Γιάννης Παπακώστας: «Πού μας πάει αυτό το αίμα;»
Με τίτλο προκλητικό και μ’ ένα ερώτημα σκοπίμως ανοιχτό –Πού μας πάει αυτό το αίμα;– ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας μελετά και αναλύει βαθιά ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής ζωής και Ιστορίας, το χυμένο, για λόγους εκδίκησης, αίμα, που έθρεψε τις ρίζες της νεότερης λογοτεχνίας, μέσω της οποίας το τραύμα μεταπλάστηκε σε τέχνη.
Η ιστορική περιπέτεια του τόπου μας, που άλλοι την απέδωσαν έτσι και άλλοι αλλιώς, έθεσε τη σφραγίδα της στη νεοελληνική ζωή, έγινε ρυθμιστής πολιτικών και άλλων επιλογών, τραυμάτισε συνειδήσεις, σημάδεψε τη μνήμη, χάραξε όρια ανάμεσα στον λαό και έφερε διχασμό, άργησε να μελετηθεί όπως έπρεπε και, τώρα, ακόμα, πληγώνει βαθιά όσους έζησαν το δράμα από κοντά.
Ο Παπακώστας μελέτησε την πορεία αυτού του αίματος, μέσα από τα επιλεγμένα έργα λογοτεχνών, εκ των οποίων άλλοι είχαν προσωπική εμπειρία, ενώ άλλοι μετέπλασαν αφηγήσεις άλλων. Ενδεικτική η περίπτωση Βαλτινού.
Οι ενότητες του βιβλίου είναι επιμερισμένες σε κεφάλαια ανάλογα με τα αίτια που γέννησαν το κακό, με «την κοινή θεματολογία τους», δηλαδή, η οποία «δεν αποκλείει και τη σύνδεση των κειμένων με την ιστορία» κι ακόμη με τον Όμηρο και την αρχαία τραγωδία. Με τον τρόπο αυτό η αυτοδικία, η βία γενικότερα, εκκινεί άλλοτε από αίτια ιδεολογικά και άλλοτε από απολύτως προσωπικά.
Η Μαργαρίτα, η Ιφιγένεια και ο ανώνυμος στρατιώτης, σύμφωνα με το σχόλιο του Παπακώστα, που θέτει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, έχουν παρόμοιο ήθος, με μόνη διαφορά τον τρόπο της μεταστροφής του νεαρού πρώην αντάρτη, επειδή «ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην άρνηση και την απιστία για να καταλήξει στην πίστη. Και αυτή του η στάση βρίσκει την αντίστοιχή της μόνο στην περίπτωση της Ιφιγένειας».
Ο Παπακώστας μάς έχει συνηθίσει σε σοβαρή επιστημονική δουλειά, συνέχεια της οποίας είναι και η παρούσα σημαντική μελέτη του. Καταρχήν προβαίνει σε δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη αφορά τον τίτλο Πού μας πάει αυτό το αίμα;, φράση που έχει αντληθεί από ημερολογιακή εγγραφή του Γιώργου Θεοτοκά το 1944, οπότε ο αδερφοφάδος εμφύλιος σπαραγμός για τη χώρα μας ήταν ανεξέλεγκτος. Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά παλαιότερη μελέτη του ίδιου του Παπακώστα, με αντικείμενο το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη με τον τίτλο Κουστούμι στο χώμα, με την οποία επρόκειτο να συμμετάσχει στον αφιερωματικό τόμο που ετοιμαζόταν από μέλη της Νομικής Σχολής προς τιμήν του τότε πρύτανη του Πανεπιστημίου της Αθήνας κ. Μιχάλη Σταθόπουλου. Η εργασία αυτή, με την παρότρυνση φίλων, λόγω πρωτοτυπίας, αποτέλεσε το έναυσμα της σύνθεσης μιας ευρύτερης μελέτης από 420 σελίδες, με αντικείμενο αντιπροσωπευτικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως ευκρινώς ορίζεται και στον υπότιτλο του βιβλίου.
Οι ενότητες είναι πέντε και, πέραν του Προλόγου και της συστηματικής Εισαγωγής, παρατίθενται με βάση την κοινή θεματολογία τους, με την εξής σειρά: «Ύβρις και Τίσις», «Η μνήμη», «Από την Κατοχή στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο σπαραγμό», «Για λόγους τιμής», «Βεντέτες και άλλα». Μελετώνται συναφή έργα παλαιότερων και σύγχρονων συγγραφέων, όπως των Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Στράτη Μυριβήλη, Στρατή Δούκα, Δημήτρη Χατζή, καθώς και σύγχρονων, όπως των: Θανάση Βαλτινού, Ιωάννας Καρυστιάνη, Δημοσθένη Παπαμάρκου, Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ρέας Γαλανάκη κ.ά.
