Γιώτα Αργυροπούλου: «Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό»
Μες στου Αιγαίου τα νερά τρία νησιά αρμενίζουν. Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό μας καλεί ο τίτλος της Γιώτας Αργυροπούλου, την άγονη κάποτε γραμμή και σήμερα στολίδι του Αιγαίου, γόνιμη και τουριστική.
Πολυταξιδεμένο, πολυτραγουδισμένο, φωτεινό και φρέσκο, νέο και παλαιό, πολύπαθο, πικρό, αλλά πάντα γαλανό.
Η ποιήτρια σε τρεις ενότητες θα τραγουδήσει το Αιγαίο, θα ξετυλίξει τον μύθο του, το θαύμα του, τον πολιτισμό του και τα πάθη του, παλιά και νέα.
Δεν έχει σημασία αν άλλοι μεγάλοι ή μικροί έψαλλαν τα νησιά. «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε ο Ελύτης και Άξιον Εστί το τόλμημα.
Ενότητα πρώτη –«Ακταιωρός»–, πλεούμενο για την περιφρούρηση ακτών: «εφτά χρονών αντίκρισα τη θάλασσα», ενώ ο πατέρας, στο άλογο καβάλα, ποτέ του δεν την είδε. Και το θαύμα αρχίζει: το πλοίο «το άρπαξε ο ουρανός / στο φως» και αναλήφτηκε. Όταν δυο πλοία της άγονης γραμμής διασταυρώνονται μοιάζουν «αντικριστή φιγούρα μπάλου». «Σίκινο-Ανάφη αναμεσίς / έπιασαν δυο δελφίνια» σαν να είναι εκείνα «της ζωφόρου / που περιτρέχει τη Δυτική οικία / του Ακρωτηρίου Θήρας», τα «ζωνοδέλφινα… σαν μισοφέγγαρα… αέναη Τοιχογραφία Στόλου». Αυτά στη θάλασσα∙ και στη στεριά, η «ξερολιθιά», ο «Ιούλιος», «η δροσιά της νύχτας», «το σπίτι με τη στέρνα του», «το πέτρινο αλωνάκι», ο τόπος που «στρατολόγησε τις πέτρες του / καταντικρύ στο φως». Οι βράχοι με το αλάτι, σαν έφηβοι ηλιοκαμένοι και «γυμνοί». Οι γλάροι που «ζυγίζουν τα φτερά τους», η Παναγιά με τα ονόματά της, η «ραψωδία με βιολί και λαούτο». Το αστραφτοβόλημα του Αιγαίου θαμπώνει τα μάτια, η αίσθηση ξυπνάει τη διαίσθηση.
Θα έπρεπε μήπως να ακυρώσουμε τον Όμηρο επειδή «στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» δεν έχουν πέραση τα κλέα; Ευτυχώς που η ποιήτρια μας καταθέτει εκείνο το «ματαίως», ζωσμένο ασφυκτικά από την περίσταση. «Δεν τον αντέχει η ψυχή μου, περισσά ωραίος στέκει στα πόδια του» έλεγε ο Καζαντζάκης για τον Παρθενώνα∙ μήπως θα έπρεπε να τον γκρεμίσει επειδή ξεπερνά το μπόι του;
Το χρώμα και το φως, το όνειρο και το θαύμα, έρχονται να σχολιάσουν δυο σύγχρονοι ποιητές με προφανείς αιτίες: «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου» (Αναγνωστάκης) και «Όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση / να πλημμυρίζει τα σαλόνια, εγώ σωπαίνω» (Κατσαρός) και η Αργυροπούλου: «Στίχοι εμβληματικοί / που αποστήθισα και εγώ / ματαίως». Ματαίως, γιατί ξένη αίσθηση δεν αποστηθίζεται, απλώς παπαγαλίζεται. Ο κάθε ποιητής και οι αφετηρίες του∙ πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και άλλες. Ανάλογοι και οι στίχοι. Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κακοσμημένον Και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ.
Θα έπρεπε μήπως να ακυρώσουμε τον Όμηρο επειδή «στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» δεν έχουν πέραση τα κλέα; Ευτυχώς που η ποιήτρια μας καταθέτει εκείνο το «ματαίως», ζωσμένο ασφυκτικά από την περίσταση. «Δεν τον αντέχει η ψυχή μου, περισσά ωραίος στέκει στα πόδια του» έλεγε ο Καζαντζάκης για τον Παρθενώνα∙ μήπως θα έπρεπε να τον γκρεμίσει επειδή ξεπερνά το μπόι του; Είτε μας αρέσει είτε όχι, το Αιγαίο, Αιγαίο είναι. «Μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη» και ας είναι παραμονή θανάτου.
Πιο κάτω θα αναρωτηθεί: «Τι ξέρω εγώ από το αιγαίο φως; / Από τη μεταφυσική του φοβάμαι δεν ξέρω τίποτα»∙ σαν τον Σωκράτη, «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Γιατί πολύ καλά αναγνωρίζει τη μεταφυσική, όταν με φως «τοιχογραφία βυζαντινή τα δειλινά / αγιογραφεί τους βράχους». Όταν με αληθινή κατάπληξη «από το χρώμα του Απόλλωνα… αναπολούσα δρυς και τα πλατάνια του Μοριά». Όταν «Άνοιξε και η δική μου η καρδιά στο θαύμα», όταν η Κάλλας «το ’σκασε / από το σήμα και τον τάφο / και δονείται στο Αιγαίο / στων κυμάτων το βιμπράτο / πάλι αντηχώντας». Μα αφού η ψυχή του Έλληνα είναι πάντα συνδεδεμένη με το μεταφυσικό, και το θαύμα είναι προέκταση της καθημερινής ζωής του.
