Γιώργος Κωνσταντίνου: «Showtime»
«Γεννήθηκα πάνω σ’ ένα τραπέζι στην τραπεζαρία ενός διώροφου προπολεμικού σπιτιού, κάπου στο Μεταξουργείο»˙ έτσι αρχίζει ο Γιώργος Κωνσταντίνου την αφήγηση της ζωής του και αμέσως μας ειδοποιεί: «Τώρα θέλω να ζητήσω συγγνώμη […] αναγνώστη […] Είχες υπόψη σου να διασκεδάσεις με τα ευτράπελα… Δεν θα σε απογοητεύσω. Θα δώσω την παράστασή μου, έστω και γραπτή. Κρίνε με όμως με κάποια επιείκεια. Στο κάτω κάτω δεν είμαι και ο Σαίξπηρ. Είμαι ο Ξυλάρας της Πλατείας Βάθης. Τρίτο κουδούνι. Ανοίγει η αυλαία».
Έτσι κι αλλιώς, Showtime. Η ώρα της παράστασης. «It’s showtime» ήταν η φράση που έλεγε ο Roy Scheider, όταν έβγαινε στη σκηνή, στην ταινία του Bob Fosse All that Jazz. Και η φράση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της ιεροπραξίας που λέγεται θέατρο.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ηθοποιός που πέρασε τη ζωή του στη σκηνή του θεάτρου και στην οθόνη του κινηματογράφου, καταθέτει την εμπειρία του στο βιβλίο με τον τίτλο Showtime. Στα είκοσι τρία κεφάλαια, το Υστερόγραφο και τις φωτογραφίες κλείνει μια καριέρα που άρχισε κάποτε, τότε που ήταν «Ξυλάρας» και «Φαντασίας», παρατσούκλια με τα οποία τον στόλισαν τα «ημιάγρια πλάσματα» που θύμιζαν «αγέλη λύκων», παιδιά της γειτονιάς του, αφενός για το μπόι του και αφετέρου για τις ιστορίες που τους έλεγε και τα ημέρευε. Είχε, άλλωστε, «ψήγματα κληρονομικής γοητείας» (από τους καλλιτέχνες της οπερέτας γονείς του) και «ψυχολογία Σιρανό Ντε Μπερζεράκ». Ήτοι, δειλός και αβέβαιος, «με πάθος για τον έρωτα, στην ποιητική του μορφή».
Η αφήγηση του αγαπημένου ηθοποιού, με αφετηρία το εγώ, συνιστά την ιστορία της ζωής του, του θεάτρου, του κινηματογράφου, αλλά και της Ελλάδας, που ξεκινάει από τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, της απαιδευσιάς, της κακουχίας, της πείνας και πολλών άλλων δεινών. Ο «Ξυλάρας» σε πρώιμα χρόνια θα συνειδητοποιήσει τη δύναμη του θεατρικού λόγου πάνω στην ψυχή του ανθρώπου. Και εκεί που κωμικά ξηλώνει τον εαυτό του, εκεί τον χτίζει σοβαρά με τα όνειρά του, τις ιδέες του, τη μαχητικότητα, τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην αντίδραση. Η συζήτηση με τον φανταστικό του εξωγήινο ανοίγει πολλά πεδία˙ κοινωνιολογικά, ψυχολογικά, πολιτικά, ηθικά, θρησκευτικά. Θα λέγαμε πως, αν και μας είναι γνωστός από την κωμωδία, κυρίως, η ψυχή του μέσα του είναι βαθιά στοχαστική. Άλλωστε η κωμωδία είναι το άλλο πρόσωπο της τραγωδίας και, όπως λέει ο ίδιος, «Σημασία δεν έχει τι παίζεις στη σκηνή, αλλά πώς παίζεις».
