Γιώργος Βέης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

2020-07-16 17:59

Γιώργος Βέης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Το 2010, βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Του έχει απονεμηθεί ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στον διπλωματικό κλάδο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Μόνιμος Αντιπρόσωπος στην UNESCO. Σήμερα, πρέσβης επί τιμή. Βραβεία για το πεζογραφικό του έργο: Ασία, Ασία (Κρατικό Βραβείο 2000), Από το Τόκιο στο Χαρτούμ (Κρατικό Βραβείο 2010), Παντού (Κρατικό Βραβείο 2016). Τα δύο πρόσφατα βιβλία του, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις με τίτλο Εκεί (Εκδόσεις Κέδρος) και η ποιητική συλλογή με τίτλο Βράχια (Εκδόσεις Ύψιλον), ήταν η αφορμή για τη συνομιλία που ακολουθεί.

 

 

Κατ’ αρχάς, ας μιλήσουμε για το βιβλίο Εκεί, από τις Εκδόσεις Κέδρος. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;

Το Εκεί υπομνηματίζει διαδοχικά τοπία από το Βιετνάμ, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδονησία, το Καμερούν και τη Γερμανία. Θα σας παραθέσω ένα απόσπασμα από τα όσα ανέφερε προσφάτως σε κριτική της στο περιοδικό Θευθ η κυρία Ζωή Σαμαρά. Θαρρώ ότι καλύπτει πλήρως το ερώτημά σας. Δηλαδή κατά λέξη: «Εκεί. Το σημαίνον και το σημαινόμενο του τίτλου παίζουν πάνω σε σκηνή θεάτρου. Αναμετριούνται από απόσταση. Το σημαίνον μόνο δύο συλλαβές, μόνο τρία απαλά φωνήματα. Ένα από τα σημαινόμενα, ο μακρινός χώρος, φαντάζει σαν ille tempore, το αντίθετο του “εδώ και τώρα”. Ωστόσο, γιατί το “εκεί” στο νέο ταξιδιωτικό αριστοτέχνημα του Γιώργου Βέη μού δίνει την αίσθηση ότι είναι συνώνυμο του “εδώ”; Αυτό το λιτό, άκρως υπαινικτικό “εκεί” μας ζητά να αφήσουμε το δημιουργικό μας βλέμμα αδέσμευτο, ανυπότακτο. Να ταξιδέψουμε στο χρόνο, που είναι σημαντική διάσταση του χώρου, ενώ καθόμαστε στην πολυθρόνα μας και διαβάζουμε το βιβλίο. Το “εκεί” του ποιητή μας δεν είναι φωτογραφικό υλικό, ούτε φανταστικός τόπος. Πηγάζει από τη δημιουργική θέαση της φύσης, του πολιτισμού, της ζωής. Καθώς με έχει απορροφήσει η ανάγνωση, ένα επίθετο έρχεται στο νου μου να χαρακτηρίσει το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου: Μεγαλειώδες. Ταξίδι σε χώρες μαγικές, ταξίδι στην ψυχή του ποιητή και του αναγνώστη· ο κόσμος γίνεται πολύ μικρός, πολύ οικείος, τον κρατώ σφιχτά από το χέρι, τον προστατεύω, χωράει στην παλάμη μου, χωράει σε λιγότερες από 300 σελίδες· ο κόσμος γίνεται απέραντος και με προσκαλεί στη δική του αγκαλιά». Βεβαίως το ταξιδιωτικό κείμενο είναι το απείκασμα του παρόντος, η αξιόπιστη στις καλύτερες περιπτώσεις απόδοση του λεγόμενου εδώ και τώρα. Η επιστροφή μάλιστα στον ίδιο τόπο, έπειτα από λίγα ή πολλά χρόνια, παράγει μιαν άλλη μυθολογία, ίσως εξίσου εναργή. Ο Αρθούρος Σοπεγχάουερ πρώτος εντόπισε την εγγενή αμφιθυμία, η οποία διακρίνει σταθερά τη σχέση χώρου-χρόνου στον διάκοσμο πάντα των ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Παραθέτω τη σχετική απόφανση: «Πιστεύουμε ότι νοσταλγούμε έναν μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε μόνον τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμασταν πιο νέοι και πιο φρέσκοι. Έτσι λοιπόν μας ξεγελάει ο χρόνος: φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας».

