Γιώργος Μπράμος: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
Ο Γιώργος Μπράμος γεννήθηκε το 1952 στην Τρίπολη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Ότσι τσιόρνιγια [Μαύρα μάτια] (1999) και Το ψέμα του λύκου (2013) και τις συλλογές διηγημάτων Βρεγμένο ρούχο (1993), Άσπρα γένια (2006) και την πιο πρόσφατη Ανάμεσα στους τοίχους, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο Εμφύλιος πρωταγωνιστεί στα περισσότερα από τα δεκατρία διηγήματά σας. Κυριαρχεί, θα έλεγε κανείς, αλλά αναρωτιέμαι, καλά εμείς που γαλουχηθήκαμε με αυτή την κατάρα – τα νεότερα παιδιά, όμως; «Οι γιοι που δεν έζησαν την αγριότητα αυτή», που σας διαβάζουν, τι πιστεύετε ότι εισπράττουν από όλη αυτή τη δυστυχία;
Θεωρώ ότι η εκδικητικότητα της μετεμφυλιακής Δεξιάς ήταν εξίσου τυφλή και αδιέξοδη με τον δογματισμό και την επιθετικότητα της Αριστεράς του Εμφυλίου. Κανείς δεν μπορεί να διεκδικήσει την αθωότητα.
Πολλοί αποφαίνονται πως το θέμα του Εμφυλίου είναι «βαρετό και παρωχημένο». Θεωρούν ότι αυτό, το καθοριστικό για την πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας τραύμα ανήκει σε ένα Αριστερό «μελόδραμα». Προσπάθησα να δω, μες στην μικροϊστορία, πτυχές του δράματος, που αφορούν τον ανθρώπινο χώρο στο σύνολό του. Για παράδειγμα στην «Αφωνία» κυριαρχεί ο εσωτερικός σπαραγμός της Αριστεράς και στις «Στάχτες της μάνας» η ανατροπή των βεβαιοτήτων περί καλού και κακού. Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα τέρας και άγγελος.
Θεωρώ ότι η εκδικητικότητα της μετεμφυλιακής Δεξιάς ήταν εξίσου τυφλή και αδιέξοδη με τον δογματισμό και την επιθετικότητα της Αριστεράς του Εμφυλίου. Κανείς δεν μπορεί να διεκδικήσει την αθωότητα. Πολιτικά κρατάω την πραγματικά γενναία και βαθιά σοφή στάση του Ηλία Ηλιού και της προδικτατορικής ΕΔΑ που προσανατόλισε την Αριστερά στη δημοκρατική διεκδίκηση και την απάλλαξε από τον τυχοδιωκτισμό της σταλινικής αντίληψης.
Οι ήρωες σας όλοι, στην ουσία αντιήρωες, κινούνται εν πολλοίς στη σκληρή ελληνική επαρχία, «μεροδούλι, μεροφάι, ίδια και απαράλλακτη η πικρή ζωή τους». Είναι όλοι τους, σχεδόν, απελπισμένοι. Προς τι αυτή η τόσο απαισιόδοξη ματιά στη ζωή; Δεν υπάρχουν και ρωγμές –έστω– χαράς;
Θα αναφερθώ, για πολλοστή φορά, στη ρήση του Ερνέστο Σάμπατο: «Οι απαισιόδοξοι είναι οι πρώην αισιόδοξοι που εύχονται να διαψευστούν». Δεν πιστεύω στους ακίνητους ανθρώπους, στους τρυφηλούς και τους ουδέτερους. Είναι βυθισμένοι στην πλήξη και την αδιαφορία. Με ενδιαφέρουν οι χαμένοι, οι απελπισμένοι, που παρ΄ όλα αυτά διεκδικούν με λύσσα ένα κομματάκι ζωής. Η απαισιοδοξία που, όπως διαπιστώνετε, διατρέχει το βιβλίο προσπαθώ να είναι λυτρωτική, να φαίνεται λίγο φως στο σκοτάδι.
