Γιώργος Βέης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά. Το πρώτο του βιβλίο, Φόρμες και άλλα ποιήματα, εκδόθηκε το 1974. Ακολούθησαν άλλα έντεκα βιβλία ποίησης, έως το Μετάξι στον κήπο (Ύψιλον, 2010). Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Υπηρετεί στον διπλωματικό κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε πρόξενος στη Νέα Υόρκη, γενικός πρόξενος στο Ντόρτμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ-Πρινσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουινέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Το 2010 τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ.
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000, για το βιβλίο Ασία, Ασία, και με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας το 2010, για το βιβλίο Από το Τόκιο στο Χαρτούμ. Η ποιητική του συλλογή Λεπτομέρειες κόσμων ( Ύψιλον, 2006) απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2007. Το 2012 του απονεμήθηκε ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα. Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του. Τον Ιούλιο του 2015 προήχθη κατ' απόλυτη εκλογή από τον βαθμό του Πληρεξούσιου Υπουργού Α' στον βαθμό του Πρέσβεως και διορίστηκε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UNESCO.
Από πότε ξεκινήσατε να διαβάζετε ταξιδιωτικά βιβλία;
Πριν αρχίσω να διαβάζω ταξιδιωτικά βιβλία, είδα στον κινηματογράφο, αρκετές μάλιστα φορές, όταν ακόμα ήμουν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου, τόσο την πασίγνωστη Οδύσσεια, με τον Κερκ Ντάγκλας στον κεντρικό ρόλο, όσο και τη λιγότερο διάσημη Αργοναυτική Εκστρατεία. Οι γονείς μου δεν κατέκριναν ποτέ αυτές τις εμμονές. Με ενίσχυαν μάλιστα στον τομέα της εξωσχολικής εμπειρίας. Τους ευγνωμονώ. Καθοριστικά τα εν λόγω βιώματα. Γύρω στα δώδεκα προσγειώθηκα με ασφάλεια και στον κοντινό πλανήτη του Ιουλίου Βερν. Ήταν ασφαλώς η αρχή ενός ατέρμονου ταξιδιού. Μια περιπλάνηση πρόνοιας.
Ποιοι συγγραφείς σάς γοήτευσαν και σας έκαναν τα ταξιδέψετε μαζί τους;
Ήταν ο Ηρόδοτος. Μονίμως δίπλα μου ο Όμηρος και των δύο επών. Ο Παυσανίας. Κι ο Νίκος Καζαντζάκης, σύντροφός μου από τα χρόνια του γυμνασίου. Ο Κώστας Ουράνης. Στη συνέχεια, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Μάρκο Πόλο, ο Κλαούντιο Μάγκρις. Ο Ελίας Κανέττι, ο Πολ Κλοντέλ, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Βίκτωρ Σεγκαλέν. Και βεβαίως ο Μπασό, ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο Οκτάβιο Πας.
Η διαμονή σας για αρκετές δεκαετίες στο εξωτερικό συνέβαλε στη στροφή σας προς τη συγγραφή;
Ήταν αναπόφευκτο. Το έξω κατέστη κι αυτό ένδον. Το Άλλο εξελίχθηκε σε Οικείο. Η γραφή δοκίμασε να εξασφαλίσει τις συνθήκες των ευεργετικότερων για την περίσταση ωσμώσεων. Έπρεπε δηλαδή να περάσει στο χαρτί, στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή το δίδαγμα της προσαρμογής στην ετερότητα, χωρίς να διαφοροποιηθεί η ταυτότητα. Το μάθημα της απόλαυσης, δηλαδή.
Γράφετε μέσα από τις εμπειρίες σας ή φτιάχνοντας με τη δημιουργική φαντασία σκηνές που θα μπορούσαν να συμβούν;
Όπως δηλώνουν οι υπότιτλοι όλων ανεξαιρέτως των βιβλίων μου περί ταξιδίων, όλα όσα εκθέτω αφορούν αποκλειστικά σε μαρτυρίες. Υλικό ιδιαίτερα διευρυμένο από τη φύση του. Δεν αφήνει συνεπώς ούτε χώρο, ούτε χρόνο για την παραμικρή επινόηση.