Η ποίησή σας από τη μία και οι μαρτυρίες σας από τόπους που έχετε επισκεφτεί, βρίσκονται για δεκαετίες στον εκδοτικό χώρο. Τι σημαίνει για εσάς το να γράφετε ποίηση;

Η ποίηση, ως γνωστόν, αποτυπώνει –μεταξύ άλλων– ό,τι την ελκύει περισσότερο από την επικράτεια των αοράτων. Ο χρόνος διαμορφώνεται καταλλήλως, ώστε να χωρέσουν στις σχισμές, στα όποια ανοίγματα των εννοιών, όσα κατάγονται από τη ζώνη των αφάτων, χωρίς να χαθεί τίποτε από την ευτυχή έκλαμψη. Αντιστοιχία τυπική με το σατόρι των Ιαπώνων. Ο χρόνος καθίσταται απόχη του ποιητικού νοήματος. Σε συνδυασμό μάλιστα με ό,τι συμβαίνει στον ταξιδιωτικό χωρόχρονο, θα καταθέσω και τα εξής από την παρακαταθήκη του Ιβ Μπονφουά (1923-2016): «Αγαπώ τα ταξίδια, τα θεωρώ προσπάθειες επιστροφής. Αναζήτηση σημαδεμένη με σταθμούς, κάθε φορά που πλησιάζουμε τόπους οι οποίοι ταιριάζουν στους πόθους μας [...] Μια τέτοια αναζήτηση είναι και η ποίηση: μεριμνά μόνο για τούτο το σημείο του κόσμου που το προϊδεάζομαι, στήνει και ερμηνεύει αυτό το μνημείο της φυσικής ευγλωττίας, όπου θα λάμψει η μέρα που εκείνη ποθεί, η παντού θαμμένη. Ποίηση και ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση και το ίδιο αίμα. Και ξαναλέω, μετά τον Baudelaire, ότι από όλες τις πράξεις τις δυνατές στον άνθρωπο, αυτές είναι οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες». Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία, όπου ο κόσμος, ηλεκτρονικά τουλάχιστον συρρικνώνεται, γίνεται ένα δυναμικό χωριό επικοινωνίας, η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά, να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το κατεξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των α-προσώπων. Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης εγγυάται, μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων θα υπάρχει πάντα ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του Ποιητικού Νου, που έχει το χάρισμα να καταργεί είδωλα και ψεύδη φαινομένων, ό,τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός». Είμαι πεπεισμένος ότι όσο ο κόσμος θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα δρα η ποίηση, ως τάση δηλαδή συντήρησης και επιβίωσης και αφαλκίδευτης αυτοεπίγνωσης του ανθρώπινου παράγοντα, που επιμένει να αντιστρατεύεται στον εξανδραποδισμό του. Ναι, αγαπητή κυρία Μαλισσόβα, το αδιανόητο εκείνο ποτάμι: Η ποίηση ως το νερό του χρόνου, όπου ο καθένας μπαινοβγαίνει στο ίδιο σημείο. Στο ίδιο πάντα πέρασμα, οποτεδήποτε κι αν θελήσει. Η βούληση – ύδωρ των ατελεύτητων στιγμών. Το σταθερό όραμα της ανέκκλητης ακύρωσης της φθοράς. Ό,τι δηλαδή τείνει να επικαλείται ο τυπικός στίχος. Έστω κατά τη γέννησή του. Το δευτερόλεπτο που θέλει κατά βάθος να ταυτιστεί με την αθανασία της Ορμής. Η ποίηση της Τορά, της βιβλικής Πεντάτευχου, είναι, φερειπείν, η διεσταλμένη πραγματικότητα, το δυναμικό παρόν σε διάρκεια. Η ίδια η σκέψη των φορέων της Τορά: το αεί. Εν κινήσει μάλιστα.

Από την άλλη, η καταγραφή εντυπώσεων από διάφορα μέρη που έχετε ζήσει ή έχετε επισκεφθεί είναι συνεχής. Σαν να μην παύει να σας γοητεύει αυτός ο κόσμος.

