Γιάννης Ξανθούλης: «Ο θείος Τάκης» κριτική της Έρικας Αθανασίου

2016-09-20 23:20

Ο θείος Τάκης Γιάννης Ξανθούλης Διόπτρα


Ούτε ο Γιάννης Ξανθούλης, ούτε ο Θείος Τάκης χρειάζονται συστάσεις. Ο Θείος Τάκης, εξάλλου, πρωτοέκανε την εμφάνισή του το 2005, όντας τότε 24 χρονών, και κάπου τόσο παραμένει μέχρι σήμερα. Όπως ο ήρωας του βιβλίου, έτσι και το ίδιο το βιβλίο έχει την τάση να επανεμφανίζεται όταν παρουσιάζεται ανάγκη. Και μάλλον διέγνωσε ότι οι αναγνώστες του Γιάννη Ξανθούλη είχαν ανάγκη να ξαναξεφυλίσσουν τις περιπέτειές του θείου Τάκη κι έτσι έγινε και επανήλθε πρόσφατα στα ράφια των βιβλιοπωλείων, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Η πρώτη ενότητα του βιβλίου τιτλοφορείται «Της Κολάσεως» και, από ό,τι τουλάχιστον διαφαίνεται στην αρχή, μιλάμε για μια μεταφορική κόλαση. «“Ζω στην Κόλαση”, έλεγε. Και της άρεσε της Κατίγκως που ζούσε εκεί, μες στα καζάνια, τα τηγάνια, τις φουφούδες και τα κατσαρολικά, συν ένα υπερσύγχρονο μαραφέτι σταλμένο από την Αμερική για τον πουρέ».

Όλοι οι ήρωες του Γιάννη Ξανθούλη παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, σκιαγραφούνται με ζωντάνια τα συναισθήματά τους, παρασύρουν με άνεση τον αναγνώστη στον κόσμο τους, ο οποίος ζει μαζί τους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αλλά ανησυχεί για την τύχη τους και μετά το τέλος του βιβλίου.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια Αθήνα της δεκαετίας του ’50, όταν ακόμα οι μαγείρισσες ήταν καχύποπτες για τα υπερσύγχρονα μαραφέτια που όλο και κάποιος συγγενής θα έφερνε από την Αμερική, τη χώρα των θαυμάτων.

Στην αρχή, εκτός από την παράξενη θεία Κατίγκω, που ζει στην κόλαση της κουζίνας της, δεν διαφαίνεται κάτι παράξενο στην οικογένεια Βασιλειάδη. Η Κατίγκω, κάτι μεταξύ υπηρέτριας και θείας, πρωτοστατεί σε όλα. Όποιος έχει οποιαδήποτε ανάγκη σε αυτή προστρέχει. Και δεν χρειάζεται καν να τη φωνάξει. Η θεία Κατίγκω ξέρει πότε τη χρειάζονται και τι συμβαίνει παντού στο σπίτι, μέσα από το «ακουστικό στρατηγείο της», μέσω καπνοδόχου, φωταγωγού και αποχέτευσης.

Όταν τα μυστικά της οικογένειας Βασιλειαδη αρχίζουν να βγαίνουν στο φως, ο Τάκης, που δεν είχε γίνει θείος ακόμα, βαδίζει στα εικοσιτέσσερα.... «Κάτι λίγα μαθήματα ήθελε για να πάρει το πτυχίο Νομικής, η Μάρθα είχε παντρευτεί έναν ουρολόγο, που η Κατίγκω τον κοίταζε εξαρχής με αηδία για ευνόητους λόγους, η Ζωή πάλευε με την καρδιά της κι αρνιόταν να πάει στην Ελβετία για εγχείριση και η πιο μικρή, η Αρετή-Τέτη, έγραφε ποιήματα με ομοιοκαταληξία σε “-ούτσος”».

Ο αφηγητής, διαπιστώνουμε στην πορεία της διήγησης, κάνει την εμφάνισή του στην ιστορία προς το τέλος του βιβλίου, και είναι ένας από τους Τάκηδες που καθιστούν τον πρώτο Τάκη «θείο».

Η αρχή της ιστορίας βρίσκει την Αθήνα να παίρνει την πρώτη ανάσα μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, όπου οι οικογένειες έχουν βρει την ευκαιρία να κάνουν και τα δικά τους ξεσκαρταρίσματα, που εύκολα κουκουλώνονται από μια αδέσποτη σφαίρα.

Η Κατίγκω τα έχει βάλει με τον Ντίσνεϊ αυτοπροσώπως, επειδή έχει κάνει ήρωες στις ιστορίες του τα ποντίκια. Τα ποντίκια, τα οποία μπαίνουν στην κουζίνα της και μαγαρίζουν τα φαγητά της. Ποντίκια τα οποία θα εξαφανιστούν μυστηριωδώς από την κουζίνα της, μόλις σταματήσει τον πόλεμο μαζί τους, λόγω θανάτου. Δικού της όχι δικού τους. Τότε θα ξεκινήσει η επίθεση στο σπίτι από μια συκιά. Το δέντρο που εμφανίζεται για να καλύπτει την ασχήμια των εγκαταλελειμμένων σπιτιών. Των σπιτιών στα οποία μπορεί να κατοικούν πια μόνο φαντάσματα.

