Γιάννης Ευθυμιάδης: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ
Γεννημένος στον Πειραιά το 1969, ο Γιάννης Ευθυμιάδης έχει κάνει σπουδές φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μεταπτυχιακές σπουδές στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Το 2004 κυκλοφορεί η πρώτη ποιητική συλλογή του, Στίγμα (ιδιωτική έκδοση), και ακολουθούν οι: Καινός διαιρέτης, Νεφέλη 2007, Γράμματα στον Πρίγκιπα, Μικρή Άρκτος 2010, 27 ή Ο άνθρωπος που πέφτει, Μικρή Άρκτος 2012, Πάνω στο σώμα σου, Μικρή Άρκτος 2014, και το λογοτεχνικό δοκίμιο 12 κείμενα συνομιλίας με Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, Καλλιγράφος 2014. Πρόσφατα παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση χαρακτικής στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, με τίτλο Θηρογένεια. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως καθηγητής στην Ελληνογαλλική Σχολή Jeanne D’Arc. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Στην τελευταία του ποιητική συλλογή, ΠατρΕίδα, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ίκαρος και μας έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί, ο Γιάννης Ευθυμιάδης επιχειρεί να καταγράψει την αποδόμηση μιας πατρίδας, ανασυστήνοντάς την ώστε η ποιητική ουσία να αποτελέσει την ύλη ενός νέου κόσμου.
Ποια είναι η τραγωδία που βιώνει ο ποιητής-αφηγητής της ποιητικής σας σύνθεσης;
Ο ποιητής βιώνει μια δραματική κατάσταση κάθε φορά που σκέφτεται ή γράφει ποιητικά. Η αναμέτρηση με τον ποιητικό λόγο, με την τέχνη γενικότερα, είναι μια εκ προοιμίου χαμένη μάχη. «Νίκη όπου έχει νικηθεί» όπως γράφει και ο Ελύτης στο Μονόγραμμα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί καταλήγει να συμβιβαστεί με την ανεπάρκεια της γλώσσας να εκφράσει τα πιο μύχια που ούτε κι ο ίδιος δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και γιατί η αναμέτρηση αυτή τον φέρνει αντιμέτωπο με την αλήθεια, μια αλήθεια που δεν μπορεί να προσποιηθεί πως δεν βλέπει, πως δεν αντιλαμβάνεται, όσο σκληρή κι αν είναι. Όσο κι αν το μέγεθός της τον υπερβαίνει και τον συνθλίβει κάποιες φορές. Όμως εκεί ακριβώς έγκειται το μεγαλείο αυτής της καταβύθισης στον ποιητικό βυθό. Μέσα από το απόλυτο σκοτάδι, μέσα από έναν προσωπικό αβλέμονα, ο ποιητής αποδύεται στον αγώνα να ανασύρει ένα –μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία– ακέραιο ποιητικό σύμπαν. Κι η ανταμοιβή για την αναερόβια καταβύθισή του είναι η επικοινωνία που πετυχαίνει, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, με τους αναγνώστες του. Στην ΠατρΕίδα προστίθεται κι ένα τραύμα ακόμη. Ο ποιητής αφηγείται όχι μόνο το προσωπικό του δράμα, αλλά το συλλογικό, το πανανθρώπινο. Και πρόκειται για την τραγωδία που βιώνουμε όλοι τις τελευταίες δεκαετίες. Ολοένα και περισσότερο βλέπουμε να χάνονται δικαιώματα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια θεωρούσαμε αναφαίρετα. Η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, ως κι αυτή η ίδια η ζωή. Είμαστε όλοι λίγο-πολύ απάτριδες. Μέσα σε έναν κόσμο που ολοένα στενεύει, αντί να πιάσουμε ο ένας το χέρι του άλλου σε μια οριζόντια ένωση, αναλωνόμαστε σε μια ενδοστρεφή μοναξιά. Κι αυτό είναι κάτι στο οποίο εντέχνως οδηγείται ολοένα και περισσότερο ο σύγχρονος άνθρωπος με την τραγική ψευδαίσθηση ότι είναι αποτέλεσμα δικής του επιλογής. Είμαστε όλοι θεατές των ρόλων που γράφονται για μας.