Ταξιδεύω σημαίνει πρωτίστως ανανεώνω ριζικά την αναγνωστική-αισθητηριακή μου πρόσληψη, αποδέχομαι στο έπακρο τη δυνατότητα της έκπληξης και διαγράφω ει δυνατόν όλες τις εμμονές του πλατωνικού σπηλαίου. Επικυρώνοντας την ικανότητά μου να αφομοιώνω το θαύμα του πλανήτη Γη, αντιλαμβάνομαι εντέλει το Ον. Έστω εξ όνυχος. Γνωρίζουμε ασφαλώς, όπως παραδέχεται ευθαρσώς ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, ότι «ως επί το πλείστον, εμείς οι συγγραφείς επαναλαμβάνουμε τους εαυτούς μας – αυτή είναι η αλήθεια. Έχουμε δύο ή τρεις μεγάλες και συγκινητικές εμπειρίες στη ζωή μας – εμπειρίες τόσο σπουδαίες και συγκινητικές που μας κάνουν να πιστεύουμε, τη στιγμή εκείνη που τις βιώνουμε, ότι αποκλείεται να είχε βρεθεί ποτέ κανείς ως τώρα στην ίδια θέση, το ίδιο θαμπωμένος και κατάπληκτος και νικημένος και τσακισμένος και λυτρωμένος και φωτισμένος και ανταμειφθείς και ταπεινωμένος όπως εμείς. Αργότερα μαθαίνουμε την τέχνη, καλά ή λιγότερο καλά, και λέμε αυτές τις δύο ή τρεις ιστορίες μας –κάθε φορά μεταμφιεσμένες– ίσως δέκα, ίσως εκατό φορές, για όσο καιρό οι άνθρωποι θα ακούνε». Το ταξίδι μάς επιτρέπει να έρθουμε σε άμεση επαφή με την αρχαιολογία των συγκινήσεων, με την επικράτεια των αιφνιδιασμών. Το έδαφος που πατάει με δέος την πρώτη φορά ο επισκέπτης συγγραφέας είναι δυνάμει το παλίμψηστο της γνώσης. Η περιβάλλουσα φύση κατά συνέπεια είναι η ταυτότητα της γραφής σε πρώτο βαθμό, η δε πόλη, ως εκφυλισμένο αρχιτεκτόνημα ή μη, είναι η κιβωτός των εννοιολογικών παραμέτρων, οι οποίες στοιχειώνουν με τη σειρά τους το σήμερα και προκαθορίζουν μαθηματικά το μέλλον. Ασφαλώς: «Στα ταξίδια τα αποδέχεται κανείς όλα, η αγανάκτηση μένει στο σπίτι. Βλέπεις, ακούς και εκστασιάζεσαι με το πιο φοβερό, γιατί είναι καινούργιο. Οι καλοί ταξιδιώτες δεν έχουν καρδιά». Αυτό επισημαίνει ο ρέκτης των οριζόντων και φανατικός της επιμορφωτικής μετακίνησης, ο Ελίας Κανέτι, στο εξομολογητικό του έργο Οι φωνές του Μαρρακές, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το ξένο τοπίο είναι εκείνο που υπαγορεύει πλέον ποιότητες και ποσότητες ερεθισμών και ιδεολογικών αποκρυσταλλώσεων. Διέκρινα τα τοπία έως σήμερα ως παραγράφους, ως στροφές ποιημάτων. Έγραψα και γράφω έξω-εσωτικά, δηλαδή χωροργασμικά, ευχόμενος να διαρκέσει όσο γίνεται περισσότερο το (κάθε) ταξίδι μου.

 Η ποίηση ως το νερό του χρόνου, όπου ο καθένας μπαινοβγαίνει στο ίδιο σημείο. Στο ίδιο πάντα πέρασμα, οποτεδήποτε κι αν θελήσει.

Ποιας χώρας το βιοτικό επίπεδο έχετε ζηλέψει και θα μπορούσατε να ζήσετε εκεί;

Δεν έχω ζηλέψει κάποια συγκεκριμένη χώρα. Η Σάμος, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, ή η Σαντορίνη, από όπου κατάγεται η μητέρα μου, παραμένουν σταθερές αξίες, σταθεροί πόλοι βίου. Θα μπορούσα ασφαλώς να ζήσω παντού όπου υπάρχει σεβασμός στις κοινώς παραδεκτές ποιότητες της ζωής.

Πότε είναι επιβεβλημένο να απομακρυνόμαστε από το Εδώ και να καταφεύγουμε στο Εκεί, ουσιαστικά ή νοερά;

Εξαρτάται από τις αντοχές εκάστου-εκάστης. Υπογραμμίζω: «Το να αγνοούμε είναι εξουθενωτικό. Κι ακόμη περισσότερο να νομίζουμε ότι ξέρουμε». Έχω καρφιτσώσει στον νου μου αυτή τη ρήση του χαρισματικού μυθιστοριογράφου των ΗΠΑ Φίλιπ Ροθ. Θα έπρεπε να ανήκε ασφαλώς στη σφαίρα του αυτονόητου αυτό το σωκρατικής καταγωγής πόρισμά του. Το ταξίδι έρχεται λοιπόν να μας θυμίσει με τη σειρά του πόσο δρόμο έχουμε να κάνουμε ακόμη για να μάθουμε κάτι. Οι ποσότητες και οι ποιότητες της γνώσης φωλιάζουν κι αυτές στις ώρες που έχουμε τα μάτια της ψυχής ανοικτά και θωρούμε/θεωρούμε. Κοντολογίς, το ταξίδι, ιδίως στο καθ’ όλα σημαίνον εσωτερικό της πατρίδας μας, η παραμονή, έστω για λίγο, αλλού, διευρύνει μαθηματικά τις ίδιες τις δυνατότητες της συνείδησης.