Ποια είναι τα μέρη όπου θέλετε να ταξιδέψετε και να τα γνωρίσετε στους αναγνώστες;
Θα ήθελα να επισκεφθώ ξανά και ξανά την πατρίδα του Χο Τσι Μινχ, το Μεξικό, τη Μελβούρνη, τη Νέα Ζηλανδία και φυσικά τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Ποια βιβλία σας είχαν τη μεγαλύτερη ανταπόκριση εκ μέρους των αναγνωστών;
Από μια άποψη οι επτά επανεκδόσεις, από το 1983 έως σήμερα, του Βιβλίου των φανταστικών όντων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες σε μετάφρασή μου σημαίνει πολλά. Άλλωστε, τα όσα μεταφράζουμε δεν είναι δικά μας κι αυτά; Κατά τα άλλα, τη μεγαλύτερη ανταπόκριση νομίζω ότι τη μοιράστηκε, ως τώρα, τόσο η ποιητική μου συλλογή με τίτλο Βλέπω των εκδόσεων Ύψιλον (2013), όσο και το Παντού (μαρτυρίες, μεταμορφώσεις) των εκδόσεων του Κέδρου (2015).
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο Ινδικοπλεύστης;
Είναι το όγδοο έργο στη σειρά των «Μαρτυριών» μου, τις οποίες εκδίδει αποκλειστικά ο ιστορικός οίκος του Κέδρου. Το πρώτο βιβλίο της σειράς αυτής, με τίτλο Ασία, Ασία, κυκλοφορήθηκε το 1999 και απέσπασε, ως γνωστόν, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας έναν χρόνο μετά. Έρχεται, δηλαδή, ο Ινδικοπλεύστης να συμπληρώσει ορισμένες πτυχές των εικόνων που προηγήθηκαν. Συνιστά μέρος της πολυεπίπεδης σύνθεσης χωρο-γραφών, το πέρας της οποίας αγνοώ προσώρας. Εξ και η δήλωση «η συνέχεια στο επόμενο» στην τελευταία του σελίδα.
Βιετνάμ, Ινδία, Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία. Κόσμοι μυθικοί! Πώς τα μεταφέρατε στις λευκές σελίδες του βιβλίου;
Η γραφή ήταν και είναι ο απαραίτητος κόμβος των συγκοινωνιών. Οι λέξεις αναλαμβάνουν το βάρος ν’ αποδώσουν την πραγματικότητα του ονειρικού, το οποίο αναβαθμίσθηκε προοδευτικά σε απτή περιδιάβαση-διαμονή-επαγγελματική δραστηριότητα. Τα υπόλοιπα ήταν/είναι ζήτημα έκθεσης βιωμένων νερών, προσώπων και χωμάτων. Να το διατυπώσω διαφορετικά: οι χώρες αυτές μεταλλάχτηκαν από απρόσιτοι σημασιολογικοί δείκτες που ήταν στην αρχή σε: βλέπω-είδα.
Μου έκανε εντύπωση ότι οι θίασοι αποτελούνταν από τους κατοίκους των χωριών. Δεν είναι πρωτότυπη αυτή η επινόηση;
Ίσως για εκείνους η άμεση συμμετοχή στα θεατρικά δρώμενα να αποτελεί ένα αναγκαίο και ικανό παραπλήρωμα βίου. Στην κυριολεξία του όρου. Σε απόλυτο, εννοώ εδώ, βαθμό. Αναφερόμαστε βεβαίως στην ανθρωπολογική ιδιοπροσωπία του Μπάλι του Αρχιπελάγους της Ινδονησίας.
Γράφοντας, δεν παύω να λειτουργώ ως ποιητής. Αλλά και ως μελετητής-κάτοικος-περιηγητής του Οίκου της λογοτεχνίας. Κι είναι βεβαίως τόσο αναπόφευκτο, όσο και αυτονόητο αυτό. Εξ ου και οι ασίγαστες αναφορές μου στο κεκτημένο της δημιουργικής γραφής εν γένει.
