«Η λογοτεχνία του Φώτη Κόντογλου: σταθμοί ή αφετηρίες για τον σχολιασμό της» της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου
«Ο Κόντογλους είναι ο ένας από τους τρεις, μ ό ν ο υ ς, π ρ α γ μ α τ ι κ ά μεγάλους Έλληνες του Μεσοπολέμου, μαζί με τον ποιητή Καρυωτάκη και τον ζωγράφο Παρθένη. Αν παλιότερα είχαμε τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, στο Μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν, το ξαναλέω, αυτοί μόνοι οι τρεις: Καρυωτάκης, Παρθένης και Κόντογλους.»(Νίκος Εγγονόπουλος, «Για τον Κόντογλου», Πεζά Κείμενα, ύψιλον/βιβλία, 1987, σελ.67)
Η Έλλη Βοΐλα-Λάσκαρη είχε κάνει στο παρελθόν την ακόλουθη άκρως ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «Όταν σκέφτομαι τον Κόντογλου και θέλω να τον παρομοιάσω μ’ ένα σχήμα γεωμετρικό, πάντα μού έρχεται στη μνήμη μου ο κύκλος ή η σφαίρα, διότι αυτός ο άνθρωπος είχε μιαν ενότητα στη σκέψη, στην ομιλία, στη ζωή του και στην εργασία του. […] Μιλούσε όπως έγραφε, ζωγράφιζε όπως μιλούσε και έγραφε και σκεπτόταν, και η ζωή του ήταν το ίδιο».[1] Τα παραπάνω μάς παραπέμπουν σε κάποιες «εμμονές» του ανθρώπου Κόντογλου, οι οποίες βρίσκονται καταγεγραμμένες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και στο συγγραφικό έργο του και στις οποίες πρέπει, αλλά και δεν μπορεί παρά, να σταθεί οποιαδήποτε κριτική αποτίμηση, συνολική ή επιμέρους. Από τις εν λόγω εμμονές εδώ θα εστιάσουμε στις τρεις ίσως πιο σημαντικές, οι οποίες βρίσκονται, μάλιστα, σε άμεση συνάρτηση ή μία με την άλλη: α) ο ποιητής/συγγραφέας ως ζωγράφος, β) η αποστολή της Τέχνης, γ) ο γενέθλιος τόπος.
(α) Στον «Επίλογο» της Βασάντα διαβάζουμε, μεταξύ άλλων: «Ο ποιητής είναι ανάγκη, δίχως άλλο, να ’χει χαρίσματα ζωγράφου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βρίσκουνται άνθρωποι που δεν το ’χουν εννοήσει. Στην τέχνη του συγγραφέα χρειάζεται να γίνει ζουγραφιά το κάθε τι, είτε αίστημα είναι, είτε σκέψη. Για τούτο και τα πρώτα έργα της ανθρωπότητας, και γενικά τα μεγαλύτερα, είναι γιομάτα π α – ρ ο μ ο ι ώ σ ε ι ς»[2].
Και, βέβαια, το έργο του ίδιου του Κόντογλου είναι «γιομάτο παρομοιώσεις», είτε αυτές εννοούνται ως το γνωστό σχήμα λόγου (οι δικές του παρομοιώσεις, μάλιστα, θυμίζουν έντονα τις ομηρικές παρομοιώσεις στον τρόπο διατύπωσης· διαβάζουμε, επί παραδείγματι, στον «Θρηνητικό πρόλογο» του Το Αϊβαλί η πατρίδα μου: «Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκουμαι κ’ εγώ σε τούτα τα χώματα»), είτε αυτές εννοούνται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπου η συσχετιζόμενη ιδιότητα δεν αφορά σε μεμονωμένα πρόσωπα, πράγματα ή αφηρημένες έννοιες, αλλά αναφέρεται σε «μία “αρχετυπική” πραγματικότητα»[3].
