Γιώργος Αράγης: συνέντευξη στην Αντωνία Γουναροπούλου Εκτύπωση Email
Ο Γιώργος Αράγης γεννήθηκε το 1936 στο Μεγάλο Περιστέρι Ιωαννίνων. Σπούδασε στην Αθήνα ιατρική και σκηνοθεσία κινηματογράφου. Είναι κριτικός λογοτεχνίας, έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και με εφημερίδες, ενώ έχει εκδώσει τα βιβλία: Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, τόμ. Α΄, Γιάννενα 1980, Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, τόμ. Β΄, Δωδώνη 1980, Ασκήσεις κριτικής, Σοκόλης 1990, Προσεγγίσεις, Πατάκης 1996, Κίμων Τζάλλας, Εταιρεία Συγγραφέων 1990, Αστική εμπειρία και αστική ιθαγένεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Σοκόλης 2001, Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, τόμ. Γ΄, Σοκόλης 2003, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης, Σοκόλης 2006, Για τον Γιώργο Ιωάννου,Ίνδικτος 2007, Νεοελληνική κριτική της λογοτεχνίας, Αξιολογικές διακρίσεις, Σοκόλης 2015. Έχει γράψει την εισαγωγή στην ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου, που επανακυκλοφόρησε φέτος σε δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη από τον Γιώργο Αράγη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Gutenberg.
Στην παρουσίαση της δεύτερης, συμπληρωμένης έκδοσης της Ανθολογίας Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά, ο Λουκάς Κούσουλας είπε ότι «το λογοτεχνικό δικό μας παρόν είναι ακόμη άφαντο. Και για να έρθει στο φως ένα λογοτεχνικό παρόν πρέπει να περάσουν τουλάχιστον τρεις γενιές». Συμφωνείτε;
Ναι, συμφωνώ. Αν δε φύγουν απ’ τη μέση οι ζωντανοί για να σταματήσουν οι συναλλαγές, και να μιλήσουν άνθρωποι χωρίς σχέσεις με τους ίδιους τους ποιητές, ή τους πεζογράφους ή τους κριτικούς ακόμα, δεν μπορεί να υπάρχει ειλικρίνεια, γνώμη καθαρή.
Σήμερα αμφισβητούμε τον Παλαμά. Και τη γλώσσα τη δημοτική, την ψυχαρική. Αρχίζουμε ν’ αμφισβητούμε ως έναν βαθμό, και πρέπει να γίνει αυτό, τον Σεφέρη. Ξεκαθαρίζουν με τα χρόνια, σιγά σιγά. Ξέρουμε ότι κάθε γενιά βγάζει τέσσερις πέντε ποιητές, το πολύ έξι – και πολλοί είναι οι έξι. Ο χρόνος είναι συσταλτικός, τα συμμαζεύει και ό,τι μείνει. Από τους Φαναριώτες δεν έχουμε κανέναν σήμερα – ιστορικά τους αναφέρουμε μόνο. Το ίδιο κι απ’ τους μετα-Φαναριώτες, την επόμενη γενιά, δηλαδή, ώσπου να φτάσουμε στο 1870. Αυτός που έκανε ένα ξεκαθάρισμα στην εποχή του και μίλησε έξω από τα δόντια ήταν ο Ροΐδης. Αυτός πέταξε όλους τους Φαναριώτες και τους υπόλοιπους, Ορφανίδηδες και σία… Απ’ τους νεότερους κριτικούς, ανάλογη στάση έχει κρατήσει μετά τον Ροΐδη ο Μητσάκης. Ο Μιχαήλ ο Μητσάκης, ο οποίος, τι να κάνουμε, τα ’χασε τα μυαλά του γρήγορα. Μετά, ο Λορεντζάτος. Ο Λορεντζάτος δεν λογάριαζε – μπορούσες να του καταλογίσεις οτιδήποτε, αλλά τη γνώμη του δεν άλλαζε. Τον Σεφέρη τον είχε φίλο, κι όμως του είπε ότι «εσύ αντιγράφεις», ή «μαθήτεψες στον Καρυωτάκη – και δεν τα μαρτυράς όλα» (όσα του οφείλεις).
