Γιάννης Σκαραγκάς: «Η κυρά της Ρω»
«Δεν θέλουν μάτια τα όνειρα»
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη (1890-1982) ή αλλιώς «κυρά της Ρω» – προσωνυμία που της δόθηκε από τη βραχονησίδα στην οποία έζησε από το 1927-1940, αρχικά με τον άνδρα της Κώστα. Μετά τον θάνατό του πήρε την τυφλή μητέρα της από το Καστελόριζο για να ζήσουν μαζί. Μετά τον θάνατο και της μητέρας της, παρέμεινε εκεί τελείως μόνη μέχρι το δικό της τέλος. Μοναδικός σκοπός της ζωής της ήταν η καθημερινή έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας, υπενθυμίζοντας στην τουρκική απειλή την ελληνικότητα της περιοχής. Η Κυρά της Ρω στάθηκε ένα πρόσωπο εμβληματικό. Θαυμαστό. Ένα σύμβολο δύναμης, αφοσίωσης, ελπίδας, αγάπης και ιδεών.
«Αν ήθελες υγεία, παρακαλούσες τον Θεό, αν ήθελες να φας, παρακαλούσες τον άνθρωπο, και αν ήθελες απογόνους, παρακαλούσες το χώμα». Βρίθει από τέτοια «στασίματα» η γραφή του στην προσπάθειά του να αποτυπώσει εκείνη την κοινωνία, αφήνοντας κατάπληκτο τον αναγνώστη για την τόσο επιτυχή διεισδυτικότητά του στην ψυχολογία και τα πιστεύω των ηρώων του.
Μέσα από τα χρόνια της ζωής της καταγράφεται η ζωή της Ελλάδας με τις καθημερινές συνήθειες, αντανακλώντας ταυτόχρονα και όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν εκείνη τη χρονική περίοδο. Πρωταγωνίστρια και στα δύο, η κυρά της Ρω.
Από αυτή την αγέρωχη προσωπικότητα εμπνέεται ο Γιάννης Σκαραγκάς και γράφει το ομώνυμο βιβλίο του. Μέσα από μια διαφορετική γραφή, αυτή που έχει την αγωνία και το λαχάνιασμα του μόχθου. Παντρεύει συνήθειες, ζωή, Ιστορία και συναίσθημα, μετατρέποντας το βιβλίο σ’ έναν αφηγηματικό μονόλογο. Μέσα από αυτόν, ορθώνεται μια κραυγή αγάπης και αφοσίωσης προς όλα και όλους. Καταγράφει μια κοινωνία, τότε, που όλοι μαζί τραγουδούσαν ζυμώνοντας ψωμί για το καθημερινό τραπέζι αλλά και του γάμου. Τότε, που δεν υπήρχαν κλειδιά στις πόρτες, τότε, που όλα ήταν ανοιχτά και ελεύθερα, εκτός από τις καρδιές και τα στόματα των ανθρώπων. Τότε, που υπήρχε η πρόσβαση στην αυλή τους αλλά όχι στη ζωή τους. Μια κοινωνία κλειστή, συντηρητική, αγέλαστη, που όλα γίνονταν γνωστά. Συνήθειες απαράβατες όριζαν τη ζωή, με τα «πρέπει» να ορίζουν τη διαδοχή των πράξεων των ανθρώπων. Καθημερινότητα γεμάτη από μυρωδιές και μικροχαρές, αυτές που έφερνε μερικές φορές η ζωή και όπου ο άνδρας ήταν η ασφάλεια των γυναικών – ακόμη και ένα απλωμένο ανδρικό πουκάμισο στην αυλή την υπονοούσε.