Ήθελε να παίξει Σαίξπηρ και Μολιέρο, όμως έπαιξε επιθεώρηση, αλλά με κάτι «αστεία θεϊκά» γραμμένα από επιφανείς επιθεωρησιογράφους. Και παρά την ανταγωνιστική, υποτιμητική και κακόβουλη διάθεση των σπουδαίων ηθοποιών, κατάφερε να ανεβεί και να αναδειχτεί. Η συμβουλή ενός γνωστού ηθοποιού (δεν μας λέει το όνομά του, αλλά νομίζω πως είναι ο Κώστας Χατζηχρήστος) ήταν: «Να παίζεις τον ψηλό και κουτό. Τον ψηλό και χαριτωμένο. Κάποιον, τέλος πάντων, που μόλις τον βλέπουν, να σπάνε πλάκα μαζί του, και πάντα να περιμένουν από σένα να κάνεις το γνωστό τερτίπι σου». Είναι μια συμβουλή που ο Κωνσταντίνου κατάλαβε αλλά δεν ακολούθησε γιατί δεν ήθελε να τυποποιηθεί.
Η αφήγηση του αγαπημένου ηθοποιού, με αφετηρία το εγώ, συνιστά την ιστορία της ζωής του, του θεάτρου, του κινηματογράφου, αλλά και της Ελλάδας, που ξεκινάει από τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, της απαιδευσιάς, της κακουχίας, της πείνας και πολλών άλλων δεινών.
Τα χρόνια περνούν, οι επιτυχίες στο θέατρο είναι μεγάλες, έρχεται η δικτατορία, η λογοκρισία, τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες. Ωστόσο, ο κόσμος διασκεδάζει: «Κυρα-Γιώργαινα, ο Γιώργος σου πού πάει;», παραγγελιά του «αρχιδικτάτορα». Και η Χούντα δεν ενοχλεί όποιον δεν την ενοχλεί. Και ποιος σκεφτόταν από τους διασκεδάζοντες αν την ώρα εκείνη κάποιοι ξεριζωμένοι σε κάποιο ερημονήσι «στριμώχνονταν ο ένας δίπλα στον άλλο για να ζεσταθούν». Κι εδώ παραθέτει το απόσπασμα από τον Σαίξπηρ: «Το λαβωμένο αγρίμι ας βογκάει / Το αλάβωτο ελαφάκι ας παιχνιδίζει, / Κοιμάται ο ένας, ο άλλος ξαγρυπνάει. / Η σφαίρα έτσι γυρίζει». Η «σφαίρα» που μπορεί να είναι και το Globe Theater, το θέατρο γενικά, η παράσταση που πρέπει να συνεχιστεί, ο τροχός της ζωής με το τρελό και παράλογό του.
Μετά το ’70 αρχίζει να γράφει για την τηλεόραση τον «Δρ Τικ»· ιστορίες σουρεάλ, τρελές, στις οποίες άλλαζε φάτσες και χαρακτήρες. Εξαιτίας αυτών μπορεί να χαρακτηριστεί σκαπανεύς της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, γιατί και «Η ζωή είναι ασπρόμαυρη. Όποιος τη βλέπει έγχρωμη πρέπει να έχει αχρωματοψία» λέει, θέλοντας με αυτή την παραδοξολογία να περιγράψει την πραγματικότητα την οποία βιώνει τραυματικά αλλά αποδίδει κωμικά.
Μεγάλο και σοκαριστικό είναι το κεφάλαιο το αφιερωμένο στην απώλεια της μητέρας του, την οποία υπεραγαπούσε και της οποίας τη συνέχεια αισθάνεται στην κόρη του.
Γάμος αλά ελληνικά, κινηματογραφική επιτυχία και ταξίδι για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αυτοκινητιστικό ατύχημα στο Πλαταμώνα – ο ένας γιατρός τού είπε πως είναι τυχερός και ο άλλος ότι πληρωνόταν για να του πει πως είναι καλά. Έτσι, με πόνους, άλλοτε ψυχικούς και άλλοτε σωματικούς, η ζωή συνεχίζεται.
