Η Ελένη Γεωργοστάθη σε α’ πρόσωπο
Δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις μου να γράψω μια αθλητική ιστορία. Ή τουλάχιστον μια τυπική αθλητική ιστορία για μια ομάδα από χέρι χαμένων που βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ πιο ισχυρούς αντιπάλους και κατορθώνει τελικά να τους κερδίσει. Κάποια στιγμή ωστόσο συνειδητοποίησα ότι μια ιστορία αυτού του τύπου μπορούσε να γίνει ο ιδανικός σκελετός, ο κορμός, για να απλωθεί πάνω της σαν αναρριχητικό φυτό μια άλλη, διαφορετική. Εκείνη που κατά βάθος ήθελα να πω.
Κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω για ένα αγόρι που, βιώνοντας ένα δύσκολο καλοκαίρι πολλαπλών ματαιώσεων στην Αθήνα της κρίσης, αποφασίζει να μετατρέψει τον άνεργο πατέρα του σε προπονητή μιας αδύναμης ομάδας μπάσκετ, αποτελούμενης από πιτσιρικάδες που καλούνται να αντιμετωπίσουν μια παρέα μεγαλύτερων παιδιών. Όχι τυχαία, ο δεκάχρονος Αντρέας καταλήγει σε αυτή την απόφαση έχοντας δει μια αμερικάνικη ταινία με έναν λούζερ μπαμπά που μετατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε χαρισματικό προπονητή του μπέιζμπολ. Άραγε η πραγματικότητά του θα μπορούσε να αντιγράψει το σενάριο της ταινίας;
Από αυτή λοιπόν την αφετηρία εκκινώντας, προσπάθησα να φτιάξω μια πλοκή που να πατά πάνω σε ένα γνώριμο πρότυπο, όχι για να το αναπαραγάγει, αλλά μάλλον για να το υπονομεύσει, παρεκκλίνοντας με μικρά βήματα από αυτό. Επιχειρώντας να ακολουθήσει σε ένα πρώτο, επιφανειακό επίπεδο το μπασκετικό όνειρο του αγοριού και σε ένα δεύτερο, βαθύτερο, να αποτυπώσει την αγωνιώδη του προσπάθεια να περισώσει όσο περισσότερες μπορούσε από τις μέχρι πρότινος σταθερές της ζωής του.
Όσο γοητευτική κι αν φαντάζει βέβαια η ιδέα του να παρωδήσεις, να υπονομεύσεις ή έστω απλώς να «πειράξεις» μια συγκεκριμένη φόρμα για να καταλήξεις σε κάτι άλλο, τα λογοτεχνικά κείμενα δεν μπορεί να είναι, πιστεύω, απλώς οι δοκιμαστικοί σωλήνες των θεωρητικών μας εμμονών. Οι ιστορίες και οι ήρωές τους είναι ζωντανές υπάρξεις, που γεννιούνται, κατοικοεδρεύουν κι όχι σπάνια κυριεύουν ολοκληρωτικά το μυαλό μας. Κάπως έτσι κυριάρχησε μέσα μου, όταν ξεκίνησα να γράφω, η μορφή και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του μικρού πρωταγωνιστή του βιβλίου μου. Ο Αντρέας έγινε κολλητός μου, ένα πρόσωπο υπαρκτό και οικείο, κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Μοιράστηκα τις αγωνίες του, τους φόβους του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του, συνειδητοποίησα ότι διέθετε επίγνωση και κατανοούσε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η οικογένειά του, ακόμα κι όταν προτιμούσε να τις υποβαθμίζει περιγράφοντάς τες με χιουμοριστική διάθεση. Αλλά και χαιρόμουν παρατηρώντας τον να επιμένει να ονειρεύεται, να κοιτάει μπροστά, να ερμηνεύει, ή και να παρερμηνεύει, τον κόσμο βλέποντάς τον μέσα από τη δική του, παιδική ματιά.
Μίλησα πιο πάνω για το χιούμορ με το οποίο προσεγγίζει την καθημερινότητά του ο Αντρέας. Πράγματι, το χιούμορ συχνά λειτουργεί ως μέσον για να ειπωθούν δύσκολα πράγματα, να περιγραφούν δυσάρεστες καταστάσεις ή για να φωτιστούν ορισμένοι χαρακτήρες. Στο Χάθηκε η μπάλα!, για παράδειγμα, κάπως έτσι επιχείρησα να προσεγγίσω τόσο τη δύσκολη συναισθηματική κατάσταση του μπαμπά όσο και τον φαφλατά και μάλλον σεξιστή θείο του αγοριού. Πρόθεσή μου όμως ήταν να χρησιμοποιήσω το χιούμορ και ως εργαλείο ανατροπής: μιας ανατροπής που θα ερχόταν μέσα από ευτράπελα, παρεξηγήσεις, παρανοήσεις και γκάφες, προωθώντας έτσι την πλοκή προς το όχι και τόσο μπασκετικό φινάλε.
Όσο γοητευτική κι αν φαντάζει βέβαια η ιδέα του να παρωδήσεις, να υπονομεύσεις ή έστω απλώς να «πειράξεις» μια συγκεκριμένη φόρμα για να καταλήξεις σε κάτι άλλο, τα λογοτεχνικά κείμενα δεν μπορεί να είναι, πιστεύω, απλώς οι δοκιμαστικοί σωλήνες των θεωρητικών μας εμμονών. »
Και αυτό το τελευταίο με φέρνει στην ερώτηση που έχω δεχτεί από ορισμένους ενήλικους αναγνώστες: Τελικά, αν το Χάθηκε η μπάλα! δεν είναι ένα κλασικό μπασκετικό βιβλίο, τότε ποιο είναι το κυρίαρχο θέμα του; Η κρίση, η ανεργία, ο εκφοβισμός, η φιλία; Ειλικρινά, ούτε μπορώ ούτε θέλω να πω. Για μένα το βιβλίο αυτό είναι μονάχα η ιστορία ενός παιδιού που παλεύει να βρει χαραμάδες αισιοδοξίας και χαράς μες στη ζωή του, που έχει γυρίσει τούμπα. Έτσι κι αλλιώς, δεν πιστεύω σε θέματα, κυρίαρχα ή μη. Πιστεύω όμως σε ιστορίες. Ιστορίες που επιμένουμε να ακολουθούμε τα χνάρια τους και να ανακαλύπτουμε τα κρυφά μυστικά τους. Όπως πιστεύω και σε ήρωες. Πολύπλευρους, πολυδιάστατους, κάποτε αντιφατικούς κι απρόβλεπτους, που τους νιώθουμε να ανασαίνουν και να κινούνται δίπλα μας. Που μες στις φλέβες τους κυλάει αίμα αληθινό. Με τον ίδιο τρόπο που, θέλω να πιστεύω, κυλάει το δικό μας αίμα μες στις ιστορίες που αφηγούμαστε.
Χάθηκε η μπάλα!
Ελένη Γεωργοστάθη
Ψυχογιός
104 σελ.
ISBN 978-618-01-1875-9
Τιμή: €7,70
πηγή : diastixo.gr