Γιάννης Μανέτας: «Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba»
Ένα ελληνικό campus novel με πολλές προεκτάσεις
«Δύο η ώρα και είχε πάρει να βραδιάζει, ίσα που προλάβαιναν να δουν τα δέντρα στο κοκκινωπό φως του δειλινού. Τη βοήθησε να βάλει το παλτό της. Έξω είχε παγωνιά. Φόρεσαν ένα γάντι ο καθένας, αυτός στο δεξί, εκείνη στο αριστερό και έμπλεξαν πάλι αυθόρμητα τα χέρια που περίσσευαν. Μπροστά στο γιγάντιο και γυμνό από φύλλα δέντρο, της ζήτησε να γυρίσει το πρόσωπό της αλλού, να μην τον βλέπει την ώρα που αγκάλιαζε και φιλούσε τον παγωμένο κορμό».
Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Γιάννη Μανέτα, ο Φώτης Καραδήμος, νιώθει πως χρωστά αυτή την αγκαλιά στο εμβληματικό πανάρχαιο δέντρο, το Ginkgo biloba, που εξακολουθεί να επιβιώνει με ελάχιστες γενετικές αλλαγές μέσα σε εκατομμύρια χρόνια. Κι ας μη γνωρίζει ακόμη πολλά γι’ αυτό, καθώς η σχετική διάλεξη του καθηγητή του στο πανεπιστήμιο της Αθήνας διακόπηκε και σηματοδότησε ταυτόχρονα και τη δική του διακοπή σπουδών, όπως και την αναγκαστική του εξορία στη Στοκχόλμη, κυνηγημένου από τη Χούντα. Όλα όμως ίσως γίνονται για κάποιον λόγο, αδιόρατο αρχικά. Έτσι θα αρχίσει η ακαδημαϊκή καριέρα του και σε κάποια χρόνια θα γίνει καθηγητής αναγνωρισμένος για το έργο του από τη διεθνή κοινότητα. Έτσι θα ξεκινήσει και το campus novel, το ακαδημαϊκό μυθιστόρημα του (επίσης καθηγητή) Γιάννη Μανέτα, με όλη την πλοκή του να διαδραματίζεται γύρω από τον χώρο των πανεπιστημίων, τις φιλοδοξίες και τις ραδιουργίες του καθηγητικού κατεστημένου αλλά και τη σθεναρή αντίσταση που θα προβάλει απέναντί του ο (καθηγητής πλέον στο Αθήνησι πανεπιστήμιο) Φώτης Καραδήμος, όταν μετά από εικοσιπενταετή απουσία από την Ελλάδα θα επιστρέψει για να μείνει έκπληκτος από όσα θα δει να συμβαίνουν στον ακαδημαϊκό χώρο. Σε μια αναλογία με το δέντρο, που τιτλοφορεί και το μυθιστόρημα, ο ήρωας αποδεικνύεται ανθεκτικός (μαζί με ελάχιστους ακόμη) απέναντι σε ένα περιβάλλον που απειλεί να τον ενσωματώσει ή αλλιώς να τον περιθωριοποιήσει, ώστε να καταστήσει ακίνδυνη την ηθική του στάση.
Προλαμβάνω την πιθανή απορία για την εν δυνάμει απήχηση ενός ειδικού ως προς το θέμα μυθιστορήματος, που μοιάζει να απευθύνεται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Η ιστορία διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον –θα της ταίριαζε σε πολλά σημεία ο χαρακτηρισμός θρίλερ– και διατρέχει τη χρονική περίοδο από τη Χούντα ως τη σημερινή εποχή σχηματίζοντας κομμάτι κομμάτι όλη την τοιχογραφία όχι μόνο του ακαδημαϊκού χώρου αλλά και των παραγόντων που εξέθρεψαν το θολό του τοπίο, την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία και την αναρρίχηση στα αξιώματα προσώπων με πολιτικές συνδέσεις και οικονομικές σκοπιμότητες, εστιάζοντας έτσι στον μικρόκοσμο των πανεπιστημίων, αφήνοντας όμως το τοπίο ανοικτό στην ευρύτερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Ταυτόχρονα με ένα απολύτως διακριτό χιούμορ αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις, που διαφορετικά θα προκαλούσαν μόνο θλίψη, καθιστώντας έτσι προκλητικά ενδιαφέρουσα την ανάγνωση· η χιουμοριστική