Από τις τρεις κατηγορίες, εκείνη των λογοτεχνών που ζωγραφίζουν, εκείνη των ζωγράφων που γράφουν και εκείνη όπου στη δημιουργική δραστηριότητα του καλλιτέχνη οι δύο τέχνες λογαριάζονται ισότιμες, ο Κόντογλου τοποθετείται στην τελευταία.
Τη συλλειτουργία των δύο τεχνών, της ζωγραφικής και της αφηγηματικής, στο πεζογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου έχει εξετάσει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, ο οποίος βασίζει το μελέτημά του στους ακόλουθους άξονες[4]: Από τις τρεις κατηγορίες, εκείνη των λογοτεχνών που ζωγραφίζουν, εκείνη των ζωγράφων που γράφουν και εκείνη όπου στη δημιουργική δραστηριότητα του καλλιτέχνη οι δύο τέχνες λογαριάζονται ισότιμες, ο Κόντογλου τοποθετείται στην τελευταία. Επίσης, από τους τέσσερις θεμελιώδεις τρόπους σύνθεσης ή οργάνωσης του έργου τέχνης, τον χρησιμοθηρικό, τον εξηγητικό, τον θεματικό και τον αναπαραστατικό, ο τρόπος σύνθεσης των αφηγημάτων του Κόντογλου θεωρείται ότι ανήκει στον συμβολικό (και όχι στον μιμητικό) τύπο του αναπαραστατικού τρόπου. «Πρόκειται για ένα είδος μεταφυσικού ρεαλισμού», γράφει ο Αθανασόπουλος, «που στηρίζεται σε μια λειτουργία της αναπαράστασης σύμφωνα με την οποία οι φυσιογνωμίες και οι εικόνες γίνονται πειστικές χωρίς να είναι αντικειμενικά ρεαλιστικές […] Στην υπηρεσία της πειστικότητας της αφήγησής του ο Κόντογλου θέτει ορισμένα αφηγηματικά μέσα που τη χαρακτηρίζουν με τρόπο καθοριστικό: την αναφορικότητα και την εικονογράφηση». Στο σημείο αυτό, και όσον αφορά στο αφηγηματικό μέσο της αναφορικότητας, ο Αθανασόπουλος δεν συνδέει το έργο του Κόντογλου με το αίτημα της αληθοφάνειας που οδήγησε κατά τον 18ο αιώνα στην προσπάθεια αληθοφανοποίησης του μυθιστορήματος[5], με τεχνάσματα όπως αυτό της εύρεσης χειρογράφων, αλλά θεωρεί ότι: «Η συνήθεια της αναφοράς της αφήγησης σε μια άλλη, προγενέστερη διήγηση αντιστοιχεί σε εκείνη την αρχή της αγιογραφικής τέχνης, σύμφωνα με την οποία οι νέες εικόνες μορφώνονται από τις παλαιότερες ακολουθώντας ένα αρχέτυπο που διαμορφώθηκε σταδιακά, κατορθώνοντας έτσι τον συνδυασμό της διατήρησης της παράδοσης με την ανανέωσή της». Ως προς το δεύτερο αφηγηματικό μέσο, αυτό της εικονογράφησης, ο Αθανασόπουλος θεωρεί ότι «υπηρετεί δύο βασικές αξίες της αφήγησης, που και αυτές τέθηκαν από τον Κόντογλου στην υπηρεσία της πειστικότητας: την αυθεντικότητα και την απλότητα που λειτουργεί ως ισοδύναμο της πρώτης». Καταλήγει δε ο κριτικός ότι όλα τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί ο Κόντογλου για να πετύχει την απλότητα «υπερβαίνουν το στενό πλαίσιο της προσωπικής αφηγηματικής τεχνικής του και γίνονται γι’ αυτόν αισθητικές αρχές […] συγκροτώντας τελικά μια ιδιότυπη ποιητική», η οποία καθορίζει «εξίσου το πεζογραφικό και ζωγραφικό έργο του». Η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο εκδηλώνεται αυτή η ποιητική στα θέματα και την τεχνική της αφήγησης οδηγεί στην διαπίστωση του σκοπού της αληθινής τέχνης κατά Κόντογλου, που αποτελεί και τη δεύτερη από τις «εμμονές» τις οποίες εξετάζουμε εδώ.
