Η ταινία « Χenia» του Πάνου Χ. Κούτρα από το Cine- Δράση Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου στις 8:15μμ στο ΤΥΠΕΤ
Το Χenia είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία, μετά την «Αληθινή Ζωή» και τη «Στρέλλα», του Πάνου Κούτρα, που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως ο Αλμαδόβαρ της Ελλάδας. Έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» όπου έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς. Πρόκειται για μια παραμυθένια ταινία δρόμου, κοινωνικά επίκαιρη, τρυφερή και συγκινητική. Μια πλούσια περιπέτεια με χιούμορ, αγωνία, μαγικό ρεαλισμό και σταθερά αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή, στην οποία με αφορμή τη σχέση ανάμεσα σε δύο αδέλφια, αλλά και ανάμεσα σε αυτά και τη σύγχρονη Ελλάδα, ο σκηνοθέτης πραγματεύεται το θέμα της αναζήτησης εθνικής και προσωπικής ταυτότητας.
Ήρωες της ταινίας είναι δυο νεαρά αδέλφια, ο Ντάνι και ο Όντι, αλβανικής καταγωγής, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα. Και οι δυο μαζί αποτελούν ένα ολοκληρωμένο και αλληλοσυμπληρούμενο δίδυμο, αλλά είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και οι χαρακτήρες τους περιθωριακοί και εξεζητημένοι. Ο 18χρονος Όντι είναι ανδροπρεπής, αγωνιστής, οργανωτικός, αποκλειστικός προστάτης του ριψοκίνδυνου αδελφού του, προσγειωμένος και συγκινητικά εξομολογητικός, εκεί μάλιστα που δεν το περιμένεις.
Χρησιμοποιεί το ελληνικό όνομά του ολόκληρο: Οδυσσέας. Ζει στην Αθήνα, δουλεύει σε τοστάδικο στο κέντρο, προσπαθεί να στρώσει τη ζωή του, να μην θυμίζει την αλβανική του καταγωγή, να μην προκαλεί. Έχει υπέροχη φωνή- που έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του απόφοιτη του ωδείου των Τιράνων- και αρκεί να ακούσει το κατάλληλο τραγούδι στα ακουστικά του για να νοιώσει ότι μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Ο δεκαεξάχρονος Ντάνι είναι ομοφυλόφιλος και δεν το κρύβει. Κινείται με νάζι και χάρη. Καταναλώνει μεγάλες ποσότητες από γλειφιτζούρια, είναι πάντα έτοιμος για καβγά και βγάζει υπέροχες selfies. Πιστεύει απόλυτα στο ταλέντο του αδελφού του, διαθέτει αχαλίνωτη φαντασία και ένα επικίνδυνα παιχνιδιάρικο ταπεραμέντο, που αποδεικνύεται καθοριστικό για τη δράση.
Μετά το θάνατο της μητέρας τους, οι δύο νεαροί ξεκινούν ένα ταξίδι από την Κρήτη με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Από τη μια θέλουν να βρουν τον Έλληνα πατέρα τους, να του ζητήσουν το λόγο που τα εγκατέλειψε όταν ήταν μικρά, ελπίζοντας παράλληλα ότι θα τους εξασφαλίσει την ελληνική ιθαγένεια, επομένως και μια καλύτερη ζωή. Από την άλλη επιδιώκουν τη συμμετοχή του ταλαντούχου Όντι σε ένα διάσημο reality μουσικής, που εκείνη την εποχή κάνει ακροάσεις στην συμπρωτεύουσα. Οπλισμένοι με το θάρρος, το θράσος και την αναίδεια της ηλικίας τους, ζουν τη δική τους οδύσσεια, βιώνουν επικίνδυνες και αστείες περιπέτειες, αντιμετωπίζουν εχθρούς και φίλους, αναμετριούνται με τις αντοχές και τις φοβίες τους. Στην πορεία ενηλικιώνονται χωρίς ποτέ να παραιτηθούν από το δικαίωμα να ονειρεύονται.
Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο «Ξενία» της Κοζάνης, όπου τα δύο αδέλφια βρίσκουν καταφύγιο για μια νύχτα. Παραπέμπει όμως ευθέως στην εγκαταλελειμμένη έννοια «ξένιος» που ανακαλύφθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην ερειπωμένη και υπό διάλυση Ελλάδα της κρίσης και των βίαιων αλλαγών, με την ανεργία που κυριαρχεί και παραμονεύει για τον καθένα, τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, τις εμφανείς κοινωνικές ανισότητες, τις διακρίσεις, το ρατσισμό και τους ένθερμους υποστηριχτές του (παρεμβάσεις της «Χρυσής Αυγής» ενσωματώνονται στην αφήγηση). Η μεταφορά που επιχειρεί ο σκηνοθέτης είναι κάτι περισσότερο από προφανής: χαλάσματα, σπασμένα τζάμια, ξεχαρβαλωμένα έπιπλα, τοίχοι με grafity ή σκασμένοι από την πολυκαιρία και την εγκατάλειψη, μαρτυρούν ότι το μέρος έζησε κάποτε ένδοξες στιγμές, που ανήκουν πλέον στο παρελθόν, όπως ακριβώς και οι παλιές καλές στιγμές της χώρας. Ο σκηνοθέτης πιάνει με την κάμερά του όλες τις πλευρές της κρίσης και δεν καταγγέλλει απλά, αλλά βλέπει με τρυφερότητα του ήρωες του, τη χώρα του, τις πόλεις και τους ανθρώπους της. Και κάτι πολύ περισσότερο ο θεατής μένει με την αίσθηση ότι προσπαθεί να τον καθησυχάσει: δεν μπορεί, καλύτερες μέρες θα ξανάρθουν.
Το απόλυτα συγκροτημένο σενάριο συμπληρώνουν οι ακαταμάχητες ερμηνείες των δύο πρωτοεμφανιζόμενων, ερασιτεχνών πρωταγωνιστών Κώστα Νικούλι και Νίκο Γκέλια. Άψογοι στους δεύτερους ρόλους οι Μαρίσα Τριανταφυλλίδη και Γιάννης Στάνκογλου (από τους καλύτερους ηθοποιούς που έχουμε σήμερα).
Ελλάδα, 2014. Διάρκεια: 128'. Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας. Σενάριο: Πάνος Χ. Κούτρας- Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Στάνκογλου, Μαρίσα Τριανταφυλλίδου, Κώστα Νικούλι, Νίκο Γκέλια, Άγγελο Παπαδημητρίου.
Πηγή : www.drasivrilissia.gr