«Υπάρχει μεγάλος έρωτας; Διαρκεί; Πότε πεθαίνει; Τι αφήνει πίσω του;» αναρωτιέται ό ήρωάς σας σε μία από τις λιγότερο λυπημένες ιστορίες σας, στο «Βήμα της χορεύτριας». Σήμερα, στα εξήντα πέντε σας χρόνια, τι πιστεύετε; Υπάρχει τελικά αυτός ο ένας και μοναδικός μεγάλος έρωτας;
Ο μεγάλος έρωτας είναι σαν τα μεγάλα οράματα. Αυτοκαταστροφικός από τη γέννησή του. Δεν θέλω να κάνω απολογισμούς και να ολοφύρομαι μπροστά σε χαμένους έρωτες και προδομένες αγάπες. Η ζωή είναι για να την πιάνεις από τα κέρατα. Αν τα καταφέρεις, τα κατάφερες. Αγαπήθηκα, αγάπησα, πρόδωσα, νικήθηκα, νίκησα κάποιες σπάνιες φορές. Τι να την κάνω τη σούμα; Την αφήνω για τους λογιστές.
Τόσα χρόνια μες στη λάντζα της επιβίωσης είχα αφήσει πίσω μου πολλά. Τώρα ξαναβρίσκω τη λογοτεχνία, το διάβασμα, προσπαθώ να αναπληρώσω τα κενά μου. Διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω. Ακόμα περπατάω, χαζεύω, ανακαλύπτω. Δεν νοσταλγώ. Χωρίς να παλιμπαιδίζω διεκδικώ μια καινούρια νεότητα.
Όμως και ο ξενιτεμός σάς απασχολεί πολύ στα διηγήματα σας. Τελικά, παρά το ότι η προσφυγιά είναι στο πετσί μας, είμαστε στην ουσία αλληλέγγυοι με τους ξένους που πήραν σήμερα τον παλιό δικό μας ρόλο;
Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής τραγωδίας δεν αντιμετώπισαν στην Ελλάδα δυσφορία και απομόνωση; O Σπάικ Λι έχει δώσει στις ταινίες του φοβερές τοιχογραφίες για τον εσωτερικό ρατσισμό των έγχρωμων Αμερικανών, η αποστροφή των μικροαστών και μεσοαστών, που ενσωματώθηκαν, απέναντι στους απόκληρους και φτωχούς που ζουν στις παρυφές της αμερικανικής κοινωνίας. Στα δικά μας ας θυμηθούμε την υποδοχή της σημερινής Ελλάδας στα «αδέλφια» μας από την Αλβανία και τον σοβιετικό Πόντο. Οι άνθρωποι δεν ξεχνούν και απωθούν τις προηγούμενες συμφορές τους.
Αφιερώνετε το «Ανάμεσα στους τοίχους» στον εξαιρετικό Ανταίο Χρυσοστομίδη, που έχει περάσει εδώ και καιρό στην αντίπερα όχθη. Τι σας συνέδεε μαζί του; Συναδελφικότητα, φιλία καρδιάς;
Με τον Ανταίο είχα σχέση ζωής. Είχαμε συναντηθεί στην Ιταλία, την περίοδο της χούντας, είμαστε μαζί στην αντιδικτατορική αντίσταση. Αλλά συνδεθήκαμε στενά σε πνευματικές αναζητήσεις, στην ανήσυχη προσέγγιση του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας. Κάναμε μεγάλα ταξίδια, είδαμε άλλους τόπους, σχεδιάσαμε τις «Κεραίες της εποχής μας», της πιο ουσιαστικής εκπομπής τής κατά τα άλλα ράθυμης δημόσιας τηλεόρασης. Δεν φαντάστηκα πως, τόσο απρόσμενα και τόσο σκληρά, όλα αυτά θα κόβονταν πάνω στην ακμή της δημιουργικής πορείας του φίλου μου.