(β) «Για μένα, ο καλλιτέχνης έχει τη ζωηρή εντύπωση πως ζει μέσα σ’ ένα άπειρο. Έτσι μονάχα βγαίνει όξω από τα στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας, και υψώνεται στο μοναδικό τύπο, που ζει μες στον αιθέρα της απόλυτης ελευθερίας. Σφραγίζεται με μιαν αιώνια βούλα. Δεν μπορεί να ’ναι από κείνους που περνούν απάνου από τη γης, κρατώντας τα μάτια κλεισμένα στην πλούσια διακοσμητική ποικιλία του κόσμου, ολόκληρης της γης και τ’ ουρανού».[6] «Η τέχνη είναι χάρισμα μεγάλο, είναι όμως και χρέος μεγάλο. Αγώνας μέγιστος και έσχατος! Πρόσεχε λοιπόν να μην προδώσεις αυτό το μεγάλο αξίωμα που σου δόθηκε. Μα, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε θα το προδώσεις, γιατί, με το να είσαι τέτοιος, θε να ’σαι τίμιος όσο κανένας άνθρωπος, κι αξιοπρεπής δίχως να ’σαι ακατάδεχτος, κι απάνου σου θα τσακίζουνται οι σαγίτες της κολακείας, και θα χαίρεσαι σε περιστάσεις που άλλοι κλαίνε κι απελπίζουνται και ζητάνε παρηγοριά στα μικρά και στα τριμμένα, μ’ έναν λόγο, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε φοβάσαι Θάνατο».[7]
Τα παραπάνω λόγια του Φώτη Κόντογλου επιβεβαιώνουν τόσο τα συμπεράσματα του Αθανασόπουλου για το έργο του –«Σκοπός της αληθινής τέχνης [κατά τον Κόντογλου] είναι να μεσολαβεί ανάμεσα στα δεδομένα των αισθήσεων του ανθρώπου και στα πράγματα, ανάμεσα στον κόσμο των φαινομένων και στην πραγματικότητα, και να αφυπνίζει όσα αδρανούν μέσα στη συνείδηση του ανθρώπου»[8]– όσο και τα συμπεράσματα του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη: «[…] Όλα αυτά ικανοποιούν μια βασική –την κυριότερη ίσως– απαίτηση του χριστιανού Κόντογλου από τη λογοτεχνία. Την απαίτηση του απρόσωπου και του συναισθηματικά ουδέτερου ατόμου που έχει αποσβέσει τον εαυτό του στην αφοσίωσή του προς τον Θεό. […] Συντονίζεται έτσι με όλο εκείνο το κύμα της ανανέωσης της ορθοδοξίας που εμφανίστηκε στην Ευρώπη από τους Ρώσους θεολόγους της διασποράς και που κατά τα τελευταία χρόνια προκάλεσε τόσες συζητήσεις και έργα και στον τόπο μας. […] στα τελευταία έργα του εγκαταλείπει τη λογοτεχνική ομορφιά και αφοσιώνεται στη θρησκευτική αλήθεια. Τα έργα του τώρα είναι παραφράσεις συναξαρίων και αγιολογικών κειμένων […] Η κατάληξη αυτή αντιπροσωπεύει ό,τι θα αποκαλούσαμε τελική βίωση της αιωνιότητας για τον Κόντογλου, τελική ανακαίνιση της ζωής του ανθρώπου και μεταβολή της χοϊκής του υπόστασης»[9]. Υπενθυμίζω εδώ ότι και ένα από τα πρώτα κείμενα που έγραψε ο Κόντογλου (με μαρτυρημένη αφετηρία του συγγραφικού του έργου το 1919 και δεδομένων των δύσκολων χρόνων που ακολούθησαν) ήταν το «Μαρτύριον του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου» (ενταγμένο τώρα στο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου) το 1927· και αυτός ο κύκλος έκλεισε εκεί από όπου ξεκίνησε.
