Ιωάννης Πανουτσόπουλος: «Γιώργος Μαρκόπουλος, ο “σκοτεινός Αλφειός” της ελληνικής ποίησης» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Γιώργος Μαρκόπουλος ο «Σκοτεινός Αλφειός» της ελληνικής ποίησης είναι ο τίτλος του βιβλίου με το οποίο ο συγγραφέας Ιωάννης Πανουτσόπουλος αποτίει τιμές στον γνωστό και τιμημένο ποιητή μας και του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «Σκοτεινός Αλφειός», προσδίδοντάς του και ποιητική ιθαγένεια. Ο συγγραφέας του βιβλίου αποδεικνύεται θαυμαστής και σεμνός ακόλουθος της ποιητικής γενιάς. Κρατάει με σεβασμό το χέρι που του απλώνει η προηγούμενη, αναγνωρίζει το ρόλο της παράδοσης, δέχεται με συγκίνηση το δώρο και αξιοποιεί την προσφορά.
O διάλογος του ποιητή με το θάνατο είναι συνεχής. Η ποίησή του είναι «σπουδή θανάτου» που μας συγκλονίζει αλλά και ανακαλύπτει την ωραιότητά του.
Ο μελετητής είναι συναισθηματικός και ειλικρινής. Η ειλικρίνειά του φαίνεται από την ομολογία της εντύπωσης που του έκανε η ανάγνωση των ποιημάτων του Γιώργου Μαρκόπουλου, που του «κλόνισε τη βεβαιότητα και την υπεροψία», με την οποία συχνά δηλώνει ότι γνωρίζει το έργο του τάδε ή του δείνα ποιητή. Και η στιγμή που «το ποίημα θα αφήσει να πέσει ο λινός χιτώνας που καλύπτει την εκθαμβωτική του λάμψη» έχει επιπλέον μια αστραπή σεφερικής εικόνας, αποκαλυπτική μιας αλήθειας. Ενδιαφέρουσα και η άποψη ότι το ποίημα μας επιλέγει και όχι εμείς αυτό, αισιόδοξη η ελπίδα ότι όταν ξεσπάσουν οι θύελλες «οι “λησμονημένοι” ποιητές... θα λάβουν εντολή να κινήσουν και πάλι με την όμορφη λύρα τους... να μας θυμίσουν τη σημασία της αξιοπρέπειας, την αξία της προσφοράς, τα θέλγητρα της συνεύρεσης και της αλληλεγγύης». Αυτή η θέση δίνει απάντηση στο ερώτημα που έθεσε ο Χέλντερλιν «και οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;» (μετ. Γ. Σεφέρης), θέτοντας τον δάκτυλο επί των τύπων της ανάγκης. Χρειάζονται, λοιπόν, για να ρίχνουν φως στο σκοτάδι, λέει ο Ελύτης.
Το βιβλίο, πέραν της εξαιρετικής «Εισαγωγής», απαρτίζεται από οκτώ κεφάλαια, στα οποία ο μελετητής σκύβει με σύνεση και κυρίως με αγάπη πάνω στο ποιητικό σώμα. Πρόθεσή του είναι να κρίνει μόνο τα ποιήματα που τον έχουν ιδιαιτέρως συγκινήσει και τα οποία εντέλει θεωρεί εκδοχές ενός και του αυτού ποιήματος. Θέση η οποία ισχύει για την ποίηση, γενικώς, ότι είναι ποίημα εν προόδω. Επομένως, από το έργο του Μαρκόπουλου επιλέγει ό,τι τον ενδιαφέρει, ό,τι αγγίζει την ευαισθησία του περισσότερο και μέσα από αυτό το επιλεγμένο υλικό μελετά το πρόσωπο του ποιητή, αρχίζοντας από το παιδί που ήταν κάποτε. Φιλοδοξία του επομένως είναι να απλώσει ένα φως στο πρόσωπο του ποιητή «που επιμένει με το πάθος ενός δεκαοκτάχρονου να θησαυρίζει λέξεις και στίχους που... φωτίζουν το δρόμο όσων επιμένουν να κοιτάζουν πίσω, για να οδηγηθούν κάποτε μπροστά».
Θα πρέπει να πούμε πως η επιλογή Ποιήματα 1968-2010 είναι η τρίτη απόπειρα «απολογισμού» ή ορισμού του ποιητικού του έργου (βλ. και Γιάννης Παπακώστας, περ. Φρέαρ, τχ. 9, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2014, σελ. 681-684, καθώς και Ανθούλα Δανιήλ, Διάστιχο, 20-7-2014). Ο ώριμος ποιητής κοιτάζει με φρέσκια ματιά τον νεανικό εαυτό του, επιλέγει και απορρίπτει, αλλάζει και επαναξιολογεί. Ο ώριμος ποιητής εξαφανίζει το παιδί που ήταν κάποτε ή αναζητεί τους «παλιούς εαυτούς του», «ένα παιδί με τριαντάφυλλο», ή έναν «χοντρό άξεστο λύκο». Και έτσι, στίχο στίχο και φράση φράση ο Πανουτσόπουλος παρακολουθεί την ωρίμαση του ποιητή μέσα στον κόσμο και την ποίηση. Ωστόσο, τον αισθάνεται σαν παιδί που γεννιέται με ένα μεγάλο χρέος, που «γεννάει και κάποτε κηδεμονεύει τους γονείς του», που «η παιδικότητά τους δεν είναι συνυφασμένη με το παιχνίδι», που σαν παιδί «έθρεψε η ανέχεια», που «ενηλικίωσε ο φόβος», που «νανούρισε η απουσία» και γενικά σαν παιδί από εκείνα που μεγάλωσαν μέσα στις αντιξοότητες.
