Η Αφροδίτη Αθανασοπούλου σε α΄ πρόσωπο
Το έναυσμα για την ενασχόλησή μου με τις σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας χρονολογείται από τα χρόνια της συνεργασίας μου με τον ιστορικό Γιώργο Κόκκινο στο «Εργαστήριο Ιστορίας» του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Εκεί είχα την ευκαιρία να μυηθώ στον σύγχρονο προβληματισμό των ιστορικών για την «ιστορική αφηγηματολογία» και να διαπιστώσω στην πράξη πώς αυτός ο προβληματισμός ακουμπάει στα πράγματα (τη διδακτική της ιστορίας). Ως νεοελληνίστρια θέλησα να δω τη διεπιστημονική διάσταση αυτού του προβλήματος από τη σκοπιά της λογοτεχνίας: πώς οι ποιητές γράφουν/κάνουν/μαρτυρούν την ιστορία στα κείμενά τους, με άλλα λόγια, τη δική τους «ποιητική ιστοριογραφία». Καρπός αυτής της πρώτης ανίχνευσης είναι το παρόν βιβλίο.
Οι σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας είναι φυσικά μια θάλασσα πλατιά, στην οποία κανείς κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πνιγεί με τη μικρή βάρκα του – θέλω να πω, την ειδικότητά του. Η βιβλιογραφία είναι αχανής και όλοι, όχι μόνο οι λογοτέχνες αλλά και οι μελετητές, δίνουν τη δική τους κατάθεση για το πώς αισθάνονται την ιστορία μετουσιώνοντάς τη σε «ιστορική συνείδηση». Περιόρισα το θέμα στην ποίηση, και πιο συγκεκριμένα στη νεοελληνική ποίηση του 19ου και του 20ού αιώνα, θεωρώντας ότι αρκετή δουλειά έχει γίνει στον τομέα της πεζογραφίας, αναφορικά με το «ιστορικό μυθιστόρημα». Από τα λογής ποιητικά παραδείγματα που έχει να επιδείξει ο ελληνικός ρομαντισμός-μεταρομαντισμός και ο ελληνικός μοντερνισμός εστίασα την προσοχή μου σε πτυχές που δεν έχουν, νομίζω, εξαντληθεί:
1. Στη ρητορική των ρομαντικών, αισθητή και έξω από τα λογοτεχνικά τους κείμενα, σε δημόσιους λόγους και «πολιτικά», ας πούμε, δημοσιεύματα, τα οποία εμπλουτίζουν τον ορίζοντα του «ρομαντικού ιστορισμού» όπως το αποτυπώνει ως υπόθεση εργασίας ο Γ. Παπαθεοδώρου στα Ρομαντικά πεπρωμένα (σ. 167, σημ. 77): «ένα ολόκληρο ιστοριογραφικό πρόγραμμα που σφραγίζει την ιστορική συνείδηση, σκέψη και γραφή του ρομαντικού 19ου αιώνα, σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση και τη χρήση του παρελθόντος, τόσο στην ιστορία όσο και στη λογοτεχνία» – και βέβαια, προσθέτω, και στον δημόσιο λόγο των δημιουργών (αυτό επιχειρώ να δείξω στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου). Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ποιητικής ρητορικής είναι οι μεταφορές από τη φύση και τη βιολογία (το αίμα, ο σπόρος, το γάλα, το ζεύγος μάνα-κόρη, η «συμπάσχουσα» φύση, η «πρόνοια»). Στόχος είναι να τονιστεί, στο ιστορικό σχήμα που προκρίνουν οι ποιητές αυτής της παράδοσης, η «φύση των πραγμάτων», όπως γράφει ο Σεφέρης μιλώντας για τον κυπριακό αλυτρωτισμό – αλλά η διαπίστωση έχει γενικότερη ισχύ και δεν αφορά μόνο την ελληνική περίπτωση. Γενικεύοντας, θα λέγαμε ότι στο πλαίσιο του ρομαντικού ιστορισμού, που υπερβαίνει τα γραμματολογικά όρια της ρομαντικής σχολής του 19ου αιώνα, η Φύση, η εσωτερική αλήθεια των γεγονότων, υπερτερεί της Ιστορίας, των δεδομένων της ιστορικής συγκυρίας.
Η ιστορική μέθοδος από την άλλη, με εμβληματικό το παράδειγμα του Καβάφη, ιστορικοποιεί τον μύθο, τη «μυθική» πρόσληψη του παρελθόντος, και τείνει στην απο-ιεροποίηση της ιστορίας και στον αφ-ηρωισμό των ιστορικών προσώπων, των πρωταγωνιστών, καθιστώντας τα κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης που υπόκειται σε κοινούς ιστορικούς νόμους.
