Γιάννης Μανέτας: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα
Ο Γιάννης Μανέτας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών. Θεωρεί σημαντικότερα επιτεύγματα της σταδιοδρομίας του τη συστηματική αποφυγή της πανεπιστημιακής γραφειοκρατίας, την άρνησή του να διεκδικήσει οποιαδήποτε διοικητική θέση και τη διατήρηση στενής φιλίας με πολλούς από τους μαθητές του. Στη σταδιοδρομία του άλλαξε αρκετά ερευνητικά αντικείμενα στον κλάδο της βιολογίας των φυτών. Παρότι τα αγάπησε όλα με πάθος, δεν έμεινε πιστός σε κανένα, κυρίως επειδή αντελήφθη ότι του ταίριαζε περισσότερο μια ολιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων παρά η υπερβολική εξειδίκευση. Θεωρεί επίσης ότι οι σημαντικότερες στιγμές ενός ερευνητή είναι όταν το αποτέλεσμα ενός πειράματος διαψεύδει την αρχική υπόθεση. Τότε που η ερευνητική ρουτίνα μετατρέπεται σε προκλητικό αστυνομικό αίνιγμα. Πρόσφατα, σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί από τη στερεότυπη γλώσσα των επιστημονικών εργασιών, έγραψε δύο βιβλία που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και εκδόθηκαν στη σειρά Επιστημονικής Εκλαΐκευσης των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης: Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών (2010) και Περί φυτών αφηγήματα: μικρές ιστορίες για φυτά που άλλαξαν τον κόσμο (2014). Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιώρα με τίτλο Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba.
Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba: Το βιβλίο σας είναι μια περιήγηση στην πανεπιστημιακή κοινότητα της χώρας μας από τα χρόνια της Χούντας μέχρι σήμερα. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με το ζήτημα αυτό;
Ξεκίνησα να το γράφω δοκιμαστικά, χωρίς σχέδιο και σκοπό. Και ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι ποιο μπορεί να ήταν τότε το υποσυνείδητο, ασφαλώς, ερέθισμα. Μήπως η αναπόφευκτη απολογιστική διάθεση λόγω της ηλικίας και της αφυπηρέτησης; Μήπως η ανάγκη να περιγράψω, έστω μυθιστορηματικά, αυτά που μου ταίριαζαν και αυτά που με ενοχλούσαν; Αν, ωστόσο, το αρχικό ερέθισμα είναι σκοτεινό, σύντομα ανακάλυψα ότι η διαδικασία, το ταξίδι, με διασκέδαζε. Διαπίστωσα ότι δεν έβλεπα την ώρα να ξεμπερδέψω με τις υπόλοιπες «υποχρεώσεις» μου και να πέσω με τα μούτρα στο γράψιμο. Και με ανησύχησε ότι τα γνήσια, νομίζω, προηγούμενα πάθη μου, δηλαδή την εκπαίδευση και την έρευνα, αυτά που πριν με έκαναν ευτυχή, τώρα τα παραμελούσα και τα υποβάθμιζα σε «υποχρεώσεις». Σύντομα κατάλαβα ότι ένα «εκ των υστέρων» ερέθισμα ήταν η ευχαρίστηση να γράφω ελεύθερα, απαλλαγμένος από τους περιορισμούς που αναγκαστικά επιβάλλει η συγγραφή επιστημονικών εργασιών. Επειδή η επιστημονική γλώσσα πρέπει να είναι απολύτως σαφής, καταλήγει να γίνεται στεγνή και στερεότυπη.
Πόση μυθοπλασία και πόση πραγματικότητα υπάρχει στο βιβλίο σας;
Αναμφίβολα, κάθε συγγραφέας χρησιμοποιεί ως πηγή τις εμπειρίες του. Βέβαια, τις εμπειρίες αυτές τις πειράζει και τις τροποποιεί ώστε να φτάσει στο επιθυμητό μυθοπλαστικό αποτέλεσμα. Και οπωσδήποτε, με μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας, μπορεί να κάνει με τους ήρωες ό,τι θέλει. Μέχρι την υπερβολή. Για παράδειγμα, δεν βλέπει κανείς συχνά πανεπιστημιακούς καθηγητές να κάνουν απεργία πείνας. Εγώ δεν έχω δει, και ενδεχομένως να μην υπάρχει παγκόσμιο προηγούμενο. Έβαλα όμως τον ήρωά μου να την κάνει. Και όπως η τέχνη μιμείται τη ζωή, αντίστοιχα και η ζωή πολλές φορές μιμείται την τέχνη. Εν δυνάμει, λοιπόν, ένας καθηγητής αρκετά τολμηρός θα μπορούσε υπό την επίδραση συγκυριών να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια και να πυροδοτήσει ανάλογα κωμικοτραγικά επεισόδια.