Η ποίηση του Μαρκόπουλου ξεκινά από τους δρόμους, λέει, αλλά μπαίνει μέσα στο σπίτι, στη «σάλα», όπου μαζεύεται η οικογένεια με κύρια παρουσία τον πατέρα και τον γιο, αλλά και τον «κρυφό κυνηγό», δηλαδή το θάνατο. Η φράση «κρυφός κυνηγός» ανήκει στην ποδοσφαιρική ορολογία, την οποία ο ποιητής γνωρίζει καλά. Η ζωή, όπως και η ποίηση, είναι ένας αγώνας. Στη σέντρα μεταβάλλεται ο ίδιος σε «κυνηγό» και η ποιητική συλλογή προσδιορίζεται ως «φύλλο αγώνα», δείχνοντας τον δικό του αγώνα, με σταθερό συνομιλητή του το θάνατο, του οποίου η παρουσία πλανιέται με «τον πιο σκληρό και αδυσώπητο τρόπο». Τόποι θανάτου παλαιότερα ήταν η Καισαριανή και το Χαϊδάρι. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου είναι και οι θάλαμοι των νοσοκομείων. Οπότε ο διάλογος του ποιητή με το θάνατο είναι συνεχής. Η ποίησή του είναι «σπουδή θανάτου» που μας συγκλονίζει αλλά και ανακαλύπτει την ωραιότητά του.
Ο Πανουτσόπουλος θα διασταυρώσει συχνά τους στίχους του Μαρκόπουλου με τους στίχους άλλων ποιητών της γενιάς του αλλά και των άλλων γενεών. Στις εκλεκτικές του συγγένειες θα αναφερθεί διεξοδικά στη σχέση του με τον Μάριο Χάκκα, αλλά θα επισημάνει και τις σχέσεις με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Δ. Παπαδίτσα. Θα προσθέσω και τον Τάσο Λειβαδίτη, του οποίου ο συγκλονιστικός στίχος «την πόρτα ανοίγω το βράδυ» δεν είναι δυνατόν να μη συνομιλεί με το στίχο του Μαρκόπουλου: «Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ», όπου, όπως τονίζει ο Παπακώστας, το συναίσθημα «τραμπαλίζεται από την επισφαλή ανθρωπιά του Μαρκόπουλου στη βαθιά ευσπλαχνία του Λειβαδίτη».
Οι στίχοι του Μαρκόπουλου ρίχνουν ρίζες βαθιά στην ελληνική ποιητική παράδοση και ποτίζονται στα ιερά νάματα της ελληνικής γης και των περιπετειών της.
Βεβαίως, στην ποιητική δημιουργία κανείς δεν είναι μόνος. Έχει και ρίζες και πηγές και οι στίχοι του Μαρκόπουλου ρίχνουν ρίζες βαθιά στην ελληνική ποιητική παράδοση και ποτίζονται στα ιερά νάματα της ελληνικής γης και των περιπετειών της. Όταν ο Μαρκόπουλος λέει πως τα ποιήματά του είναι θλιμμένα «σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες» δεν είναι δυνατόν να μη μας θυμίσει έναν άλλο απελπισμένο που έφτασε στην αυτοχειρία, και εννοώ τον Καρυωτάκη, αφού προηγουμένως είπε, «Στους στίχους το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», προοικονομώντας και την αρνητική κριτική που θα δεχόταν η δική του θυσία αίματος. Όσο για το στίχο «Νύχτα πάνω στη νύχτα απλώνονταν...», νομίζω πως τη φωνή του Οδυσσέα Ελύτη που βαδίζει πάνω στα βουνά της Αλβανίας με τους νεκρούς γύρω του, «νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ...», ακούει ο Μαρκόπουλος. Σημαντική θέση στη μελέτη κατέχει και η ποιητική «αλληλογραφία» του Μαρκόπουλου με τον Παπαδίτσα.
Εντέλει ο Πανουτσόπουλος επισημαίνει την πολιτική διάσταση της ποίησης του Μαρκόπουλου, την κοινωνική και ανθρώπινη, αλλά και την ανατρεπτικότητά της, μια ποίηση που «υπονομεύει το καθηλωμένο μας εγώ», που διαθέτει την ορμή ενός «σκοτεινού Αλφειού» και δεν παύει να κυνηγάει την Αρέθουσα-Ποίηση για να ενωθεί μαζί της.
Γιώργος Μαρκόπουλος, ο «σκοτεινός Αλφειός» της ελληνικής ποίησης
Ιωάννης Πανουτσόπουλος
Εκάτη
125 σελ.
ISBN 978-960-408-182-0
Τιμή: €8,52
Πηγή : diastixo.gr