Αποδέχεστε το Χαμένο κέντρο του Λορεντζάτου;
Το Χαμένο κέντρο… Όχι τα θρησκευτικά του. Αλλά στο Χαμένο κέντρο υπάρχουν μερικά ουσιαστικά πράγματα. Ότι η ποίηση η νεοελληνική χωρίζεται σε δύο μέρη: στην αμέριμνη –πριν από τον Καρυωτάκη– και στην προσεκτική, και γεμάτη μέριμνα, μετά τον Καρυωτάκη. Δηλαδή το θεωρεί τομή. Σ’ αυτό συμφωνώ. Ότι πράγματι έχει αλλάξει η ποίηση μετά τον Καρυωτάκη.
Συμφωνείτε με τη θέση του ότι καλύτερα θα ήταν να μην είχαμε έρθει σε επαφή με τη Δύση;
Όχι, όχι, όχι. Μα δε γίνονται αυτά, είναι ουτοπικά πράγματα. Μόνο πάνω στην καθαρή κριτική του ο Λορεντζάτος ήταν καλός. Και μετά τον Λορεντζάτο, πάλι ένας κριτικός που δε λογάριαζε κι έλεγε τη γνώμη του είναι ο Νίκος ο Φωκάς. Τώρα, εκτός απ’ αυτούς τους τέσσερις που ήταν ακέραιοι στη γνώμη τους, δε βάζαν νερό στο κρασί τους, δηλαδή, έχουμε πολύ καλούς άλλους κριτικούς, όπως και ο Παλαμάς και ο Ξενόπουλος και νεότεροι – οι οποίοι, όμως, δεν ήταν τόσο ακέραιοι.
Στο «Χρονικό» που δημοσιεύσατε το 2012 στη Νέα Εστία, αναφέρεστε στο «συγγραφικό ήθος». Για έναν συγγραφέα, όχι για έναν κριτικό, είναι απαραίτητο το ήθος για να είναι καλός;
Ο καλός συγγραφέας, ο καλός λογοτέχνης, είτε πεζογράφος είτε ποιητής, πρέπει να είναι ακέραιος απέναντι στη δουλειά του. Στη δουλειά του. Δεν το συζητώ από κει και πέρα τι θα κάνει. Αλλά απέναντι στη δουλειά του δε χωράει νοθεία.
Εάν παίζει θέατρο, τελειώνουμε μαζί του. Τελειώνει η τέχνη μαζί του, όχι εμείς, απ’ έξω. Η τέχνη, η λογοτεχνία συγκεκριμένα, δε χαρίζεται σε κανέναν αυτή καθεαυτή, ούτε την ενδιαφέρει η ατομική ζωή των λογοτεχνών. Την ενδιαφέρει ό,τι περνάει μέσα στην πολιτεία των ιδεών της.
Και τι σημαίνει αυτό; Να είναι «ακέραιος απέναντι στη δουλειά του»; Γιατί κάπου μιλάτε για «προδοτικά κείμενα». Λέτε ότι τα κείμενα προδίδουν.
Απέναντι στη δουλειά του. Πρώτα πρώτα, ο λογοτέχνης οφείλει να έχει ξεψαχνίσει τον εαυτό του. Είναι δύσκολο να βρει κανείς τον εαυτό του. Από τα πιο δύσκολα. Και να μην αντιγράφει. Ούτε να πουλάει στον αναγνώστη σκάρτο εμπόρευμα. Αυτό που νομίζει ότι το δέχεται ο εαυτός του απόλυτα, αυτό θα πει και στον αναγνώστη. Εάν παίζει θέατρο, τελειώνουμε μαζί του. Τελειώνει η τέχνη μαζί του, όχι εμείς, απ’ έξω. Η τέχνη, η λογοτεχνία συγκεκριμένα, δε χαρίζεται σε κανέναν αυτή καθεαυτή, ούτε την ενδιαφέρει η ατομική ζωή των λογοτεχνών. Την ενδιαφέρει ό,τι περνάει μέσα στην πολιτεία των ιδεών της. Εκεί που δε μπορείς να ξεγελάσεις κανέναν.