(γ) «Μα εγώ δε θα σ’ αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήμ! Να χάσω το φως μου αν σε ξεχάσω, να ψάχνω με το ραβδί και να μη βρεθεί τοίχος να μου δείξει το δρόμο, κι ούτε πονετικός διαβάτης να με χειροκρατήσει». Αυτά γράφει ο Κόντογλου για την αγαπημένη του γενέθλια γη, παραφράζοντας τον Ψαλμό 136 από την Παλαιά Διαθήκη (τον οποίο και έχει μεταφράσει ολόκληρο και τον έχει εντάξει στις «Δοκιμές για μετάφραση» της Βασάντα)[10], στον «Θρηνητικό πρόλογο» του Το Αϊβαλί η πατρίδα μου.
Γράφτηκε[11] ότι «Τοπείο και άνθρωπος, όπως ήταν ο Φώτης Κόντογλου, αποτελούσαν μια συνύπαρξη μοναδική και αδιαίρετη», κάτι που διαπιστώνεται, καταρχήν, και στο «Μοιρολόγι» και τη σύντομη εισαγωγή του: «Μοιρολογώ την κουρσεμένη πατρίδα μου, τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, και μαζί τη ζεστή φωλιά μου, το υποστατικό που ζούσα αποτραβηγμένος. Ήτανε ένα βραχόβουνο, μια χερσόνησο, που μ’ αφήσανε κληρονομιά οι μπαρμπάδες μου· είχανε ζήσει και πεθάνει απάνου κει πάππου-προσπάππου, καλογέροι οι πιο πολλοί. Ζήσανε ήσυχα και φυσικά, έχοντας τα πρόβατά τους, τα χωράφια τους, τ’ αμπέλια τους και το ’να και τ’ άλλο τους. Δεν είναι τώρα καλή στιγμή κ’ εύκαιρη θέση για να πω το τι ήτανε αυτό το νησί, τι λογής ζωή περνούσανε οι ανθρώποι του, τι ομορφιές πέρα από κάθε φαντασία το στολίζανε, τι ανθρώποι της στεριάς και της θάλασσας το κατοικούσανε, τις παράξενες ιστορίες τους, τις φουρτούνες, τις ανεμοζάλες που το δέρνανε – και την αθόλωτη ευτυχία πόβγαινε απ’ όλα του. Τώρα, στο μοιρολόγι που γράφω, κλαίγω για το χαμό του, μα το πόσο πονώ, καταλαβαίνω πως δε θα μπορέσω να το πω με λόγια ποτές μου»[12]. Η παραπάνω διαπίστωση, βέβαια (του Πάνου Βαλσαμάκη), επιβεβαιώνεται αμέτρητες, πραγματικά, φορές, ακόμα κι αν απλώς διατρέξει κανείς τις σελίδες του Α’ τόμου των Έργων του Κόντογλου (από τις Εκδόσεις Παπαδημητρίου), που έχει τον τίτλο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου (και εκδόθηκε πρώτη φορά το 1962, συγκεντρώνοντας κείμενα των οποίων ο χρόνος συγγραφής ποικίλλει), αλλά και τον Ε’ τόμο, με τον τίτλο Πέδρο Καζάς, Βασάντα και άλλες ιστορίες, και ιδιαίτερα τα δύο πρώτα έργα, που είναι εκείνα με τα οποία ο Κόντογλου άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του, το 1919 και το 1923 αντίστοιχα.