Μέσα στις περιγραφές σας αναμειγνύετε και μυθικά πρόσωπα της ποίησης και της λογοτεχνίας. Για ποιο λόγο;
Γράφοντας, δεν παύω να λειτουργώ ως ποιητής. Αλλά και ως μελετητής-κάτοικος-περιηγητής του Οίκου της λογοτεχνίας. Κι είναι βεβαίως τόσο αναπόφευκτο, όσο και αυτονόητο αυτό. Εξ ου και οι ασίγαστες αναφορές μου στο κεκτημένο της δημιουργικής γραφής εν γένει. Στη βιβλιογραφία των εκάστοτε παραθεμάτων φαίνεται άλλωστε καθαρά το συγκεκριμένο δρομολόγιο του διακειμενικού ταξιδιού στην ολότητά του.
Στα πρόσωπα, γράφετε, διαβάζω παντού την ειλικρίνεια. Στα πρόσωπα, στη συμπεριφορά, στις ματιές του ελέους και της καρτερίας. Τι έχουν αυτοί οι άνθρωποι που τους κάνει να ξεχωρίζουν;
Τους ξεχωρίζει το ότι είναι εν τέλει τόσο... κοντά μας. Τόσο προσιτοί ξαφνικά. Το γεγονός και μόνον ότι θα μπορούσαν να ήταν, φέρ’ ειπείν, οι ενδιαφέροντες νέοι γείτονές μας, που θα ήθελαν να μοιραστούν μαζί μας τις όποιες αλήθειεςτους. Η επιβεβαίωση άλλωστε στοιχειωδών αρχών, οι οποίες τονίζουν την κοινότητα, την ομοιότητα, τους καθιστά συνεπείς με τα πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία ενδεχομένως έχουμε. Εκεί που θα περιμέναμε, π.χ., τη ριζική αντίθεση ή τη χασμωδία των εαυτών, εμφανίζεται ένας ακόμη σύντροφος στα «πάθια, στους καημούς του κόσμου», για να θυμηθούμε εδώ έναν εσωτερικό ταξιδευτή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Συγκρατώ επίσης για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής και τα εξής χαρακτηριστικά: «Πρώτα απ' όλα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα πράγματα είναι φτιαγμένα από τη φύση τους έτσι που να καταστρέφονται από την έλλειψη ή την υπερβολή, όπως βλέπουμε να συμβαίνει με τη σωματική δύναμη και τη υγεία...» (βλ. Ηθικά Νικομάχεια Β', 1104 a, 13-16). Δεν βρήκα κάποιον και στις πέντε ηπείρους, όπου βρέθηκα διαδοχικά, να ξεφεύγει από την αριστοτελική αυτή συνεπαγωγή. Τη θέση του λεγομένου εξωτικού προσώπου έρχεται εν ολίγοις να τη διαδεχθεί ο ημέτερος από τα ξένα.
Το βιβλίο σας το αφιερώνετε στον πατέρα σας που ταξίδεψε στον Ινδικό ωκεανό. Ποιες ήταν οι εντυπώσεις του; Οι αφηγήσεις του κατά πόσο σας επηρέασαν στη ζωή σας;
Ο πατέρας μου, θυμάμαι, αντί να μου λέει παραμύθια, όταν ήμουν μικρός, του άρεσε να αφηγείται περιστατικά από τα ταξίδια του. Μνημόνευε ιδίως λεπτομέρειες από εκείνο το πιο μακρινό, στη χώρα, εννοώ, του Βούδα και του Μαχάτμα Γκάντι. Ως έφεδρος ασυρματιστής αντιτορπιλικού, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έφτασε ως τη Βομβάη, ως την Καλκούτα. Περπάτησε στις κεντρικές τους λεωφόρους, στα πάρκα, στις φτωχογειτονιές. Δεν ένιωσε κανένα είδος φόβου, αλλά συμπόνια. Όχι από κατανόηση, αλλά από μιαν παρόρμηση αλληλεγγύης, όπως μου τόνιζε χαρακτηριστικά. Η συντροφικότητα, η αβίαστη έλξη προς την ετερότητα, όπως προέκυπτε στην πράξη: κάπως έτσι τα αντιλαμβάνομαι τώρα όλα αυτά, καθώς απαντώ στην ερώτησή σας. Τον είχαν καθηλώσει βέβαια οι αντινομίες, οι οποίες καθόριζαν τότε την καθημερινότητα των Ινδών σ’ εκείνες τις πόλεις-λαβυρίνθους. Οι διηγήσεις του πάντως με γοήτευαν. Κι ας τις ξανάκουγα κατ’ ανάγκην πολλές φορές. Οι επαναλήψεις συντηρούσαν ένα καλοδεχούμενο καθεστώς μαγείας. Ήταν ένα είδος φροντιστηρίου στο παρ’ ολίγον μυθικό στοιχείο, στο μη-μυστήριο του Κόσμου.