Μου έκανε εντύπωση στο «Χρονικό» η ιστορία με το στυπόχαρτο. Σήμερα, ακούγοντας ένας νέος είκοσι, είκοσι πέντε χρονών, τη λέξη «στυπόχαρτο», δεν του έρχεται καμία εικόνα στο μυαλό, δεν κουβαλάει το βιωματικό φορτίο της. Πόσο άμεσα μπορεί ένας σημερινός αναγνώστης να διαβάσει έργα που γράφτηκαν τη δεκαετία του ’50, του ’60, του ’70 ίσως, και πόσο εύκολα ένας άνθρωπος στη δική σας ηλικία μπορεί να μπει στον κόσμο ενός νεότερου λογοτέχνη;
Πώς το βλέπω αυτό… Ο μεν παλιός, που θα αναφερθεί στο στυπόχαρτο και σε άλλα που δεν είναι μέσα στις εμπειρίες του νεότερου, μπορεί να γίνει κατανοητός, όχι κατανοητός, η λέξη είναι λίγο παραπλανητική, μπορεί να αφομοιωθεί αυτό που γράφει απ’ τον νεότερο διαισθητικά. Δηλαδή το κείμενο δίνει τα στοιχεία για να μπει στο κλίμα του ο νεότερος. Ο παλιότερος για να μπει στο κλίμα του νεότερου είναι πολύ πιο δύσκολο. Υπάρχει δυσκολία.
Γιατί;
Εγώ, παραδείγματος χάριν, είμαι επιφυλακτικός προς τα νέα παιδιά.
Και τι είναι αυτό που το κάνει πιο δύσκολο για έναν μεγαλύτερο να μπει στον κόσμο του νεότερου παρά το αντίστροφο;
(γέλια) Η αρτηριοσκλήρυνση.
Ποια είναι η γνώμη σας για έναν ποιητή που περιλαμβάνεται και στην Ανθολογία, τον Βύρωνα Λεοντάρη;
Ο Λεοντάρης είχε μια πορεία στην οποία έκανε απότομη αλλαγή. Δηλαδή, πρώτα ως αριστερός, με το σύνδρομο του αδικημένου, του αίματος, όλα αυτά… Και κάποια στιγμή τα παρατάει. Και στράφηκε προς το υπαρξιακό έργο.
Τη δεκαετία του ’70 θα λέγατε;
Οι τελευταίες τρεις συλλογές του είναι οι καλές. Βέβαια, έκρυβε πολύ. Χωρίς να δηλώνει. Υπάρχουν μερικά σημεία κι από Όμηρο, κι από άλλους. Αλλά, τέλος πάντων, αυτό που κάνει δικαιώνεται μες στο ποίημα, γιατί στα τελευταία του ποιήματα –κι αναφέρομαι, είπαμε, στις τελευταίες του συλλογές– πείθει.
Ας πούμε, «Να τελειώνουμε πια με τα τερτίπια της γραφής και της ανάγνωσης / τα ποιήματα συμβαίνουν». Μα αυτό το πήρε απ’ τον Μπόρχες. Ο Μπόρχες το άκουσε από έναν Αμερικανό ζωγράφο, ο οποίος ήταν στο Παρίσι και γινόταν κουβέντα γύρω του για το αν βοηθούν την ποίηση, τη λογοτεχνία, οι κοινωνικοί παράγοντες, η ιδεολογία… Λέγαν διάφορα. Και τους είπε αυτός: «Αφήστε τα όλα αυτά, η ποίηση συμβαίνει». Αυτή ήταν η φράση. Την οποία περνάει μέσα στο ποίημα ο Λεοντάρης χωρίς καμία εξήγηση. Όμως στα τελευταία χρόνια, την τελευταία δεκαετία, δωδεκαετία, ο Λεοντάρης, που έκανε αυτή τη στροφή, άφησε πίσω του τον –να το πω έτσι χοντρά– τον ζντανοφισμό, είναι ένας από τους καλύτερους ποιητές μας μετά τα τελευταία αυτά βιβλία του.
Ώστε θα τον κατατάσσατε στους καλύτερους.
Της γενιάς μας. Νομίζω πως είναι πολύ καλός. Από τους κορυφαίους.
Μαζί με…; Πείτε μου τρία τέσσερα ονόματα ακόμη.
(γέλια) Εάν βγάλουμε τα τελευταία της Δημουλά έξω, τα προηγούμενα είναι καλά. Το Χαίρε ποτέ...