Πιο συγκεκριμένα, στο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, οι περιγραφές ή οι απλές αναφορές των τοπωνυμίων και των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, αλλά και των συναισθημάτων και των σκέψεων του συγγραφέα για τη ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα του επανέρχονται τόσο πολλές φορές, ώστε και η λέξη «εμμονή» ίσως να μην είναι αρκετή για να αποδώσει την αλήθεια αυτής της απίστευτα επίμονης επανάληψης. Ο συγγραφέας, μάλιστα, συχνά απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη, ως ένας αυτοβιογραφικός αφηγητής ο οποίος, παρουσιάζοντας παράλληλα το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του (αν υπήρχε κάτι άψυχο για τον Κόντογλου κάτω από το μάτι του Θεού), παρουσιάζει και τον εαυτό του, «επιτυγχάνοντας μία, τρόπον τινά, εμψύχωση της γραφής σε ζωγραφία, δηλαδή τη μετατροπή της σε εικόνα ζώσας φύσεως»[13].
Αλλά οι αυτοδιακειμενικές σχέσεις υφίστανται και με συγκείμενα άλλων έργων, όπως αναφέρθηκε, για παράδειγμα με τον Πέδρο Καζάς και τη Βασάντα. Στον «Πρόλογο» του πρώτου, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στον γενέθλιο τόπο του από τον Κόντογλου, όπως επίσης (γίνεται αναφορά) και στον Ροβινσόνα Κρούσο του Δανιήλ ντι Φόου (sic)· ο Κόντογλου έχει, μάλιστα, αλλού παραλληλίσει το νησί του Ροβινσόνα με το δικό του (βλ. Α’ τ., σσ.266-281). Οι πιο ενδιαφέρουσες, ωστόσο, από λογοτεχνική άποψη, είναι οι αυτοδιακειμενικές σχέσεις που συνδέουν τα, ουσιαστικά, αυτοβιογραφικά κείμενα του πρώτου τόμου για το Αϊβαλί με κάποια από τα κείμενα της Βασάντα και, κυρίως, με τις πέντε πιο ιδιόρρυθμες από τις ιστορίες της. Γιατί, «Το Νησί του Διαόλου» (Βασάντα) δεν μπορεί παρά να είναι «του Δαιμόν’ η Τράπεζα» στη θάλασσα του Αϊβαλιού και εκεί παραπέμπουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και τα τέσσερα σύντομα κείμενα που το ακολουθούν. Αλλά αναφορές στο Αϊβαλί γίνονται και στα κείμενα «Ένα γράμμα» και «Ωσαννά».
Η παρομοίωση του Φώτη Κόντογλου από την Έλλη Βοΐλα-Λάσκαρη με το γεωμετρικό σχήμα του κύκλου αποδεικνύεται, τελικά, επιτυχής (εκτός του ότι είναι και εξαιρετικά πνευματώδης, εφόσον πρόκειται για έναν ζωγράφο/συγγραφέα ο οποίος τόσο πολύ εκτιμούσε τις παρομοιώσεις) και για έναν ακόμη λόγο: ο κύκλος αναπαριστά μια εξελικτική πορεία η οποία, από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί[14], στη συνέχεια, περνά κάθε φορά από τα ίδια σημεία, περιστρεφόμενη πάντα γύρω από το ίδιο κέντρο. Ένα τέτοιο δημιουργικό έργο παραπέμπει στην πνευματική διακονία την οποία επιτελεί στην εκκλησία το εκάστοτε δείγμα τής ορθόδοξης εικονογραφίας: «Εις την λειτουργικήν εικόνα τα άγια πρόσωπα εικονίζονται εν αφθαρσία. Δι’ αυτήν την αιτίαν η λειτουργική τέχνη δεν αλλάζει κάθε τόσον μαζί με τα άλλα ανθρώπινα πράγματα, αλλά είναι αμετακίνητος»[15].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. στο περ. Διαβάζω, Αφιέρωμα: Φώτης Κόντογλου, τεύχ. 113, 27.2.85, σελ.58.