Η εξαιρετικά μεγάλη εμπειρία σας στην κριτική βιβλίων έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο για τους νέους ποιητές; Υπάρχει καλό υλικό που συνεχίζει επάξια στον χώρο;

Ίσως η υπόθεση μιας θεαματικής έκπληξης από την πλευρά των νέων να είναι κι αυτή υπόθεση του άμεσου μέλλοντός μας. Δεν αποκλείεται ορισμένοι από τους εν λόγω δημιουργούς να δώσουν λίαν προσεχώς απτά και σοβαρά δείγματα της αποφασιστικής και γενναίας εκείνης υφολογικής και θεματικής τομής τους, η οποία θα τους μετέθετε ενδεχομένως από την κατηγορία των σχεδόν ισοτίμων συντρόφων του λογοτεχνικού τοπίου, στην ομάδα των ρηξικέλευθων, των μεθοδικών ανανεωτών του δημιουργικού λόγου. Συγκρατώ ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα συνοψίζεται σε μικρής έκτασης κείμενα. Στις ευτυχέστερες των περιπτώσεων, η πυκνότητα των εκφάνσεων και η ευφυής επιλογή του κατάλληλου ρήματος υποστηρίζει αποτελεσματικά την όλη κειμενική εξέλιξη του πρωταρχικού σχεδίου. Κατά τα άλλα, εξακολουθεί να ισχύει η γνωστή ελυτική κατηγοριοποίηση: «Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι». Βεβαίως, δεν ξεχνώ ότι η ενίοτε άκρατη σχετικότητα της θεωρητικής πρότασης υπονομεύει την ερμηνεία ως κριτική δεοντολογία. Ο σχεδόν εκκωφαντικός αφορισμός του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν «Δεν διερμηνεύω, διότι αισθάνομαι μέσα στην παρούσα εικόνα σαν να είμαι στον οίκο μου» πιστοποιεί τη μόνη ίσως δυνατή αλήθεια: η σπουδή των θεωρητικών να υποτάξουν τον από τη φύση του ανυπότακτο λόγο λογίζεται ως υψίστη ματαιότητα. Από την άποψη αυτή, οι περιστασιακοί θρίαμβοι της θεωρίας υπήρξαν κατά βάση είτε ακούσια διαφήμιση είτε εκούσια δυσφήμηση της δημιουργικής γραφής. Πάντως, εκεί που οι πολλοί και οι πολλές απλώς πλατειάζουν ή επαίρονται ασυστόλως για τις υποτιθέμενες στιχουργικές γνώσεις τους, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ανοίγουν νέους δρόμους, ανακαλύπτοντας, φευ, τον τροχό, οι επαρκείς του είδους, οι ιδιαίτερα υποψιασμένοι κι εργατικοί, θα συναιρούν και θα ταξινομούν πάντα με περίσκεψη τα όσα πρέπει να διασωθούν μέσα στο δείνα ζέον ποίημα. Συγκρατώ τη στροφή λίγων ποιητών –και νέων μεταξύ αυτών– στην παραδοσιακή μετρική. Χωρίς να είναι πάντα ευτυχείς, οι εμπεδώσεις επιτρέπουν να ανιχνευθεί κάποια στιγμή ένα ολοκληρωμένο αισθητικό προϊόν.

Αλήθεια, υπάρχει κριτική βιβλίου σήμερα ή μήπως πρόκειται για παρουσιάσεις βιβλίων, για τα οποία μιλάμε θετικά και μόνο;

Δεν ανήκω σε όσους γενικεύουν με απόλυτες εκτιμήσεις. Η παρουσίαση ενός βιβλίου ενώπιον κοινού εξ ορισμού λογίζεται θετική. Είναι σαφώς μια γιορτή. Όπως π.χ. τα γενέθλια. Αλλού όμως οφείλει να στοχεύει η κριτική στους κόλπους των εντύπων ή και ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Κι ο νοών νοείτω.