Την Κική Δημουλά μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, δηλαδή;
Μέχρι την Ακαδημία. Όμως και πιο παλιά, πιο πριν από το Χαίρε ποτέ, είχε γράψει αξιόλογη ποίηση. Τώρα, ποιους άλλους θα βάλουμε εκεί, είναι ένα ζήτημα που δυσκολεύομαι να το απαντήσω.
Πάντως μόνο αυτά τα δύο ονόματα σας βγήκανε εύκολα. Ο Βύρωνας Λεοντάρης και η Κική Δημουλά. Ίσως η Ανθολογία να βοηθήσει λίγο σε μια αποκρυστάλλωση.
Δεν νομίζω ότι θα βοηθήσει πολύ.
Γιατί αυτό;
Σε αυτό έχει δίκιο ο Κούσουλας. Σήμερα υπάρχει αυτή η θολούρα. Είναι τόσο πολλοί, όπως και στους νεότερους, του ’70. Γίνεται χαμός. Δεν ξέρω. Δηλαδή δεν έχω και πολύ καθαρή άποψη… Επειδή αυτούς τους ποιητές τους έχω αγαπήσει. Έχω γράψει, έχω ξαναγράψει γι’ αυτούς, ατομικά, μετά με τις εισαγωγές… Είχαν αδικηθεί. Δε βαριέσαι… Τώρα, ποιους ακόμα να βάζαμε μαζί με τον Λεοντάρη και τη Δημουλά… Το ’χω σκεφτεί κι εγώ πολλές φορές. Όμως πάντα δυσκολεύομαι να κάνω διακρίσεις.
Είναι ποιητές που έχουν γράψει λίγα και είναι πολύ καλά. Όπως ο Ρουμελιωτάκης. Επίσης, ένας από τους πιο αδικημένους –αυτός δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ γι’ αυτό– είναι ο Κώστας ο Πασβάντης. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, μα ποτέ, για τον εαυτό του.
Αν δε φύγουν απ’ τη μέση οι ζωντανοί για να σταματήσουν οι συναλλαγές, και να μιλήσουν άνθρωποι χωρίς σχέσεις με τους ίδιους τους ποιητές, ή τους πεζογράφους ή τους κριτικούς ακόμα, δεν μπορεί να υπάρχει ειλικρίνεια, γνώμη καθαρή.
Θα λέγατε ότι η Ανθολογία είναι πιο πολύ μια έκδοση που έρχεται κοιτώντας προς τα πίσω; Για να ξεπληρώσει κάποιο χρέος προς τους ίδιους τους ποιητές της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς; Ή ότι περισσότερο απευθύνεται σε νεότερες γενιές, ώστε να έρθουν σε επαφή με το έργο της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς;
Η πρώτη έκδοση ήταν αναμφίβολα πράξη δικαιοσύνης. Η δεύτερη ξεκίνησε από ανάγκη, θα λέγαμε, γιατί η πρώτη εξαντλήθηκε και δεν υπήρχε στην αγορά. Και ορισμένοι άνθρωποι θεώρησαν ότι αυτό επέτρεπε να την καπελώνουνε. Να την παρασιωπούνε. Και έτσι εξακολουθούσε να υπάρχει η ανάγκη να ξαναβγεί η δεύτερη. Κάνω μνεία και στην εισαγωγή, τη δεύτερη εισαγωγή, ότι στο Λεξικό Πατάκη η δεύτερη μεταπολεμική γενιά δεν αναφέρεται. Δεν υπάρχει. Έχουμε ένα κεφάλαιο για τη γενιά του ’30, για την πρώτη μεταπολεμική, και ύστερα πάμε στη γενιά του ’70. Πώς γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει κεφάλαιο για τη δεύτερη. Και τους συζητάνε ως «οι μεταπολεμικοί», τι θα πει «μεταπολεμικοί»; Να ενωθούμε με την πρώτη; Και γιατί όχι με την επόμενη; Και γιατί όχι η επόμενη με την άλλη, τη νεότερη; Οι διακρίσεις γίνονται για να συνεννοούμαστε, δεν γίνονται γιατί υπάρχει κανένα αγεφύρωτο χάσμα απ’ τη μία γενιά στην άλλη… Δεν υπάρχει χάσμα, αντίθετα. Διαδοχή υπάρχει. Οπότε και η δεύτερη έκδοση εξακολουθεί να έχει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της πρώτης. Δηλαδή, για ποιο λόγο βγήκε η πρώτη; Ως πράξη δικαιοσύνης είπαμε. Αλλά κι η δεύτερη έχει και αυτή την έννοια.