Το πανεπιστήμιο είναι ένας κοινωνικός θεσμός, με ιδιαιτερότητες βέβαια, ωστόσο δεν λειτουργεί πέρα και πάνω από την κοινωνία, της οποίας οι κυρίαρχες δομές έχουν διαμορφωθεί με βάση την απεχθή υπόθεση του Homo economicus. Του εγωιστή ανθρώπου που από τη φύση του, λένε, αποσκοπεί αποκλειστικά στο προσωπικό του κέρδος.
Αληθεύει η γενικευμένη αντίληψη ότι υπάρχει πολύς και αθέμιτος ανταγωνισμός στα ελληνικά πανεπιστήμια;
Υπάρχει και υγιής και αθέμιτος ανταγωνισμός. Και όχι μόνο στα ελληνικά πανεπιστήμια. Μάλιστα, στις πιο προηγμένες επιστημονικά χώρες είναι γενικά στυγνότερος. Δεν είναι κάτι περίεργο. Το πανεπιστήμιο είναι ένας κοινωνικός θεσμός, με ιδιαιτερότητες βέβαια, ωστόσο δεν λειτουργεί πέρα και πάνω από την κοινωνία, της οποίας οι κυρίαρχες δομές έχουν διαμορφωθεί με βάση την απεχθή υπόθεση του Homo economicus. Του εγωιστή ανθρώπου που από τη φύση του, λένε, αποσκοπεί αποκλειστικά στο προσωπικό του κέρδος. Ιδιαίτερα ανησυχητική από την άποψη αυτή είναι η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη τάση τα πανεπιστήμια να πιέζονται ώστε να λειτουργήσουν, πλέον, και αυτά, με τους κανόνες της αγοράς, δηλαδή αγοραία. Να παράγουν με συνοπτικές διαδικασίες (νεοελληνιστί fast track) έμψυχο υλικό και καινοτόμα προϊόντα προς άμεση χρήση από το σύστημα. Πάρε τόσα και σε δύο χρόνια θα έχεις «παραδοτέο» προς κατανάλωση το τάδε προϊόν, αν δεν τα καταφέρεις πήγαινε να παίξεις αλλού. Δηλαδή επαγγελματική ανασφάλεια. Μπορεί άραγε να ανθήσει η επιστημονική έρευνα με διαδικασίες fast track; Και επειδή το νέο «πρόταγμα», συγχωρέστε μου αυτή τη λέξη του συρμού, απαιτεί και τους κατάλληλους ανθρώπους για να επιτευχθεί, αναρωτιέται κανείς ποιοι πανεπιστημιακοί συμπεριφοριστικοί φαινότυποι θα ευνοηθούν. Οι ερευνητές με γνήσια και ανιδιοτελή επιστημονική περιέργεια ή οι καιροσκόποι;
Η σαραντάχρονη πορεία που ο ήρωάς σας Φώτης Καραδήμος διανύει στις σελίδες του βιβλίου σας είναι ανάλογη με αυτή της Ελλάδας από την περίοδο της Χούντας, της Μεταπολίτευσης, φτάνοντας στη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης;
Ουδείς μένει ανεπηρέαστος από το περιβάλλον. Διαφέρει όμως ο βαθμός της επιρροής και η ισχύς των εσωτερικών αντιστάσεων. Αυτές καθορίζουν και τη στάση απέναντι στα πράγματα. Αν πειθήνια θα συμμορφωθείς ή αν σθεναρά θα αντιδράσεις. Ο Καραδήμος έφυγε επί Χούντας, παρέμεινε στην Ευρώπη για 25 χρόνια, άρχισε να μη βολεύεται εκεί όταν έγινε η νεοφιλελεύθερη στροφή, δεν άντεχε να γίνει ο καθηγητής-μάνατζερ, και γύρεψε καταφύγιο στην Ελλάδα, όπου η στροφή ευτυχώς καθυστέρησε. Έχοντας ζήσει και εδώ και εκεί, είχε το προνόμιο να συγκρίνει από πρώτο χέρι. Να αντιδράσει ανάλογα στις περιβαλλοντικές πιέσεις. Με βάση, βέβαια, τον χαρακτήρα που του έδωσα. Επιφανειακά αφελής, εσωτερικά ψαγμένος, με πάθος. Για την επιστήμη, τους έρωτές του, τους φίλους, τα πράγματα που είχε μάθει να του αρέσουν. Πιστέψτε με, υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι στα πανεπιστήμια, όπως εξάλλου και στην κοινωνία. Η μειονότητα που σώζει την παρτίδα.