Τα μυστικά του σπιτιού ξεσκεπάζονται σιγά σιγά, ενώ η Τέτη έχει αποφασίσει να παντρευτεί μακριά, πηγαίνοντας ως νύφη στην Πόλη και ο Τάκης τάζει στην ετοιμοθάνατη μητέρα του ότι θα προσέχει την αδελφή του και, όπου και να βρίσκεται, άμα τον χρειαστεί θα τη φέρει πίσω στο σπίτι.

Ο θείος Τάκης Γιάννης Ξανθούλης Διόπτρα

Ο Τάκης όμως έχει να ρυθμίσει τα δικά του δράματα με τον έρωτα της ζωής του, που όχι μόνο τον περνάει αρκετά χρόνια, αλλά είναι η επίσημη ερωμένη του δικού του θείου. Και όπως σε όλους τους έρωτες που παραμένουν μεγάλοι και δεν αφήνουν να τους φάει η φθορά, και ο δικός τους έρωτας απαιτεί τη λάθος στιγμή, το πολυπόθητο «ναι» χάνεται σε κάποια αναμονή και το γράμμα που θα έπρεπε να διαβαστεί άμεσα ξεχνιέται σε μια τσέπη στην Κόλαση της Κατίγκως, οδηγώντας τον Τάκη στη δική του κόλαση, εθελοντή στην Κορέα.

Ποτέ κανείς δεν έμαθε με βεβαιότητα τι συνέβη στον Τάκη, αφού πτώμα δεν είδαν ποτέ. Εντωμεταξύ ο θείος Τάκης, πιστός στην υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα του, συνόδευσε την αδελφή του νύφη στο γάμο της στην Πόλη, παρά το γεγονός ότι ήδη τον θεωρούσαν χαμένο στην Αθήνα. Έκτοτε ήταν πάντα εκεί όταν τον χρειάστηκε, όπως στα Σεπτεμβριανά, όταν η έγκυος βρισκόταν στο καινούργιο τους μαγαζί με τα χαλιά. Ήταν εκεί για να τη βοηθήσει να ξεφύγει από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο.

Ο θείος Τάκης σφυρίζει σε ρυθμό τζαζ, θα μπορούσε όμως να σιγομουρμουρά το τραγούδι «του νεκρού αδελφού», καθώς τρέχει να σώσει τη δική του Αρετούσα, στο πιο σύγχρονο Τέτη.

Και ας είχε αρχίσει τότε η Τέτη να υποψιάζεται ότι κάτι έτρεχε με το πλοίο Skylark - Κορυδαλλός, με το οποίο κατέφτανε πάντα ο αδελφός της. Ένα μεγάλο πλοίο με μπλε νυσταγμένα φώτα χωρίς ναύτες και αξιωματικούς, που περίμενε μόνο τον Τάκη. Τον Τάκη που έφευγε σφυρίζοντας έναν αμερικανικό τζαζ σκοπό, που είχε μάθει στην Κορέα. Τον Τάκη που εμφανιζόταν πάντα με την καλοκαιρινή στρατιωτική στολή, που φορούσε στην Κορέα.

Ο συγγραφέας με άνεση πείθει τον αναγνώστη του ότι το παράλογο είναι λογικό, ότι το εξωπραγματικό ελάχιστα απέχει από το πραγματικό, ότι υπάρχει ένας κόσμος που δεν τον γνωρίζουμε και απλώς μπορούμε να τον αποδεχτούμε.

Τον Τάκη περίμενε και πάλι η αδελφή του στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μεγάλη πια, παρέα με κάποιον από τους νεότερους Τάκηδες, ο οποίος είχε και αυτός πια τη δική του οικογένεια. Τον θείο Τάκη περίμεναν, που εμφανίστηκε και πάλι, στην ίδια ηλικία όπως πάντοτε, με το ίδιο πλοίο, σφυρίζοντας, σφύριγμα που του ανταποδίδει ο Τάκης που έχει γεννηθεί πολύ αργότερα αλλά όμως είναι πια πολύ μεγαλύτερος.

Ο θείος Τάκης παραμένει καλός σε όλη την ιστορία, όπως και τα αδέλφια του, αντίθετα από αυτούς που τους έφεραν στη ζωή και έζησαν στο σπίτι με πάθη καταστροφικά, συνεχίζοντας να το στοιχειώνουν και μετά το θάνατό τους, τρομάζοντας μέχρι θανάτου όποιον μπαίνει και επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ίδια λάθη.

Όλοι οι ήρωες των βιβλίων του Γιάννη Ξανθούλη παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, σκιαγραφούνται με ζωντάνια τα συναισθήματά τους, παρασύρουν με άνεση τον αναγνώστη στον κόσμο τους, ο οποίος ζει μαζί τους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αλλά ανησυχεί για την τύχη τους και μετά το τέλος του βιβλίου.

Ο συγγραφέας με άνεση πείθει τον αναγνώστη του ότι το παράλογο είναι λογικό, ότι το εξωπραγματικό ελάχιστα απέχει από το πραγματικό, ότι υπάρχει ένας κόσμος που δεν τον γνωρίζουμε και απλώς μπορούμε να τον αποδεχτούμε.

«Το πλοίο απομακρύνεται, το σφύριγμα σβήνει. Μένουμε ως αργά εκεί, δίπλα στα κύματα που αντανακλούν τα φώτα της απέραντης πολιτείας... Δυο χαρισματικοί αιρετικοί της αλήθειας. Εγώ και η θεία Τέτη».

Ο θείος Τάκης
Γιάννης Ξανθούλης
Διόπτρα
424 σελ.
ISBN 978-960-605-048-0
Τιμή: €14,35
001 patakis eshop

 

Πηγή : diastixo.gr