Στα κείμενά σας διακρίνουμε μια μουσικότητα. Μήπως η ποίηση στρογγυλεύει και καθορίζει το τέμπο της διαδοχής των εντυπώσεων και των συνειρμών;
Όταν ταξινομώ κι αποτυπώνω μαρτυρίες, δεν παύω να δρω και ως ποιητής. Ανάλογα, επίσης, διατυπώνω παραπάνω. Το ποιητικώς οράν διαμορφώνει κατά συνέπεια τους όποιους κανόνες των περιγραφών. Είναι το μήκος κύματος, για να το αποδώσω αλλιώς, όπου μεταφέρεται το μήνυμα, η πρωταρχική εντύπωση, το σκίρτημα της κρίσιμης συγκίνησης. Εξ ου και η συμμόρφωση του γράμματος στους εγγενείς ρυθμούς. Το ζητούμενο εκασταχού εκάστοτε είναι λοιπόν η αρμονική, ει δυνατόν, ζεύξη του μουσικού τόνου με τις οροσειρές, τις λίμνες, τα κοιμητήρια, τα λιμάνια, τις κινήσεις των ανθρώπων στη σκακιέρα της βιοτής.
Ποιο μέρος δεν έχετε επισκεφτεί και θα θέλατε να το δείτε;
Την Ίμβρο.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ταξίδεψαν ποτέ. Τι θα λέγατε σε αυτούς τους συνανθρώπους μας;
Θα τους χάριζα αυτές τις σκέψεις: «Να ταξιδέψω; Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στον σιδηρόδρομο του κορμιού μου, ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως, τελικά, είναι και τα τοπία. Εάν φαντάζομαι, βλέπω. Τι παραπάνω κάνω ταξιδεύοντας; Μόνο μια αδυναμία ακραία της φαντασίας δικαιολογεί τη μετακίνηση σαν μέσο πλήρωσης των αισθήσεων [...] Στην πραγματικότητα, η άκρη του κόσμου, όπως και η αρχή του, είναι η προσωπική μας σύλληψη του κόσμου. Μέσα μας είναι που τα τοπία έχουν τοπίο. Γι’ αυτό, όταν τα φαντάζομαι, τα δημιουργώ· αν τα δημιουργώ, υπάρχουν· κι εφόσον υπάρχουν, τα βλέπω όπως βλέπω και τα άλλα. Γιατί να ταξιδέψω; Στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο, στην Περσία, στην Κίνα, στον καθένα από τους δύο πόλους – πού αλλού θα βρισκόμουν παρά μέσα σε μένα τον ίδιο, με τη δική μου ιδιαιτερότητα και τον δικό μου τρόπο να αισθάνομαι. Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι. Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε» (Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας, επιλογή κειμένων-πρόλογος-μετάφραση: Άννυ Σπυράκου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1989).
Ινδικοπλεύστης
Μαρτυρίες, παρεκβάσεις
Γιώργος Βέης
Κέδρος
232 σελ.
ISBN 978-960-04-4779-8
Τιμή: €13,30
πηγή : diastixo.gr