Οι νέοι που έφευγαν στο εξωτερικό για να αποφύγουν την αναξιοκρατία και τη σύλληψη στην περίοδο της Χούντας και οι σημερινοί που φεύγουν για να αποφύγουν την ανέχεια και την αναξιοκρατία. Θέλετε να σχολιάσετε;
Θεμιτό την εποχή εκείνη κάποιος να φύγει αν κινδυνεύει, και σήμερα που δεν βρίσκει δουλειά. Νομίζω όμως ότι με την «αναξιοκρατία» δεν μπορούμε να γενικεύουμε, είτε πρόκειται για το πανεπιστήμιο είτε για άλλους θεσμούς. Και τότε, όπως και τώρα, υπήρχαν και υπάρχουν, και πάντοτε, ελπίζω, θα υπάρχουν άξιοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι για να επιλέξει και να δουλέψει μαζί τους ο φοιτητής που θέλει να παραμείνει. Γενικότερα, όμως, ας είμαστε λίγο επιφυλακτικοί και με την έννοια της «αξιο-κρατίας». Ουδείς διαφωνεί αν την προτιμήσουμε ως αντίβαρο του νεποτισμού ή της ευνοιοκρατίας. Με την προϋπόθεση όμως ότι θα συμφωνήσουμε και για το πρώτο συνθετικό, δηλαδή για τις συγκεκριμένες «αξίες». Αυτές που θα έδιναν στον κάτοχό τους το δικαίωμα να «επικρατεί», το δικαίωμα του «κράτους», δηλαδή της εξουσίας.
Έχοντας συνεργαστεί με πανεπιστήμια του εξωτερικού, τι θεωρείτε ότι επειγόντως πρέπει να αλλάξει στα εγχώρια;
Αυτά που θα ήθελα να αλλάξουν στα πανεπιστήμια αφορούν και τα ντόπια και τα ξένα. Στην πανεπιστημιακή μου ουτοπία θα ήθελα ο καθηγητής να είναι πρώτα δάσκαλος και μετά ερευνητής, ο ερευνητής να επιλέγει το αντικείμενό του με βάση το επιστημονικό του ένστικτο και όχι τη μόδα ή τις επιλογές των χρηματοδοτικών οργανισμών (κρατικών ή ιδιωτικών), οι φοιτητές να γεμίζουν τα αμφιθέατρα για να κατανοήσουν τον κόσμο και όχι για το χαρτί, η διοικητική γραφειοκρατία να εξαλειφτεί και το δημόσιο να μην εγκαταλείψει τα πανεπιστήμια στην τύχη τους και στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Γιατί όμως αραδιάζοντας αυτό το ευχολόγιο μου ερχόταν στον νου εκείνο το τραγουδάκι του Lucio Dalla, που είχε διασκευάσει στα ελληνικά ο Σαββόπουλος; Εκείνο που καταλήγει «και ως διά μαγείας να εξαφανιστούν κάτι κρετίνοι, κάτι απαίσιοι, που μας ταλαιπωρούν».
Οι φοιτητές είτε επιδιώκουν να ανήκουν σε μια φοιτητική παράταξη αποβλέποντας σε οφέλη είτε αδιαφορούν παντελώς, με αποτέλεσμα να χάνεται εντελώς η ουσία του ρόλου τους. Μήπως αυτή, η ανάμειξη της πολιτικής σκοπιμότητας, είναι και η ουσία του προβλήματος;
Σύμφωνοι, οι φοιτητικές παρατάξεις, όχι όλες στον ίδιο βαθμό, σταδιακά διολίσθησαν σε παρόχους εξυπηρετήσεων, διαβρώθηκαν από την προσπάθειά τους να αποκτήσουν ισχύ. Και βέβαια, οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν προς άγρα ψήφων ήταν ανάλογες με την υποκείμενη ιδεολογία τους. Σε μερικές όμως από αυτές, οι συνδικαλιστές, έστω και αν κατά περιόδους μας εκνεύριζαν, ήταν επιμελείς φοιτητές, καλλιεργημένοι, με ώριμες κοινωνικές ανησυχίες. Με πολλούς από αυτούς παρέμεινα φίλος, παρά τις οποιεσδήποτε, και σε βάθος χρόνου ασήμαντες, διαφωνίες μας. Προσπάθησα τα παραπάνω να φανούν στο βιβλίο, με μυθιστορηματική βέβαια αφήγηση.