[2] Βλ. στο Φώτη Κόντογλου Έργα, τόμος Ε’, Πέδρο Καζάς, Βασάντα κι άλλες ιστορίες, Γ′ έκδοση, 1986, Εκδοτικός οίκος «Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, σελ.235.
[3] Βλ. σχετικά στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μάσκες του ρεαλισμού. Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου, Β’ τόμος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2003, στο μελέτημα εκεί με τον τίτλο: «Ζωγραφική και αφηγηματική τέχνη: η δυνατότητα ερμηνείας του αφηγηματικού έργου του Φώτη Κόντογλου στη βάση της συλλειτουργίας των δύο τεχνών», σσ.209-225/ εδώ,σελ.219.
[4] Για τα παρακάτω, βλ. στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος ό.π., σσ.209-225.
[5] Βλ. σχετικά στο Γρηγόρης Πασχαλίδης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1993, σελ.137.
[6] Βλ. στο Φώτη Κόντογλου Έργα, τόμος Ε’, ό.π., σελ.16.
[7] Βλ. ό.π., σσ.78-79.
[8] Βλ. στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος ό.π., σελ.219.
[9] Βλ. στο περ. Διαβάζω, ό.π., στο δοκίμιο εκεί του Π.Δ. Μαστροδημήτρη, «Για το πεζογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου», σσ.20-30/ εδώ, σσ.23, 25-26.
[10] Σχετικά με το διακειμενικό ταξίδι του συγκεκριμένου Ψαλμού, βλ. το δοκίμιο με τον τίτλο «Tο ταξίδι κάποιων στίχων μέσα στον Χρόνο και στα (παρα)κείμενα ως επιβεβαίωση της “εκ γενετής” παγκοσμιότητας του λογοτεχνικού φαινομένου», στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Δοκιμές Ανάγνωσης. Ερευνητικές Εργασίες και Μελέτες για συγκεκριμένα ποιητικά, πεζογραφικά και θεατρικά έργα (μεταξύ άλλων, των: Γιώργου Θεοτοκά, Νίκου Εγγονόπουλου, Νίκου Καζαντζάκη, Γιώργου Σεφέρη, Μ. Καραγάτση, Γιάννη Σκαρίμπα, Γουΐλλιαμ Φώκνερ, Στρατή Τσίρκα) αλλά και για ευρύτερα θεωρητικά ζητήματα, Πρόλογος: Μ. Γ. Μερακλής, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2014, σσ.111-122.
[11] Βλ. στο περ. Διαβάζω, ό.π., σελ.55· τα λόγια ανήκουν στον Πάνο Βαλσαμάκη.
[12] Βλ. στο Φώτη Κόντογλου, Έργα, τόμος Α’, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, Θ’ έκδοση, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα, 2001, σελ.74.
[13] Βλ. στο Γρηγόρης Πασχαλίδης, ό.π., σελ.146.
[14] Βλ. σχετικά όσα γράφει ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης για τη διετία 1944-1945 ως «όριο» στην εξέλιξη του Κόντογλου ως πεζογράφου, στο περ. Διαβάζω, ό.π., σελ.29.
[15] Βλ. στο Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, συγγραφείσα υπό Φωτίου Κόντογλου, αγιογράφου, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», Αθήναι, 1960, στο προοίμιο του α’ τ., σσ. ιε’-ιη’. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, αυτό που γράφει ο Κώστας Σαρδελής για τον Φώτη Κόντογλου: «[…] χωρίς ορθόδοξη παιδεία, είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε»· βλ. στο Κώστας Σαρδελής, Νεοέλληνες και Νεοελληνικά, Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, 2003, σελ.215 – στο εν λόγω μελέτημα του Κώστα Σαρδελή, με τον τίτλο «Φώτης Κόντογλου: Ο άνθρωπος και ο λογοτέχνης», υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία.
Πηγή : diastixo.gr