Ο άνθρωπος πατάει στο φεγγάρι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονείται, η Αμερική νικιέται από τους «ξυπόλυτους» Βιετναμέζους, η τρέλα καλά κρατεί και ο ηθοποιός γράφει κείμενα, σκηνοθετεί και παίζει στην τηλεόραση, παίζει Αριστοφάνη, κερδίζει τον χαμένο χρόνο, ταξιδεύει σε Ευρώπη και Αμερική, βλέπει τι κάνουν οι άλλοι έξω. Στο διάσημο μιούζικαλ Γάτες, σημειώνει με έκπληξη ότι ανάμεσα στους θεατές ήταν και παιδιά του σχολείου, τα οποία ψιθύριζαν, μαζί με τους ηθοποιούς, στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ ενσωματωμένους στην παράσταση. Και το ερώτημα: ποιο Ελληνόπουλο έχει διαβάσει Σεφέρη, Γκάτσο, Ελύτη; Και το ερώτημα επεκτείνεται στο μάθημα της Ιστορίας όπου τα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα στη χώρα μας έχουν αφεθεί στη λήθη. Η σκέψη του τριγυρίζει στα πολιτικά-κοινωνικά μας δρώμενα κι ο χρόνος τρέχει με σημαντικές συνεργασίες και επιτυχίες προς τον εικοστό πρώτο αιώνα: «Κοίτα, Εικοστέ Πρώτε…». Κάθε αιώνας και τα θέματά του. Με το εφεύρημα ενός σκύλου που μιλάει, του «Ουστ» (όνομα που οφείλεται στη συνήθη φράση για την αποπομπή του), εξομολογείται τα προσωπικά του, χωρίς να αποκαλύπτει τα αυστηρώς προσωπικά δεδομένα. Και ενώ ο χρόνος τρέχει μπροστά, η μνήμη τρέχει πίσω στις ωραίες ταινίες: Η γυνή να φοβείται τον άνδρα, Ξύπνα, Βασίλη, Καλώς ήρθε το δολάριο. Προσωπικά δεν θα ξεχάσω τη σκηνή με το προφιτερόλ που δεν μπορούσε να το πει και γι’ αυτό ανέλαβε να το περιγράψει, στην ταινία Χτυποκάρδια στο θρανίο και στη Σωφερίνα, όταν συμφώνησε με τον Αλεξανδράκη ότι πρέπει να ρίξει ένα χέρι ξύλο στη γυναίκα του, πράγμα το οποίο όμως, αν και ήταν καλό ως ιδέα, ήταν δύσκολο στην εφαρμογή!...
«Η ζωή είναι ασπρόμαυρη. Όποιος τη βλέπει έγχρωμη πρέπει να έχει αχρωματοψία» λέει, θέλοντας με αυτή την παραδοξολογία να περιγράψει την πραγματικότητα την οποία βιώνει τραυματικά αλλά αποδίδει κωμικά.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο «ψηλός της Πλατείας Βάθης», ο «Ξυλάρας», ο «Φαντασίας», έκανε καλά, τελικά, που δεν ακολούθησε τη συμβουλή να ταυτιστεί με έναν ρόλο, γιατί αφέθηκε ανοιχτός σε πολλούς, μέσα από τους οποίους με γέλιο και με δάκρυ έθιξε τα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Η αφήγησή του ειλικρινής, πλούσια σε πληροφορίες, κωμική και σοβαρή, είναι η ιστορία του, που λίγο πολύ είναι και δική μας. Το βιβλίο τελειώνει με τους στίχους του Leonard Cohen: «Παντού υπάρχει μια ρωγμή, / από κει μπαίνει το φως».
Ηθοποιός σημαίνει φως, για να θυμηθούμε και το ανάλογο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, και το βιβλίο αυτής της ρωγμής και αυτού του φωτός τοn ρόλο έπαιξε. Μιλώντας για οικεία καλά και κακά, μίλησε και για όλους εμάς, μας γύρισε πίσω στην πονηρεμένη ή αθώα νιότη μας για να ξανακερδίσουμε κι εμείς τοn χαμένο χρόνο.
Showtime
Γιώργος Κωνσταντίνου
Ιανός
200 σελ.
ISBN 978-618-5141-37-0
Τιμή: €14,00
πηγή : diastixo.gr