Στην παρουσίαση ο κ. Δαρδανός ανέφερε ότι, επειδή λόγω του συμβολαίου δεν μπορούσατε να παρέμβετε στην πρώτη έκδοση, κάποιοι ποιητές έχουν μείνει έξω και γι’ αυτό θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα συμπλήρωμα.
Δεν συμφωνώ με αυτό. Δεν συμφωνώ, γιατί ποιοι ποιητές έχουν μείνει απ’ έξω; Μπορείτε να μου πείτε δύο τρία ονόματα; Εγώ θα έλεγα ότι λιγότερα έπρεπε να έχει. Όχι περισσότερα.
Αυτή ήταν μια συζήτηση που γινόταν τότε μεταξύ σας και υπήρχαν διαφορετικές απόψεις; Αν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν και άλλοι ποιητές ή όχι;
Όχι, όχι. Ο Ευαγγέλου είχε δουλέψει ο ίδιος, την είχε ετοιμάσει ήδη την Ανθολογία. Όταν εγώ ανέλαβα να γράψω την εισαγωγή, είχα κάποιες διαφορετικές εκτιμήσεις για ποιητές. Ο Ευαγγέλου δεν τις δέχτηκε.
Καμία;
Τίποτα. Είχε ετοιμάσει την Ανθολογία ήδη από πριν. Το ζήτημα είναι ότι, από αυτούς που έβαλε, εγώ είχα αντιρρήσεις για κάποιους, να μην περάσουν στην Ανθολογία. Αλλά δεν μου έπεφτε λόγος, εγώ θα έγραφα την εισαγωγή πάνω σε αυτή τη συγκεκριμένη Ανθολογία, που την είχε ετοιμάσει ήδη, πριν ασχοληθώ εγώ με την ιδέα. Αλλά αργότερα έπαιξε τον ρόλο της η πρώτη έκδοση για να βγάλει ο Σοκόλης μία που εκκρεμούσε, ας πούμε, της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Ενώ εγώ του μιλούσα, του έλεγα «πρέπει να βγει αυτή, όπως την είχε περίπου υποθέσει ο Αργυρίου», ο Σοκόλης, εννιά έχει ο μήνας – δεν άκουγε. Όταν όμως κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος, τότε ζορίστηκε. Τότε κατάλαβε ότι υπάρχει κενό. Και φώναξε τον Αλέξη τον Ζήρα και τον Κώστα τον Παπαγεωργίου για να τη φτιάξουνε. Ο Αλέξης ο Ζήρας αποσύρθηκε. Ο Κώστας επέμεινε. Και σε αυτή έβαλε μερικούς άλλους ποιητές. Εγώ θα έλεγα ότι και από δω, από αυτή την Ανθολογία, πρέπει να λείψουνε.
Θα σας έλκυε η ιδέα να συγκροτούσατε κάποια στιγμή μια ανθολογία νεότερων ποιητών; Δηλαδή ποιητών που εμφανίστηκαν από τη δεκαετία του ’90 και μετά;
Όχι.
Γιατί;
Γιατί είναι ένα ναρκοπέδιο. Εγώ δεν μπορώ να έχω γνώμη για τα παιδιά αυτά. Είμαι πολύ επιφυλακτικός για τους νεότερους.
Περίεργο αυτό που λέτε. Είστε κριτικός και λέτε ότι δεν μπορείτε να έχετε γνώμη.
(χαμογελάει) Ναι.
Όμως έχετε αποκρυσταλλωμένα κριτήρια στον νου σας για το τι κάνει μια λογοτεχνία να είναι καλή.
Πρώτον, δεν τους παρακολουθώ πολύ καλά. Έχω καταπιαστεί με δουλειές διάφορες. Τώρα γίνεται προεργασία ώστε κάποτε, ή σε έναν χρόνο ή το πολύ σε δύο, να κυκλοφορήσει μια ανθολογία νεοελληνικής κριτικής από τις εκδόσεις Σοκόλη. Έπειτα, είχα και το βιβλίο το προηγούμενο – δεν μου μένει και πολύς χρόνος. Ποτέ δεν χόρτασα τον ελεύθερο χρόνο.