 Το ταξίδι μάς επιτρέπει να έρθουμε σε άμεση επαφή με την αρχαιολογία των συγκινήσεων, με την επικράτεια των αιφνιδιασμών.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πιστεύετε έχουν βοηθήσει τους αναγνώστες να έχουν πιο σφαιρική και ουσιαστική άποψη για τον χώρο της λογοτεχνίας;

Ασφαλώς αποτελούν εργαλεία συν-επίγνωσης. Είναι κι αυτά χρήσιμα. Δρουν συμπληρωματικά. Αλλά «ο βαθμός της γνώσης μετριέται κατ’ αναλογία προς τον βαθμό της αυτογνωσίας. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, τότε όσο υψηλότερη η γνώση τόσο μεγαλύτερη η εξαφάνιση του είναι του ανθρώπου», μας συμβουλεύει χωρίς να κουράζεται ο Κίρκεγκορ. Κατά τα άλλα, η περιήγηση στην επικράτεια των βιβλίων προσφέρει μιαν ευρύτερη ποικιλία αιτίων κι αιτιατών της παραγωγικής σκέψης. Η εμβάθυνση στο περιεχόμενο του εκάστοτε μηνύματός τους μαρτυρεί ήθος αφοσίωσης στο Αγαθό της γνώσης. Βεβαίως, έχουμε πάντα κατά νου ότι «τα περιθώρια ενός βιβλίου δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα και αυστηρά περιχαρακωμένα: πέρα από τον τίτλο, τις πρώτες αράδες και το τελικό σημείο, πέρα από την εσωτερική του διαμόρφωση και τη μορφή που την καθιστά αυτόνομη, έχει εμπλακεί σε ένα σύστημα παραπομπών σε άλλα βιβλία, σε άλλα κείμενα, σε άλλες φράσεις: κόμπος μέσα σε ένα δίχτυ […] Μάταια το βιβλίο προσφέρεται σαν ένα χειροπιαστό αντικείμενο· μάταια συρρικνώνεται σε αυτό το μικρό παραλληλεπίπεδο που το περικλείει: η ενότητά του είναι μεταβλητή και σχετική. Άπαξ και την ερευνήσουμε, χάνει την προφάνειά της· δεν υποδείχνει τον εαυτό της, δεν κατασκευάζεται παρά ξεκινώντας από ένα περίπλοκο πεδίο έκφρασης»: ο Μισέλ Φουκό, στην Αρχαιολογία της γνώσης, όπως τη γύρισε στη γλώσσα μας ο Κωστής Παπαγιώργης στις Εκδόσεις του Εξάντα.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;

Τη φιλοπατρία.

Μόλις κυκλοφόρησε η νέα ποιητική σας συλλογή από τις Εκδόσεις Ύψιλον, με τίτλο Βράχια. Τι θα διαβάσουμε στο βιβλίο αυτό;

Πρόκειται για το δέκατο τέταρτο ποιητικό μου βιβλίο. Οι κειμενικές μορφές ποικίλλουν και πάλι. Τα εσωτερικά τοπία μου, αλλά και πολλαπλές όψεις, οπωσδήποτε κρίσιμες και απτές του έξω κόσμου αναδεικνύονται συμμετρικά. Ας διατυπώσω διαφορετικά τα παραπάνω. Ήτοι: το αποκλίνον σονέτο κι ο ευθύβολος ελεύθερος στίχος αποτυπώνουν ό,τι συνέχει τη φαντασιακή γη των επιθυμιών και των οραμάτων με το πεδίο της εξ αντικειμένου ρητής πραγματικότητας. Είναι εμφανής η χρήση της παραγωγικής μεταφοράς. Η απόλαυση έγκειται κυρίως στη διασταύρωση του στίχου με την άλλη αλήθεια του βίου. Το ατομικό και το συλλογικό δεν αντιδιαστέλλονται αλλά επικοινωνούν αδιάκοπα, αναδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, κρυφές σημασίες. Σε πείσμα μάλιστα των ποικίλων αντιξοοτήτων της ζωής. Το ποίημα παραμένει προϊόν σύγκλισης και πύκνωσης των στοιχείων εκείνων, τα οποία έσπευσαν την κατάλληλη στιγμή να το προκαλέσουν. Εξ ου και η συσπείρωση του νοήματος στα οιονεί επιγράμματα που απαντούν στα Βράχια.

 

Εκεί
Μαρτυρίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν, τη Γερμανία
Γιώργος Βέης
Κέδρος
320 σελ.
ISBN 978-960-04-5047-7
Τιμή €15,50
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr