονειρευτεί και θα υλοποιήσει το «κίτρινο σπίτι», στο οποίο θα καλέσει τον Γκογκέν για να ζωγραφίζουν μαζί. Στις εννέα εβδομάδες της συμβίωσης, θα γίνουν πολύ σημαντικά έργα. Αλλά «ζωγραφίζοντας όλη μέρα, καβγαδίζοντας όλη νύχτα, χωρίς να κοιμούνται καθόλου, τρώγοντας πολύ λίγο, λουσμένοι μες στον ήλιο και στα χρώματα, στον εκνευρισμό, στον καπνό και στο αψέντι, μαστιγωμένοι από τα στοιχεία της φύσης κι από την ίδια τους την ορμή για δημιουργία, κουρέλιαζαν τα νεύρα ο ένας του άλλου». Ο Βικέντιος κάτω από τον καυτό ήλιο θα χάσει την επαφή με τον κόσμο της λογικής και η εκρηκτική κατάσταση θα τον οδηγήσει να κόψει το αφτί του και τον Γκογκέν να τραπεί έντρομος σε φυγή. Οι κοροϊδευτικές φωνές των κατοίκων της Αρλ θα γίνουν «μαυροπούλια που έκρωζαν τινάζοντας τα φτερά τους». Η τελευταία φάση της ζωής του, παρά το ότι διαφαινόταν κάποια βελτίωση, θα είναι τραγική. Η ιστορία θα τον κατατάξει στους μεγάλους. Ο άνθρωπος που έζησε μέσα στη δυστυχία, την πείνα και την παραφροσύνη, που χλευάστηκε για τα έργα του και δεν μπορούσε να τα πουλήσει όσο ζούσε, θα βρίσκεται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, επιβεβαιώνοντας την άποψη του συναδέλφου του Βάισενμπρουχ που υποστήριζε πως για να γίνει πραγματικός ζωγράφος πρέπει να υποφέρει: «Από αυτό το υλικό είναι που γεννιούνται οι μεγάλοι ζωγράφοι. Το άδειο στομάχι είναι καλύτερο από το γεμάτο, Βαν Γκογκ, κι η ραγισμένη καρδιά είναι καλύτερη από την ευτυχία. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό!».
Πάθος για ζωή
Η ζωή του Βαν Γκογκ
Irving Stone
Μετάφραση: Δημήτρης Κωστελένος
Γκοβόστης
576 σελ.
ISBN 978-960-446-221-6
Τιμή: €20,00
Πηγή : diastixo.gr