«Γιώργος Χρονάς: Το μέλλον διαρκεί πολύ» του Σταύρου Σταυρόπουλου

2016-11-09 12:19
«Γιώργος Χρονάς: Το μέλλον διαρκεί πολύ» του Σταύρου Σταυρόπουλου


«Το μέλλον διαρκεί πολύ». Η φράση είναι του Αλτουσέρ και αποτελεί και τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του. Βέβαια, υπάρχει μια συνθήκη, μια αναγκαία παράμετρος. Να το τροφοδοτείς συνέχεια με παρόν. Ξεκινώντας να σημειώσω δύο ελάχιστα λόγια για τον ποιητή Γιώργο Χρονά, η πρώτη φράση που μου ήρθε στο μυαλό ήταν αυτή. Οι μεγάλοι ποιητές δεν ακκίζονται με το παρελθόν. Τροφοδοτούν συνέχεια με παρόν, όντας παρόντες-απόντες, την προσωπική τους στενογραφία. Οι αναμνήσεις τους είναι απ’ το μέλλον. Πράττουν διά της ζωής τους, με την ίδια της την υπέρβαση. Είναι εξωπραγματικό; Μπορεί, μα ο Χρονάς είναι εξωπραγματικός, όντας πιο πραγματικός απ’ τον καθένα. Ακόμα και το τρίτο του πόδι, αυτό που απέκτησε τελευταία, ο τρόπος που το χρησιμοποιεί ή το αφήνει στην άκρη είναι Τέχνη. Το έχουν αυτό οι αριστοκράτες του πνεύματος, οι εστέτ που συνομιλούν με τους καθημερινούς και τους συνηθισμένους, με αμόλυντους εργάτες, με διαβάτες της πόλης. Μπορούν να κάνουν τους ερασιτέχνες εραστές, ενώ έχουν τη δυνατότητα και το ηθικό πλεονέκτημα να είναι αναβάτες. Ο Χρονάς είναι καταβάτης. Άστεγος, δίπλα σε τόσους «στεγασμένους», αλλά πιο στεγασμένος από τους περισσότερους. Μέσα στο προσωπικό του καταφύγιο, το αδαμαντωρυχείο της ποιητικής εξιλέωσης, με ακριβά μέταλλα. Ευγενή, όπως και ο ίδιος. Στα χρόνια της «Ελευθεροτυπίας» τον γνώρισα καλύτερα – και σαν συνεργάτη. Είναι ισότιμος. Ισόνομος. Ισοστρεφής. Θα τον δείτε να μιλάει με τον Τζον Λένον στους δρόμους των παγκόσμιων πόλεων, με τον Ντέιβιντ Μπάουι, τον Ρασούλη και τον Γκοντάρ, ή τον Χατζιδάκι και την Καίτη Γκρέυ, κουβαλώντας στην τσέπη του σακακιού του πάντα ένα βιβλίο. Θα τον δείτε πίσω από τους πάγκους των εκδόσεών του, των εκδόσεων Οδός Πανός (νομίζω συμπλήρωσαν 35 χρόνια αδιάλειπτης προσφοράς), που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο χώρο, να πουλάει ο ίδιος τα βιβλία του, να επικοινωνεί με τον κόσμο, να ανταλλάσει ουσία. Υπό το βλέμμα του Καντ. Ίσως και του Μπομπ Ντίλαν ή της Μέριλιν Μονρό. Ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν ένας τέτοιος ποιητής, ένας ποιητής του άστεως, της αέναης διαδρομής. Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου ήταν, για την πόλη της Θεσσαλονίκης –και όχι μόνον–, ένας άλλος.

Ο Χρονάς γεννήθηκε στο Πασαλιμάνι. Από γονείς Αρκάδες. Κοντεύει τα 70, αλλά είναι πιο νέος από παιδί. Μαθητής και γραμματέας του Τσαρούχη και με μια ευρεία γκάμα επώνυμων και σημαντικών φίλων να λαμπρύνουν την καθημερινότητά του με τις διάσημες μοναξιές τους, αφοσιώθηκε από νωρίς στις λέξεις – γιατί «δεν είχε άλλα γόνατα», όπως θα έλεγε ο Καρούζος. Στις διαδρομές Zonar’s - Ρωμαϊκή αγορά - Μεταξουργείο - Κολωνός - Λιμάνι Πειραιά - Πέραμα οφείλει το 50% της κατατομής του. Το άλλο 50% προέρχεται «εκ του έρωτος και του θανάτου», όπως λέει ο ίδιος. Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, Βιβλίο 1, κυκλοφόρησε το 1973 σε ιδιωτική έκδοση 2.000 αντιτύπων και ακολούθησαν Οι Λάμπες (1974) και Τα μαύρα τακούνια (1979). Η τριλογία αυτή ενώθηκε αργότερα σε έναν τόμο υπό τον τίτλο Αρχαία βρέφη (1980) και είναι νομίζω ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη λεγόμενη «γενιά του ‘70» ή γενιά της αμφισβήτησης –κατά τον ορισμό του Ζήρα– ως σήμερα. Αν και η γενιά του Γιώργου είναι περισσότερο ιδιωτικής καύσεως. Όπως καίγονται οι νεκροί – σε κάποιους τόπους. Σκιαγραφεί μια ποίηση της πόλης χωρίς τα ρούχα της, προκλητική, ευθύβολη, ως μια σειρά από ενσταντανέ που εκτυλίσσονται τυχαία σε δρόμους και σινεμά, σε ξενοδοχεία τετάρτης κατηγορίας και μηχανουργεία, μια περιπλάνηση στη φτωχολογιά, εκεί που ζει και αναπνέει ένα διαφορετικό περιθώριο, που όποτε απασχολεί την κοινή γνώμη αποτελεί –συνήθως– παράδειγμα προς αποφυγή ή σκάνδαλο πρώτου βαθμού. Αυτή η ποίηση έχει κάτι το ακραίο και γι’ αυτό αληθινό: είναι ό,τι μπόρεσε να συλλέξει ο ποιητής σαν εμπειρία, έναν απατηλό παιδότοπο από βασανισμένες ψυχές που τον καλούν να γράψει για τις επιθυμίες μας – αυτές τις «πρόστυχες ταβέρνες στο Πέραμα».