2. Εστίασα στην «ιστοριογραφική ποιητική» του Καβάφη –για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά, πάρα πολλά– αλλά εξ αυτού του λόγου χρειαζόταν μια συστηματοποίηση των δεδομένων, την οποία επιχειρώ στο οικείο κεφάλαιο (2), δείχνοντας εν κατακλείδι ότι η ιστορική μέθοδος του Καβάφη –ίσως μοναδική περίπτωση καθαυτό ιστορικής μεθόδου στα νεοελληνικά ποιητικά χρονικά– είναι η καβαφική ειρωνεία (τα δύο αυτά είναι αδιαχώριστα). Με άλλα λόγια, ο Καβάφης επινοεί μια σύνθετη τεχνική επαλήθευσης που βασίζεται –για να το πω συντομογραφικά– στην αποστασιοποίηση των ιστορικών και στην υποκειμενικότητα των λογοτεχνών: τα γεγονότα φιλτράρονται μέσα από επάλληλα χρονικά πρίσματα και ερμηνεύονται μέσα από ασύμμετρες οπτικές γωνίες (υποκειμενικές σκοπιές), που έχουν τη δική τους ιστορικότητα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των αναγνωστών-κριτικών.
3. Εστίασα επίσης στη «μυθιστορική» μέθοδο του Σεφέρη (κεφ. 3), που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν λογοτεχνική, με την έννοια ότι η ιστορία μεταβολίζεται σε λογοτεχνημένο μύθο μέσα από μείζονα προηγούμενα (π.χ. έπη, τραγωδίες, δημοτικά τραγούδια, «λαϊκά» ιστοριογραφικά είδη στο μεταίχμιο ιστορίας-λογοτεχνίας: απομνημονεύματα, χρονικά κλπ.), κι αυτό που ενδιαφέρει είναι η συγκινησιακή χρήση της ιστορίας, όχι η ιστορική αποστασιοποίηση. Έδωσα έμφαση στα ποιήματα της κυπριακής συλλογής, του Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ΄, όπου η μέθοδος αυτή αφομοιώνει και τα διδάγματα που πήρε ο Σεφέρης από την ανάγνωση του ιστορικού ειρωνικού Καβάφη, με εμβληματικότερα, κατά τη γνώμη μου, τα ποιήματα «Πραματευτής από τη Σιδώνα» και «Στα περίχωρα της Κερύνειας», τα οποία σχολιάζω αναλυτικά στο κεφάλαιο 4.
4. Ενέταξα σκόπιμα στο βιβλίο το κυπριακό παράδειγμα, το οποίο αν και θεωρείται περιφερειακό, έχει να προσφέρει πολλά στο υπό εξέταση θέμα: όχι μόνο γιατί όλους τους Κύπριους ποιητές απασχολεί η ιστορία με έναν τρόπο θα έλεγε κανείς απτικό, στο πετσί τους, ιδίως μετά την εμπειρία του Αγώνα του ’55-’59 και την εισβολή του ’74, αλλά και γιατί η ιστορική συνείδηση αυτών των ποιητών διαμορφώνεται εν πολλοίς και από την αμφίθυμη ή συμπλεγματική (όπως θέλετε πείτε το) σχέση μάνας-κόρης, για την ακρίβεια της μητέρας ή μητριάς πατρίδας και των απορφανισμένων ή προδομένων παιδιών της (και πάλι όπως θέλετε πείτε το). Επέμεινα στον Μόντη που θεωρείται ο πιο καταξιωμένος νεότερος ποιητής της Μεγαλονήσου, εξετάζοντας την αποδόμηση του επίσημου ιστορικού αφηγήματος στις Στιγμές (κεφ. 5), αλλά η έρευνα θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί και σε πολλούς άλλους Κύπριους ποιητές, ειδικά στα μετά την εισβολή ποιήματά τους.
5. Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό σκέλος του ζητήματος, τον ορισμό και τη διάκριση της ιστορικής και της μυθικής μεθόδου, το οποίο πραγματεύομαι κυρίως στην «Εισαγωγή» και στον «Επίλογο», από την ανάλυση των παραδειγμάτων κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η διαφορά των δύο μεθόδων δεν έγκειται τόσο στα στοιχεία (μυθολογικά ή ιστορικά) που χρησιμοποιούνται, όσο μάλλον στην «πλοκή» τους (η ιστορική μέθοδος δεν συμφύρει) και, εντέλει, στην ιδεολογική λειτουργία της μεθόδου: η μυθική «μνημειώνει» την ιστορία, την καθιστά μύθο (ο «μύθος» του ’21, το «αθάνατο» Μεσολόγγι, το «έπος» του ’40, κ.ο.κ.). Η ιστορική μέθοδος από την άλλη, με εμβληματικό το παράδειγμα του Καβάφη, ιστορικοποιεί τον μύθο, τη «μυθική» πρόσληψη του παρελθόντος, και τείνει στην απο-ιεροποίηση της ιστορίας και στον αφ-ηρωισμό των ιστορικών προσώπων, των πρωταγωνιστών, καθιστώντας τα κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης που υπόκειται σε κοινούς ιστορικούς νόμους: την αιτιότητα, την πολυπαραγοντικότητα, τη σχετικότητα της σκοπιάς. Επιτρέπει συνάμα να αναδυθούν πρόσωπα και πράγματα αγνοημένα, παραγνωρισμένα, καθώς και απωθημένα συλλογικά τραύματα και ανομολόγητες αλήθειες.
Η διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων, που αφορά καταρχήν την ποιητική, την ιστορική συνείδηση του κάθε ποιητή, έχει αντίχτυπο και στην τεχνική: στον τρόπο, ή μάλλον στους τρόπους αντικειμενικής συστοιχίας παρόντος-παρελθόντος. Οι «μυθικοί» ή «μυθιστορικοί» ποιητές χρησιμοποιούν το παρελθόν (είτε ιστορικό είτε μυθικό) ως αντικειμενικό σύστοιχο του παρόντος με γραμμικό τρόπο, σε μια «ταυτόχρονη τάξη». Το εκάστοτε ιστορικό γεγονός συνταυτίζεται με άλλα μνημειώδη γεγονότα του έθνους, σε μια υπεριστορική προοπτική που έχει τα χαρακτηριστικά συμβολικού «τόπου» προσλαμβάνοντας μυθικές (καθολικές) διαστάσεις. Γι’ αυτό και οι εν λόγω ποιητές χρησιμοποιούν ανάλογους ρητορικούς τρόπους: την παρομοίωση, την (πρόδηλη) αλληγορία, τον συμφυρμό (συμπερίληψη είτε διαφορετικών ιστορικών περιόδων και προσώπων είτε συναιρώντας στοιχεία του μύθου, λαϊκών παραδόσεων και θρύλων με γεγονότα της ιστορίας μέσα στο ίδιο έργο/ποίημα). Αντιθέτως, οι «ιστορικοί» ποιητές σαν τον Καβάφη υποβάλλουν τη σχέση συγχρονίας – διαχρονίας όχι γραμμικά και μονοσήμαντα, αλλά με τρόπο ειρωνικό, διαλεκτικό: ο Καβάφης δεν ταυτίζει εποχές στο ίδιο ποίημα αλλά συγκρίνει εποχές σε σύστοιχα ποιήματα, κάνει ιστορικό το άμεσο βίωμα και βιωματικό το απώτερο ιστορικό γεγονός, η τεχνική του δεν είναι μονοφωνική ή ταυτοχρονική αλλά ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι αντικατοπτρισμών (βλ. την ομώνυμη ενότητα στο κεφ. 2). Για τον Καβάφη, εν ολίγοις, η ταυτότητα του ελληνισμού και γενικά η εμπειρία των ανθρώπων στον ιστορικό χρόνο συγκροτείται από την ετερότητα, τη σχετικότητα, τη δράση των «στοχαστικών προσαρμογών».
Αυτές οι διαφορετικές ποιητικές είναι, εντέλει, πολιτισμικά δεσμευμένες. Στον μακρύ αιώνα του εθνικισμού κυριαρχεί η μυθική μέθοδος. Στον (μετα)μοντέρνο κόσμο κυριαρχεί η ιστορική (σχετικιστική) μέθοδος, που φτάνει ως τη «μείξη των ειδών» σε επιστημολογικό και ειδολογικό επίπεδο (η συζήτηση για την «ιστορική αφηγηματολογία», από τη μια, και το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα ή docudrama, από την άλλη, είναι δύο καλά παραδείγματα αυτού που λέω). Η σχέση βέβαια δεν είναι γραμμική. Υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι εξαιρέσεις, κάποτε κορυφαίες: π.χ. ο «εθνικός» αλλά στην πραγματικότητα πολύ «έτερος» Σολωμός στον εθνοκεντρικό 19ο αιώνα. Από την άλλη, υπάρχουν συγγραφείς του μοντερνισμού –και της μεταμοντέρνας εποχής μας– που γράφουν με μυθική μέθοδο.