Σήμερα, εκτός από τα γραπτά σας, πώς διαχειρίζεστε τον χρόνο σας, την καθημερινότητά σας;
Τόσα χρόνια μες στη λάντζα της επιβίωσης είχα αφήσει πίσω μου πολλά. Τώρα ξαναβρίσκω τη λογοτεχνία, το διάβασμα, προσπαθώ να αναπληρώσω τα κενά μου. Διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω. Ακόμα περπατάω, χαζεύω, ανακαλύπτω. Δεν νοσταλγώ. Χωρίς να παλιμπαιδίζω διεκδικώ μια καινούρια νεότητα. Θα την έλεγα νεότητα της εμπειρίας, της ενοχής, του πλούτου της ζωής που, όπως συμβαίνει σε όλους, ξέφυγε και μένα μέσα από τα χέρια. Σκεφτείτε πως ακόμα εξοργίζομαι με την πολιτική κατάσταση, μου τη δίνει ο Καμμένος, δεν μπορώ να κατανοήσω τη συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ, που ομνύει στο όνομα της Αριστεράς, με τον πιο καθυστερημένο και αστείο Έλληνα πολιτικό (ελπίζω να μη δούμε και τον Λεβέντη συγκυβερνήτη).
Τις ιστορίες σας πώς τις ξεκινάτε; Βλέπετε π.χ. κάτι στον δρόμο ξαφνικά, ακούτε τυχαία μια κουβέντα και την προχωράτε όπως θέλετε εσείς;
Τις περισσότερες ιστορίες τις δουλεύω μέσα μου για καιρό. Έχω ορισμένες συγκεκριμένες περιοχές που με απασχολούν. Εμφύλιος, αντιδικτατορική αντίσταση, προδοσία του έρωτα και της αγάπης, γεράματα και ανημποριά. Βέβαια κανένα θέμα και καμιά προσέγγιση δεν είναι πρωτότυπα. Όλα έχουν ειπωθεί. Οι ελάσσονες, όπως εγώ, το μόνο που κάνουν είναι η συντήρηση των κατακτημένων μορφών και σκέψεων από τους άλλους, τους σημαντικούς και τους μεγάλους.
Κλείνοντας, σας λείπουν καθόλου εκείνα τα πρωινά στις κινηματογραφικές προβολές; Το σινεμά συνεχίζει να «γεμίζει» τη ζωή σας;
Στον κινηματογράφο ήμουνα λαθρεπιβάτης. Επειδή δεν είχα δημιουργική σχέση, αλλά έκρινα τις δουλειές των άλλων, ένιωθα ένα κενό, ήξερα πως πρόδιδα την πραγματική μου περιπέτεια που ήταν η λογοτεχνία. Τώρα πια δεν είμαι συστηματικός θεατής του σινεμά. Βαριέμαι λίγο αυτή την «επιγονική» υφή του, την επαναληπτικότητά του. Όταν συναντώ όμως τον Κιαροστάμι, τον Λόουτς, κάποιους Ασιάτες και Ρώσους κινηματογραφιστές και σχεδόν όλους τους Ιρανούς, έχω πάλι το ρίγος της ανακάλυψης, ίδιο, όταν άγουροι, μαζί με τον Ανταίο, συναντούσαμε τους μεγάλους Ιταλούς, τον Φελλίνι, τον Βισκόντι, τον Αντονιόνι, τον Ντε Σίκα, τον Μονιτσέλι – πώς να τους αναφέρω όλους;
Και έχοντας γράψει στο παρελθόν σενάρια για τον κινηματογράφο, ποια η γνώμη σας για κάποια «ιδιαίτερα» σημερινά ελληνικά έργα που διχάζουν το κοινό στις αίθουσες αλλά αποθεώνονται στα φεστιβάλ;
Η ενασχόλησή μου με σενάρια ήταν περισσότερο τεχνική. Ήμουν, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του μεγάλου Ζαβατίνι, ένας «καφετζής», υποτακτικός στη σκηνοθετική αντίληψη. Όσο για τον σημερινό ελληνικό κινηματογράφο, δεν έχω ακόμα διαμορφώσει μια σταθερή και απόλυτα τεκμηριωμένη άποψη.
Ανάμεσα στους τοίχους
Γιώργος Μπράμος
Καστανιώτης
208 σελ.
ISBN 978-960-03-6150-6
Τιμή: €10,60
πηγή : diastixo.gr