Ο ποιητής, κάποιες στιγμές, προσπαθεί να κρύψει την ενοχή του πίσω από τους στίχους του. Πού εναπόκεινται οι ενοχές και κατά ποία έννοια ο αναγνώστης γίνεται μέρος αυτών;
Μέσα από την ποιητική λειτουργία ο ποιητής αναβαπτίζεται. Ως στοχαστής κι ως άνθρωπος. Όσο πιο βαθιά φτάσει στην ενδοσκοπική αλήθεια του, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται το δράμα που βιώνει αυτός κι οι άλλοι. Και τόσο περισσότερο αναλογίζεται την ευθύνη του για όσα συμβαίνουν. Η ποιητική του φύση τού επιβάλλει να δράσει. Η ανθρώπινή του όμως ανεπάρκεια, αδυναμία, έλλειψη τον κρατά πίσω. Και εκεί ανάμεσα, το ενοχικό κενό καλύπτεται από την ποίηση. Γιατί αυτή είναι μια ιστορία που κρατά από παλιά, γύρω από την ευθύνη του καλλιτέχνη, του ποιητή. Ο στίχος του Ελύτη «Ο καθείς και τα όπλα του» εξηγεί σε βάθος τον ρόλο του ποιητή, του κάθε ανθρώπου σε όλους τους καιρούς. Δεν είμαστε πλασμένοι να τα καταφέρνουμε όλα. Ο καθένας μας όμως μπορεί να συμβάλει από τη δική του θέση στη συλλογική μας πορεία. Κι ο ποιητής γίνεται καθρέφτης της αλήθειας μας.
Μέσα από το απόλυτο σκοτάδι, μέσα από έναν προσωπικό αβλέμονα, ο ποιητής αποδύεται στον αγώνα να ανασύρει ένα –μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία– ακέραιο ποιητικό σύμπαν.
Η συλλογή σας έχει μια «γεωμετρικότητα» ελυτικής υφής, θα τη χαρακτήριζα. Θα ’θελα να μας αποκαλύψετε τις ακριβείς διαστάσεις της.
Όποτε αποφασίσω να καταπιαστώ με ένα μεγάλο θέμα, με ένα ορμητικό ποιητικό ποτάμι, επιχειρώ να ορίσω την κοίτη του ρεύματος, για να μη χαθώ στην αοριστία και στην αυτοαναφορικότητα. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα θέμα όπως αυτό της ΠατρΕίδας, για τη συλλογική μας υπόσταση και τους εντός και ολόγυρά μας τόπους. Από παλιότερα με έχει αρκετές φορές απασχολήσει το θέμα της ποιητικής σύνθεσης, και τα περισσότερα από τα μέχρι σήμερα ποιητικά μου βιβλία έχουν δομηθεί πάνω σε αυτή τη συνθετική επιλογή. Το ίδιο το θέμα σού υποδεικνύει το χωράφι στο οποίο θα σπείρεις, τις διαστάσεις και το σχήμα του. Στην ΠατρΕίδα ακολούθησα μια στιβαρή τετραμερή σύνθεση. Τέσσερα μέρη ορίζουν τη σταθερότητα ενός τετραγώνου. Μιλώντας για την ασταθή διαρκή ανατροπή της ζωής μας, θέλησα να στηριχτώ σε μια σταθερή ποιητική φόρμα που θα μου εξασφάλιζε έναν κατά το δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο των ορίων μου. Αλλά και μέσα στα επιμέρους κομμάτια του βιβλίου υπάρχει η λογική της μετρημένης συνθετικής πορείας, είτε αυτό αφορά στον αριθμό των ποιημάτων της κάθε ενότητας, είτε στον αριθμό των στίχων ως και των συλλαβών σε κάποιες περιπτώσεις. Σιγά σιγά χτίζεται έτσι ένα ποιητικό οικοδόμημα που με την ίδια του τη μορφή υπηρετεί την ιδέα που εκφράζει.