Οι σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας είναι φυσικά μια θάλασσα πλατιά, στην οποία κανείς κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πνιγεί με τη μικρή βάρκα του – θέλω να πω, την ειδικότητά του. Η βιβλιογραφία είναι αχανής και όλοι, όχι μόνο οι λογοτέχνες αλλά και οι μελετητές, δίνουν τη δική τους κατάθεση για το πώς αισθάνονται την ιστορία μετουσιώνοντάς τη σε «ιστορική συνείδηση».
Τι κομίζει ο παρών τόμος συνοπτικά: α) δίνει ένα περίγραμμα του προβλήματος σε θεωρητικό και κειμενοκεντρικό-συγκριτολογικό επίπεδο, με έμφαση στην ποίηση, κάτι που έλειπε· β) αναδεικνύει τον βιολογισμό που υπόκειται στην πρόσληψη της ιστορίας από τους ρομαντικούς και μεταρομαντικούς ποιητές (π.χ. Παλαμάς, Λιπέρτης)· γ) συζητάει και ελέγχει στα κείμενα τα πορίσματα της έρευνας για τον ιστορικό Καβάφη, εστιάζοντας στις πιο έγκυρες συμβολές (Σαββίδης, Δάλλας, Keeley, Βαγενάς, Καγιαλής κ.ά.)· δ) αναδεικνύει τα όρια (ή τις εμμονές) της σεφερικής ανάγνωσης στον ιστορικό Καβάφη· ε) κάνει μια νέα ερμηνευτική πρόταση για ποιήματα του Σεφέρη, της κυπριακής συλλογής, που συνήθως δεν αναλύονται ή αναλύονται στενά φιλολογικά, σαν να τελούν σε ιστορικό κενό («Περίχωρα», «Πραματευτής»)· στ) επανεξετάζει, διαβάζοντας κριτικά τον Μαρωνίτη, τη μέθοδο –«χρονογραφική» κατ’ αυτόν, μυθιστορική υπό την ευρεία έννοια– σύνολης της συλλογής του Σεφέρη, μέθοδος η οποία επηρεάζει ουσιαστικά όλη τη μετά τον Σεφέρη ελληνο-κυπριακή ποίηση (μεταπολεμικοί, Κύπριοι ποιητές της γενιάς της Εισβολής)· ζ) δείχνει τι σημαίνει «ιστορία από τα κάτω» και «αντι-ιστορία», με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την ποίηση του Μόντη· τέλος, η) προτείνει στην «Εισαγωγή» και επιχειρεί στον «Επίλογο», μετά από την ανάλυση των δεδομένων στα ενδιάμεσα κεφάλαια, μια συστηματοποίηση του όλου προβληματισμού και του ορισμού ιστορικής και μυθικής μεθόδου: διάκριση μεταξύ μεθόδου και τεχνικής ή τεχνικών, τυπολογία των τρόπων αντικειμενικής συστοιχίας παρόντος-παρελθόντος και των σχετικών ρητορικών μέσων-σχημάτων.
Εν κατακλείδι, παρά τις αναπόφευκτες ελλείψεις, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί ότι το βιβλίο αυτό αναμετριέται με το πρόβλημα κατά τρόπο όχι επιφανειακό αλλά με επίγνωση της πολυπλοκότητας και του εύρους του, όπως δείχνουν μεταξύ άλλων τα «Ευρετήρια», ειδικά εκείνο των όρων, που δεν συνηθίζεται σε ανάλογες μελέτες αλλά είναι σημαντικό για τη χαρτογράφηση των ζητημάτων και έναν βασικό προσανατολισμό του αναγνώστη. Το δέον θα ήταν αυτή η προσπάθεια και όσες ομόλογες έχουν επιχειρηθεί είτε από τη πλευρά των φιλολόγων είτε από την πλευρά των ιστορικών να γίνουν η αφορμή για μια συντονισμένη συν-εργασία ιστορικών και φιλολόγων, όπου οι οπτικές θα διασταυρώνονται: σε ένα ερευνητικό πεδίο αναπόφευκτα διεπιστημονικό, όπως είναι οι σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας, αυτό δεν είναι μόνο ευχής έργον αλλά αναγκαίο μεθοδολογικό ζητούμενο.
Η Αφροδίτη Αθανασοπούλου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ιστορία και λογοτεχνία σε διάλογο, ή Περί μυθικής και ιστορικής μεθόδου
Μια ανίχνευση στη νεοελληνική ποίηση του 19ου και του 20ού αιώνα
Αφροδίτη Αθανασοπούλου
Επίκεντρο
ISBN 9789604586615
Τιμή: €18
πηγή : diastixo.gr