Γιώργος Ανδρέου: «Ο απερίσκεπτος πλοηγός» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη
Η ποιητική συλλογή Ο απερίσκεπτος πλοηγός του Γιώργου Ανδρέου είναι μια ενδιαφέρουσα ποιητική σύνθεση που επιμερίζεται, όχι χωρίς λόγο, σε τέσσερα άτιτλα αριθμημένα μέρη-ενότητες, όσες και οι εποχές του έτους αλλά και τα στάδια που ακολουθεί η εξελικτική πορεία του ανθρώπου προς την ενηλικίωση.
Ο Γιώργος Ανδρέου, όντας ενήμερος της κλασικής παιδείας και των ιερών γραμμάτων, έχει έναν ιδιάζοντα, έναν δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται τα δρώμενα της κάθε μέρας, να κρίνει και να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις. Κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος από πολλούς ομότεχνους σύγχρονούς του. Ο λόγος του είναι λαγαρός, δυναμικός, μαχητικός, εδώ προβλέψιμος εκεί απρόβλεπτος. Είναι χαρακτηριστικό το ολιγόστιχο ποίημα που προτάσσει και φέρει τον συμβολικό τίτλο «Άνοιξη δειλή»:
Δειλή/ μικρή μου/ άνοιξη/ παιδί των Λωτοφάγων/
Εδώ είναι Βαλκάνια, η θάλασσα διαρκής
Οι λεύκες των ανέμων τους της πέτρας του το στάχυ
Των ποιητών το πουργκατόριο ανελέητο
Μικρή / δειλή μου /άνοιξη.
Είναι πικρή αλήθεια πως εδώ σ’ αυτό τον τόπο δεν διαρκεί πολύ ποτέ η άνοιξη της προόδου, η άνοιξη της κοινωνικής, ηθικής και οικονομικής ανασυγκρότησης. Και του πνεύματος, της προόδου, του πολιτισμού η άνοιξη είναι ολιγόζωη.
Με αυτούς εδώ τους εμβληματικούς στίχους δίνει και τις συντεταγμένες με βάση τις οποίες στοιχειοθετεί την ποίησή του. Μια ποίηση εύλαλη, λαγαρή, στοχευμένη και περιγεγραμμένη, εστιασμένη στον πυρήνα ομόκεντρων κύκλων ελληνικότητας.
Ο ποιητής περισσότερο από τον καθένα βιώνει συνειδητά, υποστασιακά, καθημερινά μια πανάρχαια τραγωδία. Πότε τη δική του πότε την ξένη. Ζει στον υπέρτατο βαθμό την τραγωδία που παίζεται διαχρονικά στην ολέθρια πολιτική σκηνή με την αγωνία της έκβασης μένοντας στην αναμονή με την αναγκαιότητα του τέλους.
Παιδιά του Παραδείσου αποπλανημένα όλοι μας
Περιφερόμαστε
Σε άδειες κάμαρες, σε κρύα υπόγεια
(...) στης πληγωμένης μας καρδιάς το οίκημα
(....) Στο εικοσιτετράωρο των σπαραγμών
Στης πανεπόπτριας εργασίας την ανάγκη
(...) ο επιούσιος ο ακαταμάχητος, ο μισερός
Δόσεις και δόσεις κι όσα δώσεις
(....) Εγκλωβισμένος στο μονόδρομο
Εντοιχισμένος σ’ ένα μάταιο αυτοκίνητο.
Αλλού απευθύνεται στην αρχέγονη γυναίκα, την υπεύθυνη για την έξοδο από την Εδέμ του απολεσθέντος Παραδείσου, ζητώντας βοήθεια και, τρόπον τινά, εξορκίζοντάς την με πλάγιες ικεσίες κι επικλήσεις και με καχυποψία διάψευσης:
Κόρη του μήλου και του ώμου μου, εσύ
Αντέχεις τις πληγές μου και τα βέλη τους
(...) να σε πιστέψω όπως παλιά πολύ, εκεί
Στον ανεξίτηλο καμβά των αναμνήσεων
Από μια τρίτη μου ζωή μ’ εσέ κοινή,
Δίχως εγώ, δίχως εσύ, δίχως το δίχως
(...) αραξοβόλι να γενεί το παραμύθι σου...
Ο Γιώργος Ανδρέου, όντας ενήμερος της κλασικής παιδείας και των ιερών γραμμάτων, έχει έναν ιδιάζοντα, έναν δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται τα δρώμενα της κάθε μέρας, να κρίνει και να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις.
Η πορεία του Γιώργου Ανδρέου στην ποίηση ακολουθεί παράλληλους δρόμους σε επάλληλα επίπεδα έκφρασης, ενώ διαχειρίζεται θεμελιώδη ζητήματα όπως η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος ως πόλοι της ζωής, ο διάλογος, η συνομιλία των ψυχών και των σωμάτων, η μοναξιά ως πηγή δημιουργίας, η καλλιτεχνική δημιουργία, η πορεία του έθνους διαχρονικά, ενστερνιζόμενος συχνά γνώριμους εκφραστικούς τρόπους.