αντιμετώπιση ίσως κρύβει μέσα της και τη δυναμική μιας αισιόδοξης οπτικής, που αλλιώς θα άφηνε τη θέση της στη στάση παθητικής αποδοχής μιας κατάστασης που δεν επιδέχεται αλλαγές. Η επιφανειακή αφέλεια του ήρωα απέναντι στη στοχευμένη δράση των άλλων δεν υπονοεί καμία ρομαντική διάθεση, αντιθέτως αποκαλύπτει τη διαφορετική οπτική του, καθώς και τον ανοίκειο τρόπο δράσης, προκειμένου να πετύχει τον δικό του στόχο και να καταξιώσει τις αγαθές του προθέσεις. Για παράδειγμα, μας ξαφνιάζει η επιλογή να προχωρήσει σε απεργία πείνας κλεισμένος στο γραφείο του μέσα στην πανεπιστημιακή σχολή που τελεί υπό κατάληψη από τους φοιτητές. Ποιος, και μάλιστα καθηγητής, προβαίνει σήμερα σε μια ανάλογη πράξη;
«Αναρωτιόταν γιατί αυτή η μορφή διαμαρτυρίας που κάποτε ανθούσε παγκοσμίως όχι μόνο εγκαταλείφθηκε, αλλά προκαλεί και θυμηδία στις μέρες μας. Είναι η νέα γενιά που ανατράφηκε μέσα στη γυάλα, να μην της λείψει τίποτα από αυτά που στερήθηκαν οι γονείς; Μήπως άραγε η υλική στέρηση του παρελθόντος υπέσκαψε και υποτίμησε την αρετή της εγκράτειας;»
Επίσης τον βλέπουμε να προσεγγίζει καθηγητές με τις ίδιες ή παρόμοιες αντιλήψεις με τις δικές του, προκειμένου να εμποδίσει υποψήφιο για πανεπιστημιακή έδρα, ο οποίος είναι εμφανέστατα ακατάλληλος για τη θέση και πολύ κατώτερος του συνυποψηφίου του, που παραμερίζεται, γιατί οι γνωριμίες του με το καθηγητικό κατεστημένο και τα πολιτικά πρόσωπα δεν επαρκούν. Χάος χωρίζει τις αντιλήψεις των πανεπιστημιακών δασκάλων. Από τη μια η μεθόδευση για να αναδειχθεί ο ανίκανος οικείος, από την άλλη η αξιοκρατία να προσπαθεί να δικαιωθεί με κάθε τρόπο.
«[…] θεωρούσαν ντροπή ακόμα και να σκεφτούν την εκ των προτέρων συμφωνία στον υποψήφιο που θα υποστηρίξουν, θεωρούσαν ότι η επιλογή θα γίνει με κριτήρια αξιοκρατίας που είναι πάγια και αυτονόητα, και έτρεμαν την κατηγορία ότι αποτελούν ομάδα – κατηγορία την οποία συχνά εκτόξευαν εναντίον τους οι ομαδοποιημένοι».
Να επισημανθεί εδώ ότι το σχετικό κεφάλαιο, με έκδηλη τη διάθεση του συγγραφέα για διακωμώδηση των ανάλογων διαδικασιών, είναι από τα πλέον απολαυστικά του βιβλίου.
Μας δίνει λοιπόν ο Μανέτας, ομότιμος καθηγητής πλέον του πανεπιστημίου της Πάτρας, ένα μυθιστόρημα πολύ καλό στη γραφή του, μια ιστορία που με την πλοκή της, με την αγωνία της εξέλιξης αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Μια ιστορία που διαβάζεται ακόμη και από αυτούς που η τύχη δεν τους έφερε ποτέ στα πανεπιστημιακά έδρανα, ωστόσο κατανοούν απολύτως τις συνθήκες που επικρατούν· ο τρόπος προσέγγισης του θέματος διευκολύνει την κατανόηση, η σαφήνεια των στοιχείων που παραθέτει καθιστά εύκολα τον αναγνώστη συμμέτοχο της πλοκής και έτσι κερδίζεται το στοίχημα της μεγάλης αφήγησης: Ο αναγνώστης εγκλωβίζεται στις παραμέτρους της ιστορίας, ταυτίζεται με τον κεντρικό ήρωα, αγωνιά για την τύχη του και συμπαρίσταται.
Σε μια αναλογία με το δέντρο, που τιτλοφορεί και το μυθιστόρημα, ο ήρωας αποδεικνύεται ανθεκτικός (μαζί με ελάχιστους ακόμη) απέναντι σε ένα περιβάλλον που απειλεί να τον ενσωματώσει ή αλλιώς να τον περιθωριοποιήσει, ώστε να καταστήσει ακίνδυνη την ηθική του στάση.