Ενότητα δεύτερη, «Απόπλους». Τώρα πια μπαίνουν στους στίχους και άλλα νησιά που «το χάραμα αναδεύονται / στης αυγής τα σπάργανα». Από τη μακρινή Τήλο έρχεται η δεκαεννιάχρονη Ήριννα με την Ηλακάτη της. Κι ο πατέρας: «Τόσες θάλασσες εδώ κοντά, πας και οργώνεις τα ξερονήσια. / Εκεί πηγαίνανε τους εξορίστους παλιά». Σωστά, αυτά τα νησιά, που σαν πολύτιμους λίθους έσπειρε από ψηλά ο Θεός, όπως είπε ο Ζακ Λακαριέρ, στιγμάτισε η ιδιοτροπία της ιστορίας, μέχρι να έρθει η ίαση και αναβάπτισή τους με του ποιητή το ανάβλεμμα ή έστω και του ορθολογισμού το συνάλλαγμα.
Ήδη, όμως, το κλίμα έχει αλλάξει. Στην Ικαρία οι άνεμοι βγήκαν από το ασκί, γιατί «οι νήπιοι τους έλυσαν / και πώς να τους μαζέψεις», «τα Ανεμοτάφια» πιο πέρα «πως είμαστε αθύρματα θυμίζουν», κάτω από τον άσπρο ασβέστη το λουλακί παραμονεύει: Λουλάκι ο τοίχος, «λουλάκι ο ουρανός / η θάλασσα λουλάκι / λουλάκι κι ο καημός στην Αμοργό», κι ο Γκάτσος: μια καμπάνα βάφει τον ουρανό με λουλάκι και όλα του θανάτου μοιάζουν. Αν και η Αμοργός-νησί δεν σχετίζεται με την Αμοργό-συλλογή, ο συνειρμός, τόσο στενός και τόσο υπαινικτικός, σαν μίτος μας τραβάει.
Κι ο χρόνος τρέχει. Ένα δεκατετράχρονο αγόρι κάποτε, που τώρα έγινε άντρας, ήθελε «Μόνο να δει στο φεγγαρόφωτο το στήθος της» («Το στήθος νέας γυναίκας άρθρο μελλοντικού συντάγματος» είπε ο ποιητής), σ’ ένα σοκάκι «φιλήθηκαν παράφορα στο στόμα» και τώρα όχι πια. Στο λιμάνι τα καράβια με τα παράξενα ονόματα, «χάι-σπιντ, μπλου σταρ, και σούπερ φέρι» εκτόπισαν τον «Ταξιάρχη», την «Ελεούσα», τον «Πανορμίτη». Χάθηκε η μεταφυσική, η πίστη πως και μόνο το όνομα αρκεί για το καλό ταξίδι, την κατάπιε η εξέλιξη. Ωστόσο, η «Κυρία Μαρία» και η «Ζαμπέτα» είναι εκεί∙ και ο «Αρχίλοχος» με την ασπίδα του από πάντα.
Κι έρχεται η τρίτη ενότητα, «Σαν φουσκοθαλασσιά». Το Αιγαίο γίνεται η θάλασσα των μεταναστών και των προσφύγων, των απελπισμένων που τρέχουν να πνιγούν στα γαλανά νερά του. «Κανένας ξύλινος σταυρός δεν θα δηλώνει / τη βάσανό τους επί γης». Μια περιδιάβαση στα αρχαία νεκροταφεία και στα μνημόρια αρκεί για να μελετά η ποιήτρια τα «μαύρα λουλούδια»που πνίγηκαν. Σαν φουσκοθαλασσιά ο καιρός φέρνει «μπουλούκια τους ανθρώπους απ’ τον τόπο τους / με μπόγους, μωρά στην αγκαλιά / και την καρδιά ξεριζωμένη».
«Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια, / η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό» είπε ο Σεφέρης, γιατί, όσο και να κοιτάξουμε από κοντά δεν θα δούμε τι κρύβει ο βυθός της. Και όσο και αν «σηκώνεται κι ουρλιάζει» πάντοτε παραμένει «Θάλασσα της θαλάσσης» λέει ο Εμπειρίκος που ξέρει και από καράβια και από θάλασσες.
Σε Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό, σε όλα τα νησιά του Αιγαίου η Γιώτα Αργυροπούλου μας ξενάγησε στα θαύματα της φύσης και του ανθρώπου, πλασμένη η ίδια από ιδέα, χώμα και ποιητικό νερό και μια καρδιά που όλα τα χωράει. Το όνειρο, το θαύμα, τη ζωή όπως είναι και τη θλίψη που δεν είναι, όπως έπρεπε να είναι.
Και οι αντινομίες ισχύουν πάντα. Και η ποιήτρια αργοπορεί στο ωραίο Αιγαίο με τη σύγχρονη θλίψη.
Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό
Γιώτα Αργυροπούλου
Gutenberg
77 σελ.
ISBN 978-960-01-1879-7
Τιμή: €8,00
πηγή : diastixo.gr