Ο Παπακώστας, έχοντας διαχρονική εποπτεία της νεοελληνικής και της κλασικής άμα φιλολογίας (έχει σπουδάσει σε μία Φιλοσοφική Σχολή το ένα αντικείμενο και στην άλλη το άλλο) συσχετίζει με άνεση κοινά φαινόμενα της αρχαίας και της νεοελληνικής Γραμματείας. Η περίπτωση, για παράδειγμα, του Πολυνείκη, για τον οποίο η διαταγή του Κρέοντα ήταν να μείνει άταφος, απαντά και στην Ορθοκωστά του Βαλτινού, όπου και το χωρίο:
«Τον φέραν κυλώντας, με τις κλωτσιές. Και τον γάζωσαν με μια ριπή. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει, θα τον σκοτώσουν».
Η Μονή Ορθοκωστά χρησιμοποιήθηκε από τους αντάρτες ως κέντρο συγκέντρωσης και ανακρίσεων. Στο Ορθοκωστά, λοιπόν, το πιο πολυφωνικό έργο από όλα του παρόντος βιβλίου, η αφήγηση ανήκει στους δράστες και στους παθόντες, αποδίδοντας ωμά τα τραγικά γεγονότα. Τα δύο σημειώματα –Είσοδος και Έξοδος–, εγκυκλοπαιδικά γραμμένα, σκόπιμα, ενταγμένα και υφολογικά διαφοροποιημένα από το κυρίως κείμενο, δεν πληροφορούν τον αναγνώστη για τίποτε από ό,τι συνέβη εκεί. Σαν η ζωή να ισοπέδωσε ό,τι διατάραξε την ησυχία της και συνεχίζεται ομαλά και σαν ο συγγραφέας να είναι απλώς μια μηχανή αναπαραγωγής των γεγονότων χωρίς καμιά συμμετοχή. Στο κύριο μέρος όμως, η λιτή ομοδιηγητική, αυτοδιηγητική αφήγηση βάζει τον εκάστοτε δράστη ή παθόντα να μιλά για την προσωπική του εμπειρία. Η απλή καθημερινή ιδιολεκτική γλώσσα, το λιτό, μακρυγιαννικό ή συναξαριακό ύφος, το καθημερινό λεξιλόγιο με τις λαχανιαστές μικρές προτάσεις, όσο να ειπωθούν τα αναγκαία, και η συχνή χρήση της φράσης «του λέω», «μου λέει», «του είπα», σαν σύνδεσμοι που συγκρατούν την αφήγηση για να μην ξεστρατίσει σε περιττές αναφορές, επίσης ο ρεαλισμός της εικόνας, οι επαναλήψεις και η συχνή παρεμβολή του διαλόγου συνιστούν στοιχεία προφορικότητας που προσδίδουν στο έργο έντονη θεατρικότητα.
Η περίπτωση της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη απασχολεί τον Παπακώστα στο κείμενο με τον τίτλο «Προεκτάσεις». Η Παπαδάκη, τραγωδός, φίλη Γερμανού αξιωματικού, εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ. Ο Άγγελος Σικελιανός της αφιέρωσε τετράστιχο ποίημα, όπου φέρει την καλλιτέχνιδα να στεφανώνεται από τις εννέα μούσες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Θεανώ Γαλάτη (με αυτό το όνομα τη βρίσκουμε στο έργο του Θεοτοκά) στα μάτια του κριτή της θεωρήθηκε προδότισσα της πατρίδας και εκτελέστηκε.
Η εργασία αυτή του καθηγητή Γιάννη Παπακώστα είναι μια πρωτότυπη, μοναδική στο είδος της και εξαντλητική μελέτη και, ακόμη, αντιπροσωπευτική για τον τρόπο επεξεργασίας της.
Ο Δημήτρης Χατζής συμμετέχει στο συμπόσιο του αίματος με τέσσερα διηγήματα, ανάμεσα στα οποία και το «Μαργαρίτα Περδικάρη», η περιπέτεια της οποίας με την εκτέλεσή της, κι ακόμη με τη δραματοποίησή της, αποτέλεσε σύμβολο. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της Μάρως Δούκα για τον τρόπο υποδοχής της οικείας συλλογής Το τέλος της μικρής μας πόλης από τον φοιτητόκοσμο της δεκαετίας του 1960 και ειδικότερα με αφορμή την παράσταση του διηγήματος από τους Στέφανο Ληναίο και Έλλη Φωτίου, Καληνύχτα ντε!: «Πέρασαν πολλά χρόνια. Από τότε που μ’ ελβιέλες για ν’ ανοίγουμε κατοστάρι και με βρεγμένη μαντίλα για τ’ ασφυξιογόνα, αλωνίζαμε την Αθήνα, και με το Τέλος της μικρής μας πόλης αναμάσχαλα. Συζητήσεις επί συζητήσεων και δάκρυα επί δακρύων για τη Μαργαρίτα Περδικάρη».