Άλλος μεγάλος μπελάς και βάσανο γλυκό η μοναξιά: Δύσκολο ρούχο η μοναξιά, κακός μπελάς, αδιάβατος... Καθένας προχωράει μόνος του μέσα στα πλήθη των ανίδεων που γυροφέρνουνε αδιάφοροι, μπορεί κι εκστατικοί. Με λιτούς στίχους ζωγραφεί εικόνες οπτικές και ακουστικές:
Αργά τη νύχτα ένα αηδόνι
Το ασήμι το θαλασσινό
Η μέλισσα αγιογράφησε
Ήταν το πρόσωπο λαμπρό...
Πορεύεται με διασκελισμούς στον ποιητικό και τον εγκόσμιο χώρο και στο χρόνο, στην ιστορία από σταθμό σε διάσελο κι από στεριά σε θάλασσα, ανακατώνει την τράπουλα των θεμάτων και των διαχρονικών προβλημάτων στην τράπεζα των ποιητικών του διαπραγματεύσεων. Η φυγή, ο αποχωρισμός, οι κάθε λογής απώλειες, ο θάνατος κατέχουν κυρίαρχη θέση στην ποίηση του Γιώργου Ανδρέου, ο πόνος, η ερημιά, τα ερωτηματικά που αφήνει πίσω του ένας αγαπημένος που φεύγει άξαφνα από τη ζωή χωρίς καν να κλείσει την πόρτα πίσω του, αλλά τον έκανε σοφότερο ώστε να μιλάει και να σωπαίνει:
...για το θάνατο
χωρίς περισπωμένες και βαρείες
...γιατί να υπογραμμίσω την απώλεια;
Είναι από μόνη της ευθεία γραμμή...
Ο θάνατος, εξάλλου, κλείνοντας κάθε φορά έναν κύκλο ζωής, είναι συγχρόνως και η ακαταμάχητη βεβαιότητα ότι υπήρξε ζωή. Είναι μεγάλος ο πόνος που προξενεί η απώλεια αγαπημένων φίλων:
Τρεις φίλους έχασα πιστούς τα τρία τελευταία χρόνια
(.....) τρεις φίλους έχασα πιστούς
γι’ αυτούς και τραγουδάω...
Κι όταν...
...η μνήμη των επιστρέφει ανηλεής
με το μαχαίρι των ερώτων στομωμένο
η μνήμη επιστρέφει τα απογεύματα...
Καθίζει στης μητέρας της δικής του την ποδιά και της ζητάει ν’ απολογηθεί, να αιτιολογήσει το λόγο που τον έφερε στη ζωή:
Μάνα, μάνα γλυκιά, γιατί με γέννησες
Γιατί με πέταξες σαν ξεροκόμματο στου αγριεμένου κόσμου τη συμπόνια;
(...) Τι ωφελεί να ζήσουμε όπως πεθαίνουμε
Εξαίσια ανήμποροι
Κατατρεγμένοι αμετανόητοι
Συλλαβιστές ρημάτων ακατάληπτων
(...) τούτο το σύμπαν το αδιάφορο
Θα μας υποδεχτεί εξαχνίζοντας το ύστερο παράπονο...
Έτσι, διατυπώνοντας το «ύστερο παράπονο» κλείνει έναν κύκλο και χαράζει έναν άλλο, τον τέταρτο και τελευταίο, όπου και εναποθέτει τη σφραγίδα της έκβασης ενός αγώνα ενίοτε άνισου, τόσο με τα θέματα που διαχειρίζεται όσο και με την πολυπλοκότητα και τις δυσκολίες στον τρόπο της μεταφοράς των δεδομένων σε ποίηση. Αλλά και με την κατασταλαγμένη πείρα του παππού, ο οποίος, απαλλαγμένος πια από τις αγωνίες και τις ανάγκες «του σώματος του θανάτου», όπως το χαρακτηρίζει ο Απόστολος Παύλος, κάθε μέρα που περνάει νιώθει μακάβρια χαρούμενος γιατί:
(...) Άλλη μια μέρα δίχως σώμα, λίγο το ‘χεις;
Κι από τα ήπια, τα κάπως χαμηλότονα, πηδάει στα ηρωικά, στο συγκλονιστικό ετούτο «Ενθύμιον Τζώρτζη Δημητριάδη», που κόβει την ανάσα και παραλύει αρμούς με της ωμής αλήθειας τη φρικιαστική αφήγηση. Ομολογώ, πως ύστερα από το «Πίστωμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που όταν το θυμάμαι χάνω τον ύπνο μου κι ας έχω περάσει Κατοχή και Εμφύλιο, αυτό εδώ το ποίημα του Γιώργου Ανδρέου θα με κρατάει πολλές νύχτες άγρυπνη προσπαθώντας να βάλω άλλα ενθυμήματα στον νου μου και να γαληνέψω. Θα μεταφέρω εδώ μόνο μερικούς στίχους:
Ήμουνα δώδεκα χρονώ όταν σκοτώσαν τον πατέρα μου οι Τσέτες
(...) Η μάνα μου όταν ξύπνησε (είχε λιγοθυμήσει)
Τσίριξε ώρα πολλή....