Πάντως βλέπω ότι η σύγχρονη ποίηση μάλλον σας φαίνεται ξένη.
Ε, ναι. Είναι φυσικό αυτό, το βρίσκω φυσικό. Αντί να κάνω το λάθος να λέω ότι αυτοί δεν λένε τίποτε… Όπως ειπώθηκε για τους πρώτους μεταπολεμικούς από τη γενιά του ’30, και ιδίως απ’ τον Καραντώνη. Ή αντί να λένε ότι δεν υπάρχει δεύτερη μεταπολεμική γενιά ή να το υπονοούν μιλώντας κατευθείαν για την τρίτη, του ᾿70, όπως ανάφερα κατά την παρουσίαση τον Θεόφιλο τον Φραγκόπουλο. Αλλά δεν ήταν μόνο ο Φραγκόπουλος, ήταν και ο Σινόπουλος, ήταν κι ο Λειβαδίτης, κι ο Μαρωνίτης κι ο Βρεττάκος, αυτοί ήταν τότε και πολλοί άλλοι. Λοιπόν, δεν είναι εύκολο. Να πιάσεις τους νεότερους όταν εσύ έχεις μείνει πίσω. Δεν έχει και τέτοιες δυνατότητες ο άνθρωπος. Πώς θα μπεις σε μια ζωή που δεν την έχεις ζήσει, δεν την ξέρεις;
Από τη Μεταπολίτευση και μετά δεν υπάρχει κριτική. Η κριτική ποτέ δεν ήταν έργο που έβγαινε από χέρια αγγέλων. Πάντα ήταν σκάρτη, σε μεγάλο βαθμό. Είπαμε, Ροΐδης δεν ξαναβγήκε.
Είναι σαν να σας λείπει κάτι, δηλαδή;
Μα λείπει. Μου λείπει η εμπειρία της ζωής των νέων.
Αυτό μας πηγαίνει πίσω στο στυπόχαρτο, που λέγαμε, ότι πράγματι υπάρχει μια απόσταση.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω, μπορεί άλλοι να μπορούν να μιλήσουνε αλλά, προκειμένου να κάνω γκάφες… (γέλια) Δεν πείθομαι εγώ για τη γνώμη μου, εκεί είναι το θέμα.
Πώς βλέπετε την κριτική σήμερα;
Εγώ νομίζω ότι δεν έχουμε κριτική. Όχι τυπικά, ουσιαστικά.
Από πότε και μετά;
Από τη Μεταπολίτευση και μετά δεν υπάρχει κριτική. Η κριτική ποτέ δεν ήταν έργο που έβγαινε από χέρια αγγέλων. Πάντα ήταν σκάρτη, σε μεγάλο βαθμό. Είπαμε, Ροΐδης δεν ξαναβγήκε. Τέσσερα ονόματα ανάφερα, αυτοί που γράφουν χωρίς να παίρνουν υπόψη τι θα πουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Μα «σφάζεις» ανθρώπους, μα «ξεσφάζεις», θα την πεις τη γνώμη σου. Δεν έχεις το αλάθητο. Κανείς δεν έχει το αλάθητο. Αλλά τη γνώμη σου, εφόσον αυτή είναι η γνώμη σου, τι θα κάνεις, οφείλεις να την πεις.
Αυτό που στην Ελλάδα τώρα λέγεται «κριτική» είναι –πώς να τη χαρακτηρίσω;– σαν κριτική. Σαν κριτική – με το «σαν» που έχει πει ο Άρης Αλεξάνδρου, «Μέσα στην ομάδα ήμουνα πάντα ένα σαν».
Ας κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη με δυο αγαπημένους σας στίχους από την Ανθολογία.
Η τελετή των γενεθλίων μιας επανάστασης διακοσίων χρόνων
το τέλος μιας άλλης που έζησε και γέρασε εν αμαρτίαις
ή το εκ νέου άνοιγμα μιας προσωπικής κενής Βαστίλης
(Π. Σωτηρίου, «Επέτειοι»)
Δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-2012)
Ανθολογία
Ανθολόγηση: Α. Ευαγγέλου, Γ. Αράγης
Gutenberg
923 σελ.
ISBN 978-960-01-1847-6
Τιμή: €38,00
πηγή : diastixo.gr