Αυτή την κοινωνία των «πρέπει», στερημένη από απολαύσεις, γεμάτη κόπους, πολέμους, αντίσταση, υποταγή και θανάτους ο Γιάννης Σκαραγκάς αποδίδει με ποίηση, τρυφερότητα, παρατηρητικότητα, γλαφυρότητα, ρεαλισμό και πλήρη γνώση τού τι έχει διαμειφθεί, σαν να ήταν παρών. Μέσα στις αράδες του, χτίζει το σύμπαν εκείνης της εποχής, μπαίνει στην ψυχολογία της ηρωίδας του αποδεικνύοντας πόσο καλά μπορεί να ελίσσεται και να καταγράφει κάθε φορά μια διαφορετική κοινωνία, όσο μακρινή χρονικά και αν είναι. «Αν ήθελες υγεία, παρακαλούσες τον Θεό, αν ήθελες να φας, παρακαλούσες τον άνθρωπο, και αν ήθελες απογόνους, παρακαλούσες το χώμα». Βρίθει από τέτοια «στασίματα» η γραφή του στην προσπάθειά του να αποτυπώσει εκείνη την κοινωνία, αφήνοντας κατάπληκτο τον αναγνώστη για την τόσο επιτυχή διεισδυτικότητά του στην ψυχολογία και τα πιστεύω των ηρώων του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις συνήθειες που χρωμάτιζαν και όριζαν όχι μόνο την καθημερινότητά τους, όχι μόνο την κάθε εποχή, αλλά γενικά τη ζωή τους σε χαρές και λύπες. Με αποτέλεσμα το κείμενο να έχει μία επιπλέον αξία: τη λαογραφική.
Καταπληκτικές εικόνες, ονείρου και φαντασίας, κοσμούν το κείμενο, όπως το ζευγάρωμα ή τα ερωτηματικά που γεννά η θέα ενός αντρικού ρούχου. Όταν δύο αγρίμια σμίγουν. Ο άντρας και η γυναίκα. Τα ενώνει ο έρωτας. Όλη αυτή η επιθυμία του ταιριάσματος κάνει όλο το κομμάτι του βιβλίου απέναντι στον Κώστα, τον άνδρα της κυράς της Ρω, να είναι μια φωνή αγάπης και θρήνου. Πόσο πολύ τον αγάπησε! Αποδεικνύοντας πόσο πολύ ολοκληρώνεται η ζωή μιας γυναίκας από την παρουσία του άνδρα. Περιγραφή μιας μητριαρχικής οικογένειας/κοινωνίας, η οποία δίνει προβάδισμα στους άνδρες, τους ποτίζει με τις αξίες της για να υποτάξουν κατόπιν δύο θηλυκά: τη γυναίκα και τη ζωή.
Λέει κάπου ο Γιάννης Σκαραγκάς «…στο χώμα πέφτεις, από νεκρή καρδιά. Δεν είναι οι νόμοι που κρατάνε τον ήλιο στη θέση του, αλλά τα αμέτρητα κομματάκια των ανθρώπων που λιαστήκανε μπροστά του και κλείσανε τα μάτια μ’ ευγνωμοσύνη».
Λεξιλόγιο και παρατηρήσεις μιας άλλης ωριμότητας και βιωμάτων έρχονται να επιβεβαιώσουν το χάρισμα της γραφής του να χτίζει κόσμους. Το καταφέρνει με το να διαφοροποιείται απέναντι στους ήρωές τους, αποβάλλοντας τον ρόλο του συγγραφέα καθώς γίνεται ένας από αυτούς. Η σκέψη του μέσα στη σκέψη τους. Ψωμί, δουλειά, οικογένεια, σπίτι, Θεός, Πατρίδα. Ωστόσο, πόνος βγαίνει από κάθε παρατήρηση. Ο πόνος της έλλειψης. Της στέρησης. Γι’ αυτό ευφυώς όλο το βιβλίο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια αλλά είναι ένας μονόλογος. Ένας μονόλογος γεμάτος βεβαιότητα και αμφισβήτηση, αγάπη και απέχθεια, ένδεια και πληρότητα, φόβο και αντίσταση και, τέλος, υποταγή. Έτσι όπως ακριβώς είναι η ζωή. Ένας μονόλογος που ηχεί σαν μια κραυγή της ηρωίδας του ή σαν αφήγηση/εξομολόγηση προς τη ζωή, που τα φέρνει όλα.