Ασπρίσαν τα μαλλιά της ως το απόγευμα
Σαν νύχτωσε για τα καλά με πήρε αγκαλιά
Για ν’ αποκοιμηθώ στον κόρφο της....
(...) Την άλλη μέρα δεν μπορούσαν να με πάρουν από πάνω της
Είχε παγώσει και τα χέρια της με τύλιγαν
(...) Χρειάστηκε να της σπάσουνε το μπράτσο, τότε μ’ άφησε...
Και μόνο γι’ αυτό το τέλειο και τεχνικά ποίημα, ντοκουμέντο αυθεντικό εποχής και διαχρονικό δυστυχώς, που στις μέρες μας πήρε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές διαστάσεις κι έγινε παγκόσμιο θέαμα εκτελέσεων, αξίζει ν’ ασχοληθεί κανείς με την ποίηση και την περίπτωση Γιώργου Ανδρέου.
Η λιτή και απέριττη προσέγγισή του εξάλλου στο φαινόμενο Μακρυγιάννη...
...Ήρθε στον ύπνο μου
Σιωπούσε
...Μάθε μου μουσική
Δείξε μου να χορεύω
Θέλω κι εγώ να ξέρω να πετώ
Έκλαιγα
...Έμαθα ανάγνωση και γραφή
...δίνει το εύρος και το ψυχικό μεγαλείο του αναλφάβητου αγωνιστή που εφεύρε δικούς του κώδικες γραφής και επικοινωνίας κι άφησε έργο περισπούδαστο.
Και για τον Κόντε Σολωμό που η δήθεν αποχή του από το πολιορκούμενο Μεσολόγγι εξακολουθεί να δημιουργεί ανυπόστατα σενάρια, θα πει τον απλό, τίμιο ποιητικά δικαιωτικό του λόγο:
Δεν είναι αλήθεια
Πως αρκέστηκες
Στη φαντασιακή σου προβολή του ιδεώδους...
(...) Ύψος απέναντί σου απροσμέτρητο
Ηχώ παλίντονος εωθινή
Αηδόνα του Ερωτόκριτου
(...) επέστρεψες περήφανος
Στου Πόρφυρα τη ράχη.
Η φυγή, ο αποχωρισμός, οι κάθε λογής απώλειες, ο θάνατος κατέχουν κυρίαρχη θέση στην ποίηση του Γιώργου Ανδρέου.
Και με πόση λεπτότητα και ευστοχία διαχειρίζεται ποιητικά την περίπτωση του ποιητή των «Ωδών» Ανδρέα Κάλβου, στον οποίο αφιερώνει τις πέντε τελευταίες σελίδες, αφηγούμενος δραματικά είτε πραγματικά είτε υποθετικά περιστατικά από την καλυμμένη με πυκνή σκοτεινότητα ζωή του ξεχωριστού κι από τους πιο σημαντικούς ποιητή μας που πέρασε σχεδόν άγνωστος, μην αφήνοντας στη δημοσιότητα άλλο έργο εκτός από τις «Ωδές»:
...Μήτε
μια εικόνα κληροδότησες, σκαρίφημα έστω,
τη φαντασία αφήνοντας οδυνηρά να υποθέτει. Εξαίσιο
(....) οπού μας εξαπάτησες Ιωαννίδη
Πως δήθεν άλλο από νεαρές ωδές δεν έγραψες, όπως
Εκείνος ο Φρατζέσκος ο Ρεμπώ...
(...) Η νύχτα συνεχίζει
(...) Υποκρίνεσαι ότι αγνοείς πως τα οστά σου θα επιστρέψουν
(...)στο χώμα πατρίδος ανηλεούς
Όπου με λήθη διαρκείας
Τα λαμπρότερα των τέκνων της τιμωρεί...
(...) Επιστρέφει.
Ο νεκρός.
Τον γαυγίζουν τα σκυλιά επίμονα,
...κι εκείνος ο ερχόμενος από του Άδη το χαντάκι
κουνώντας το μαντήλι για αποχαιρετισμό
χαμογελώντας που δεν λησμονήθηκε
.......................
Φεύγει. Η λύρα του
Σκυλί πειθήνιο στο αριστερό του πόδι.
Μακριά φωτιές/Μακριά σεισμοί / Διαρκείς /σεισμοί
Σεισμοί ανελέητοι.
Ο απερίσκεπτος πλοηγός
Γιώργος Ανδρέου
Μικρή Άρκτος
64 σελ.
ISBN 978-960-8104-73-0
Τιμή: €11,00
Πηγή : diastixo.gr