Χαράξτε πάνω στο σώμα μου εκείνη την κυρία/ στην τηλεόραση να λέει: τα μανιτάρια του Θιβέτ προτιμώνται/ για το γεύμα της Τετάρτης/ Χαράξτε πάνω στο σώμα μου τη φωνή μου σε δίσκο 78 στροφών/ να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο των Ηνωμένων Πολιτειών/ Έπειτα κυκλοφορήστε νύχτα τη μορφή μου σε σεντς/ σε χαρτιά τουαλέτας/ σε σχολικά τετράδια/ και σε φτηνά εσώρουχα. («Ωδή στη Μαίρυλιν Μονρόε»)

Βέβαια, για να συμβούν όλα αυτά, το κόστος προκύπτει πάντα μεγάλο. Το σταυροδρόμι είναι ελκυστικό, γλιστράει, σπρώχνει κατηφορικά προς την εξουσία της ευκολίας. Δεν υπάρχουν θεοί ή διάβολοι εκεί. Το μόνο που υπάρχει είναι αγάπη. Δύσκολο. Χρειάζεται μεγάλος αγώνας γι’ αυτό. Να υποφέρεις μόνος σου επί μακρόν, να φτάσεις ως τον πάτο της ψυχής σου για να την καταλάβεις, για να μπορέσεις να την ερμηνεύσεις σωστά. Χρειάζεται να υποφέρεις για τον πόνο των άλλων και τον δικό σου. Ο Χρονάς τα έκανε όλα αυτά. Τα πέρασε. Και έφαγε τα μούτρα του.

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε/ Πριν απ’ τη δύση του ήλιου/ Στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες/ Γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία/ Που θα αράξουν μια νύχτα του χειμώνα/ Απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς/ Θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες/ Της Βηρυτού, της Όστιας. («Όχι δεν πρέπει»)

Ή

Την πρώτη φορά αγαπηθήκαμε/ Σε άδειους δρόμους/ Πάνω από την παλίρροια των επιθυμιών μας/ Σε γωνίες σκοτεινές/ Πίσω από τρίκυκλα/ Πίσω από φορτηγά/ Σχολικά λεωφορεία/ Και μπουλντόζες/ Ήταν Τετάρτη. («Τετάρτη»)

Τα βιβλία του είναι η απόδειξη της αγάπης του για τα γήινα: Ένα είδος λαϊκότροπων Velvet Underground με ελληνιστικό πρόσημο όπου συμμετέχουν –εκτός του Λου Ριντ και του Τζον Κέιλ– και ο Κ.Π. Καβάφης με τη Σεβάς Χανούμ και βέβαια τον Τσιτσάνη, με λέξεις της διπλανής πόρτας που ακούγονται έγχορδες, μοιάζουν με μπλουζ σύμβολα μιας εσαεί νεότητας που δεν οργίζεται, αλλά υφαίνει, με δραματουργικό τρόπο, τα μέσα της προσωπικής της επιβίωσης.

Το εργαστήριό του, στη Διδότου 39, είναι σήμερα ένα από τα ελάχιστα διαβατήρια τυπογραφικής αθωότητας που μας απέμειναν.

Διαβάστε το τελευταίο του βιβλίο Προσωρινή μέθη, δοκιμάζοντας τους «παράλληλους οφθαλμούς». Θα γοητευτείτε από το κύρος της απλότητας που έχει η αλήθεια, τις λίγες φορές που εκφέρεται με ανιδιοτέλεια. Μετά πηγαίνετε να τον βρείτε και να του μιλήσετε. Θα γοητευτείτε περισσότερο.

Πηγή : diastixo.gr