Για τους «Ανυπεράσπιστους» ο Χατζής δέχτηκε δριμεία κριτική από τους κομματικούς κύκλους· κατηγορήθηκε ότι υποχώρησε στην «πίεση της αστικής ιδεολογίας» με απώτερο στόχο τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων ομάδων. Όπως σημειώνει ο Παπακώστας, οι «Ανυπεράσπιστοι» δεν είχαν ούτε αυταπάτη ούτε όνειρο, επρόκειτο για έναν αγώνα άγονο το τέλος του οποίου «σηματοδοτήθηκε μόνο με τον θάνατο». Ο Χατζής, πράγματι, προσπάθησε συνειδητά να δώσει τη συμφιλίωση των δύο αντίπαλων ομάδων με αφορμή τη φονική νύχτα της 12ης Απριλίου 1944, στις κορυφές της Νιάλας, στον νομό Ευρυτανίας, στη διάρκεια της οποίας οι στρατιώτες έγιναν άνθρωποι, όπως άλλωστε δείχνει και η εγχάρακτη μαρμάρινη πλάκα που έχει στηθεί στο ύψωμα:
«Στη θέση αυτή έπεσαν
Χτυπημένοι από
Φοβερή χιονοθύελλα
Αντάρτες του ΣΔΕ –
Στρατιώτες του
Κυβερν. Στρατού
Και άμαχοι πολίτες
Στις 12.4.1944».
Στο «Μικρό σχόλιο για την Ιφιγένεια εν Αυλίδι» η μοίρα ενός σύγχρονου απελπισμένου αντάρτη συνδυάζεται με αυτήν της μυθικής Ιφιγένειας. Ο αντάρτης εγκατέλειψε το κόμμα γιατί «Δεν είταν στρατός αυτό, πόλεμος, επανάσταση, τίποτα δεν είταν. Ψέματα είταν» και «με τον τρόπο που γινόντουσαν τότε τα πράγματα, γρήγορα-γρήγορα τον στήσαν στο απόσπασμα». Τελικά ο αντάρτης θα κάνει ό,τι και η Ιφιγένεια, η οποία θα αλλάξει τη μοίρα που της επιβάλλεται σε προσωπική επιλογή και θα αναφωνήσει: «Κατθανείν μεν μοι δέδοκται· τούτο δ’ αυτό βούλομαι / Ευκλεώς πράξαι».
Η Μαργαρίτα, η Ιφιγένεια και ο ανώνυμος στρατιώτης, σύμφωνα με το σχόλιο του Παπακώστα, που θέτει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, έχουν παρόμοιο ήθος, με μόνη διαφορά τον τρόπο της μεταστροφής του νεαρού πρώην αντάρτη, επειδή «ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην άρνηση και την απιστία για να καταλήξει στην πίστη. Και αυτή του η στάση βρίσκει την αντίστοιχή της μόνο στην περίπτωση της Ιφιγένειας».
Τελευταίο δείγμα μας, το Κουστούμι στο χώμα της Ιωάννας Καρυστιάνη. Μια υπόθεση βεντέτας με αφορμή τη ζωοκλοπή, θα φέρει μετά από πολλά χρόνια αντιμέτωπα δύο ξαδέλφια, με το ίδιο όνομα. Κυριάκος Ρουσιάς. Ο ένας, ανθρωπάκι κοντό με μια βερμούδα και στην πίσω τσέπη το περίστροφο, έμεινε πάντα στα άγρια βουνά, να μη βλέπει και να μην τον βλέπουν. Σκότωσε τον θείο Μύρωνα που είχε σκοτώσει τον δίδυμο, νεαρό αδελφό του σαν αρνί με το μαχαίρι, και απολάμβανε το ψυχομαχητό του. Δεκαεννιά χρονών παιδί και νιόπαντρος δέκα ημερών, πλήρωσε με δεκαεννιά ετών φυλακή. Αλλά το αίμα μόνο με αίμα ξεπληρώνεται. Γι’ αυτό όλη του η ζωή είναι μια αναμονή της σφαίρας που του οφείλει ο ξάδελφος, ο συνονόματος που φυγαδεύτηκε στην Αμερική, στα δεκαπέντε του, που έγινε επιστήμονας, αλλά πίνει συνεχώς χάπια για να ησυχάσει την ταραγμένη του ψυχή, μπροστά στο άγχος ενός χρέους που δεν θέλει να ξεπληρώσει. Σαν τον Ορέστη έξω από τις Μυκήνες μοιάζει ο Αμερικανός Ρουσιάς. Η λύση του δράματος θα δοθεί όταν και οι δύο θα αδειάσουν τα όπλα τους στη θάλασσα, ο ερημίτης θα κοινωνήσει και ο άλλος, ο επί είκοσι οχτώ χρόνια αυτοεξόριστος, θα ξαναφύγει στην Αμερική.
Πού μας πάει αυτό το αίμα;
Αναπαραστάσεις αυτοδικίας και βίας στη νέα ελληνική λογοτεχνία
Γιάννης Παπακώστας
Πατάκης
424 σελ.
ISBN 978-960-16-7820-7
Τιμή: €18,80
πηγή : diastixo.gr