Η γραφή του αλλάζει και αυτή. Το λεξιλόγιο ποικίλλει στην προσπάθεια του συγγραφέα να εκφράσουν οι ήρωές του τα συναισθήματά τους. Οι λέξεις, και στο βιβλίο του αυτό, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ταυτόχρονα, περιγραφές και παρομοιώσεις ξεφεύγουν από την ποιητικότητα της σύλληψής τους και χρωματίζονται από τον πόνο που δίνει η ζωή. Μικρές προτάσεις δίνουν σφρίγος στη γραφή, ενώ λέξεις και συλλογισμοί ανοίγουν ρωγμές αγάπης, πόνου, έρωτα, απώλειας, ήττας, ελπίδας, απογοήτευσης, προσμονής, αφοσίωσης και δύναμης. Όλα αυτά αναβλύζουν από τις ρωγμές που χαίνουν στο κείμενο. Προτάσεις μαγικές το συνδέουν. Το κάνουν άλλοτε να ελπίζει και άλλοτε πάλι να αντέχει. Προτάσεις προβάλλουν άλλοτε σαν κραυγές, άλλοτε σαν αγκαλιά γεμάτη στοργή ή γεμάτη πόνο. Παρομοιώσεις, παραπομπές και παραλληλισμοί γεμάτοι από τη σοφία των διαπιστώσεων της ζωής, με τα αντίθετα που εκφράζονται μέσα σε αυτές να αποτυπώνουν τη δυναμική τους. Ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο, όπου η ποίηση μάχεται τον ρεαλισμό δίνοντας και αναδεικνύοντας μια άλλη δυναμική της πένας του συγγραφέα.
Η χρήση μιας διαφοροποιημένης γλώσσας προβάλλει συγχρόνως τη συγγραφική δεινότητα του Γιάννη Σκαραγκά καθώς μετακινείται μέσα από τα βιβλία του από τη μια κοινωνία στην άλλη αποτυπώνοντας άριστα την ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητα της σκέψης, της έκφρασης των ηρώων του. Ωστόσο, το κοινό σημείο το οποίο παρουσιάζει το Ο ουρανός που ονειρεύτηκες και Η κυρά της Ρω είναι πως οι ήρωες αυτών των βιβλίων του, είτε προϊόντα μυθοπλασίας όπως στο πρώτο είτε πραγματικά πρόσωπα, όπως συμβαίνει στο δεύτερο, έχουν έναν κοινό παρανομαστή: είναι αποκομμένοι. Αποκλεισμένοι. Έγκλειστοι. Αιτία το νερό. Αλλού είναι η καταρρακτώδης βροχή, ένα τυχαίο γεγονός, και αλλού είναι η θάλασσα, μια συνειδητή επιλογή. Ίσως ο συγγραφέας να έχει εντοπίσει τις ποιότητες, θετικές και αρνητικές, που αναδεικνύονται όταν πιέζει το γεγονός της απομόνωσης και του αποκλεισμού, διαμορφώνοντας χαρακτήρα και αξίες.
Η συγγραφική πορεία του Γ.Σ. –την οποία θα παρακολουθήσω, γιατί πιστεύω πολύ σε αυτήν– θα μας δείξει αν και στα επόμενα έργα του θα ασχοληθεί/αναδείξει παρόμοιους περιορισμούς στους ήρωές του.
Η κυρά της Ρω, ο «φύλακας» των συνόρων της Ελλάδας απέναντι στην κατακτητική απειλή της Τουρκίας, έγινε η αιτία, μετά τον θάνατό της μέχρι σήμερα, να ζει εκεί ένα μικρό απόσπασμα στρατού, με μόνη αποστολή την καθημερινή έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας.
Η κυρά της Ρω
Γιάννης Σκαραγκάς
Κριτική
84 σελ.
ISBN 978-960-586-215-2
Τιμή: €10,00
πηγή : diastixo.gr