Ωστόσο, δεν είναι το μόνο που επιτυγχάνει με το βιβλίο του ο συγγραφέας. Τοποθετώντας (με απολύτως συνειδητή επιλογή) την ιστορία του στο χρονικό διάστημα από τα χρόνια της χουντικής δικτατορίας και φτάνοντας κοντά στη σημερινή εποχή, ξετυλίγει και το ιδεολογικό υπόβαθρο της Μεταπολίτευσης. Αυτή η πολυσήμαντη περίοδος (και στα μηνύματά της και στις καταβολές της και, κυρίως, στις επιρροές που άσκησε σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου) έχει ελάχιστα εκτιμηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις. Για όσους βρεθήκαμε τότε σε ηλικία ικανή για να βιώσουμε συνειδητά τα γεγονότα, έχει καταγραφεί η σημασία της στην προσωπική μας ζωή, έχει επίσης αναπόφευκτα επηρεαστεί η πολιτική μας τοποθέτηση – όχι τόσο ως προς την οργανική μας ενσωμάτωση σε κομματικούς σχηματισμούς όσο ως προς την αναλυτική προσέγγιση των ιδεολογιών, που είτε προέκυψαν ακμαίες στη διάρκεια αυτών των χρόνων είτε πανηγυρικά επανέκαμψαν μετά από τα χρόνια της παρανομίας. Κυρίως στον πανεπιστημιακό χώρο οι ιδεολογίες αυτές δοκιμάστηκαν (με επιτυχία ή όχι) θέτοντας ταυτόχρονα σε δοκιμασία την αντοχή τους αλλά και την ικανότητά τους να διαφυλάξουν ακέραιες τις αρχές τους. Ο Μανέτας, έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι καταστάσεις ακραίες, δυσάρεστες, ανέξοδες και αδιέξοδες μέσα στα πανεπιστήμια, εστιάζει στον ρόλο των φοιτητικών παρατάξεων, στην εκβιαστική τους λογική, στη συμπόρευσή τους με τους κομματικούς μηχανισμούς και στην εξυπηρέτηση των πολιτικών τους επιδιώξεων, δείχνοντας την τεράστια απόσταση από τη γνήσια επαναστατική λογική των χρόνων της Χούντας. Κατάληψη τότε, κατάληψη και τώρα. Όμως η διαφορά τεράστια.
Ταυτόχρονα με ένα απολύτως διακριτό χιούμορ αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις, που διαφορετικά θα προκαλούσαν μόνο θλίψη, καθιστώντας έτσι προκλητικά ενδιαφέρουσα την ανάγνωση·
«Τι είπατε ότι έχουμε και ποιοι ακριβώς το έχουμε;»
«Κατάληψη. Με απόφαση του φοιτητικού συλλόγου».
«Υποθέτω ότι η αιτία της καταλήψεως θα είναι πολύ σημαντική, αν κρίνω από την πληθώρα των φοιτητών που την υλοποιούν» σχολιάζει ο Καραδήμος, περιφέροντας επιδεικτικά το βλέμμα στον άδειο προθάλαμο μήπως και εντοπίσει και τέταρτο φοιτητή.
Ο ήρωάς του, καθηγητής Φώτης Καραδήμος, αυθεντικά δημοκρατικός στην ιδεολογία του, θα απορήσει με τον ξεπεσμό των ιδεολογιών, θα προσπαθήσει να ανοίξει διάλογο με τους φοιτητές, θα δείξει τη διαφορετική του νοοτροπία από το κατεστημένο (απέναντι στο οποίο υποτίθεται πως και αυτοί στρέφονται), θα εννοήσει τελικά πώς παίζεται το παιχνίδι της εξουσίας από τη νεαρή ήδη ηλικία. Η αντίθεσή του θα βρει πολλές ευκαιρίες για να φανεί. Ποια θα είναι όμως η κατάληξη; Η ευρηματικότητα της συγκεκριμένης γραφής θα δώσει μια λύση απρόσμενη, αποδεικνύοντας ότι η περιπέτεια και η ανατροπή των δεδομένων συνιστούν την ιδιαιτερότητα της μεγάλης αφήγησης, ιδιαίτερα αγαπητής στο αναγνωστικό κοινό, ωστόσο με ελάχιστα πολύ καλά μυθιστορήματα να γράφονται σήμερα υπηρετώντας τις προδιαγραφές του είδους.
Μια παράλληλη σκέψη: Δεν έχουμε άλλα δείγματα «ακαδημαϊκών μυθιστορημάτων» που να αφορούν την εποχή αυτή· ίσως είναι από τα θέματα που δεν αγαπούν οι συγγραφείς, δεν τα αγγίζουν, γιατί, αν δεν τα αγνοούν (οι νεότεροι), τα φοβούνται (οι μεγαλύτεροι σε ηλικία) ακριβώς για την πολυσημία τους και την άκρη του νήματος που φτάνει μέχρι τους ίδιους. Είναι διαφορετικό εντελώς πράγμα να διαβάζεις, για παράδειγμα, τον Στόουνερ του John Williams και να ενθουσιάζεσαι με την πορεία του Αμερικανού καθηγητή μέσα από τις ίντριγκες του εκεί κατεστημένου, και άλλο πράγμα να εντοπίζεις τον εαυτό σου και τις δικές σου διαψεύσεις στο ελληνικό ανάλογο μυθιστόρημα.
Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba
Γιάννης Μανέτας
Αιώρα
384 σελ.
ISBN 978-618-5048-84-6
Τιμή: €14,50
πηγή : diastixo.gr