Το Ginkgo biloba επιδεικνύει μια χαρακτηριστική γενετική σταθερότητα, σαν να προσπαθεί να διατηρήσει παλιές και δοκιμασμένες προσαρμογές, σε πείσμα του περιβάλλοντος που αλλάζει. Έτσι και κάποιοι από τους ήρωες παλεύουν να περισώσουν κάποιες αξίες μέσα σε ένα περιβάλλον που μας πιέζει να τις λησμονήσουμε.
Παρέες, κλίκες, ίντριγκες, μια ιστορία που επαναλαμβάνεται και θα επαναλαμβάνεται στα πανεπιστήμια επειδή είναι θέμα νοοτροπίας ή κάτι άλλο φταίει για τη διαιώνισή τους;
Η ίντριγκα και η κλίκα παραπέμπουν εννοιολογικά σε αρνητικά συναισθήματα, ως συμπήξεις ατόμων με σκοπό την αθέμιτη νομή της εξουσίας. Συμβαίνουν παντού, όπου υπάρχουν εξουσίες να κατανεμηθούν. Και στα πανεπιστήμια, παγκοσμίως. Η παρέα είναι μια πιο ελαφρά εκδοχή. Και σε κάθε περίπτωση σημασία έχουν τόσο οι στόχοι όσο και οι μέθοδοι. Ο αφελής Καραδήμος, που απεχθάνεται τις ομαδοποιήσεις, δοθείσης της ευκαιρίας καταστρώνει και ο ίδιος δολοπλοκία για να αποτρέψει μια κατάφωρα άδικη εκλογή καθηγητή. Την εκμυστηρεύεται στην παρέα του, δηλαδή σε αυτό το χαλαρό άθροισμα ατόμων που έχουν την ίδια κουλτούρα, και αποφασίζουν από κοινού να την εφαρμόσουν. Λίγο πριν πετύχουν τον σκοπό τους, οι τύψεις για τον τρόπο που ενήργησε τον αναγκάζουν να την αποκαλύψει και στους εχθρούς του. Το πληρώνει. Έχει όμως την ικανοποίηση ότι συνέβαλε σε μια σωστή εκλογή.
Το γεγονός ότι το Ginkgo biloba είναι το δέντρο του οποίου η μορφή παραμένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες και είναι σπάνιο, τι ρόλο παίζει στο μυθιστόρημά σας;
Το δέντρο αυτό συμμετέχει ακούσια σε δύο επεισόδια του βιβλίου. Αποτελεί το αντικείμενο του μαθήματος που παρακολουθεί ο ήρωας, όταν στο αμφιθέατρο εισβάλει η χουντική ασφάλεια και ο ίδιος αναγκάζεται να δραπετεύσει. Το έχει μαράζι που δεν πρόλαβε να ακούσει τότε όλη τη διάλεξη, και παρορμητικά το αγκαλιάζει μερικούς μήνες αργότερα σε μια πλατεία της Στοκχόλμης. Μια κίνηση συμβατή με τον χαρακτήρα του. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να χρησιμοποιήσω το συγκεκριμένο επεισόδιο στον τίτλο. Το σκέφτηκε η Δέσποινα Τσούμα από τις εκδόσεις Αιώρα. Εκ των υστέρων, όμως, μυρίστηκα και εγώ τον συμβολισμό. Το Ginkgo biloba επιδεικνύει μια χαρακτηριστική γενετική σταθερότητα, σαν να προσπαθεί να διατηρήσει παλιές και δοκιμασμένες προσαρμογές, σε πείσμα του περιβάλλοντος που αλλάζει. Έτσι και κάποιοι από τους ήρωες παλεύουν να περισώσουν κάποιες αξίες μέσα σε ένα περιβάλλον που μας πιέζει να τις λησμονήσουμε.
Τελικά, πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα;
Αναμφίβολα. Διότι στο συμπεριφοριστικό μας ρεπερτόριο, εκτός από τον κακό μας εαυτό, έχουν παγιωθεί από πολύ παλιά και χαρακτήρες που δεν ξεριζώνονται εύκολα. Η αλληλεγγύη, η εμπιστοσύνη, ο άδολος και ο ανταποδοτικός αλτρουισμός, η απέχθεια στην αδικία, η αυτοεκτίμηση, η αποστροφή απέναντι στον καιροσκόπο και τον τραμπούκο, η απαρέσκεια για όποιον επιδιώκει να μας κάτσει στον σβέρκο. Ας σκεφτεί ο αναγνώστης ποιους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες θαυμάζει. Συμπεριλαμβανομένων και των χαρακτήρων του δικού μου μυθιστορήματος.
Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba
Γιάννης Μανέτας
Αιώρα
384 σελ.
ISBN 978-618-5048-84-6
Τιμή € 14,50
πηγή : diastixo.gr