Αναφερόμενος παραπάνω στον Ελύτη, ενώ δείχνει να είναι σαφής η παρουσία του ελυτικού πνεύματος και διάχυτη παντού, εντούτοις διαρρήδην επικοινωνείτε με άλλες ποιητικές παραδόσεις (Σικελιανό ή με τις ρίζες του δημοτικού μας τραγουδιού). Ποια είναι η καθεαυτό πηγή έμπνευσης της ΠατρΕίδας και ποια τα κρυφομιλήματά της;
Η ΠατρΕίδα είναι μια ποιητική σύνθεση μέσω της οποίας συνειδητά επέλεξα να συνομιλήσω με την ποιητική μας παράδοση. Όχι πως αυτό δεν συνέβαινε και στα προηγούμενα έξι ποιητικά μου βιβλία. Είναι αδύνατον για έναν ποιητή να αρνηθεί ή να ξεχάσει τις ποιητικές του ρίζες. Αυτές θεριεύουν από μόνες τους και δίνουν κλαριά και φύλλα. Είναι όμως διαφορετικό όταν συνειδητά αποφασίζεις να σκύψεις πάνω στους ποιητικούς σου προγόνους και, ελεύθερος από όποια προκατάληψη, να διαλεχθείς μαζί τους, μέσα από την κοινή μας πάντα ποιητική γλώσσα. Και σε τούτο βοήθησε νομίζω και το γενικότερο πλαίσιο του μεταμοντέρνου, το οποίο προσωπικά αναγνωρίζω ως μια υπέρτατη απελευθέρωση από όποια σύμβαση και όποιον περιορισμό, είτε αυτός αφορά στην ποιητική ιδέα, στο θέμα, είτε στη μορφή και τα τεχνικά μέσα που τα υλοποιούν. Ο ρυθμός και το μέτρο είναι άρρηκτα δεμένα όχι μόνο με την ποιητική μας παράδοση και την αναγνωστική μας εμπειρία, αλλά ακόμη και με την καθημερινή μας ομιλία, τα γλωσσικά μας ακούσματα. Και είναι ένας από τους εκφραστικούς τρόπους, ίσως από τους πιο λειτουργικούς, με τους οποίους επέλεξα να μιλήσω σε αυτό το βιβλίο.
«…τριγύρω σφίγγει το σκοινί της βουλιμίας» – μια, ας μου επιτραπεί ο όρος, οξυδερκής εικόνα. Πού εντοπίζετε τα βουλιμικά επεισόδια της καθημερινότητάς μας;
Ο άνθρωπος του καιρού μας βιώνει τα αποτελέσματα μιας φρενήρους πορείας «προόδου», που τον έφερε σε ανεξέλεγκτα ύψη και τον γέμισε με μια παράδοξη αλαζονεία. Πιστέψαμε πως είμαστε ικανοί για τα πάντα και αυτοενεχυριαστήκαμε, υποθηκεύοντας την ίδια μας την ελευθερία, κυρίως την εσωτερική. Επιθυμούμε ολοένα και περισσότερα με μιαν ακόρεστη μανία απόκτησης, θα έλεγα καλύτερα κατάκτησης. Και αδιαφορούμε για το αν το περίσσευμα αυτής της βουλιμικής μας μανίας στερεί τα απαραίτητα από τον διπλανό μας. Και με τα απαραίτητα δεν εννοώ μόνο ή κυρίως τα υλικά αγαθά. Ο άνθρωπος σήμερα παθιάζεται με την εξουσία, με την όποιας μορφής εξουσία και επιβολή. Και όσο τραβάει το σκοινί, αυτό σφίγγει γύρω του και τον πνίγει, μέσα σε έναν ίλιγγο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως... μέθη της επιτυχίας, κι όχι ως νάρκωση της ανθρωπιάς.
Από τη μία η λυρική ομορφιά των στίχων σας να συναντά την απόγνωση-διάψευση και από την άλλη ένας συνεχής ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας της παράδοσης με το σήμερα. Συνθετότατο, αλλά αρκούντως επιτυχημένο εγχείρημα. Αυτό αποτέλεσε εξαρχής τον στόχο της συλλογής σας ή γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της συγγραφής της;
Είναι χρέος μας όσοι γράφουμε, όσοι κάνουμε τέχνη γενικότερα, να βουτάμε στα νάματα της παράδοσης, να συνομιλούμε με το παρελθόν σε γλώσσες και κώδικες καμιά φορά ως και παρωχημένους ή δυσλειτουργικούς και να αναπαρθενεύουμε το σώμα το ποιητικό, το καλλιτεχνικό, με τη γλώσσα και την αίσθηση του καιρού μας. Κι αν μιλήσω ειδικότερα για την ποίηση, οφείλουμε να πηγαίνουμε τον λόγο της ακόμη πιο πέρα, να χαράζουμε νέους δρόμους στη σκέψη και στην έκφραση. Αυτό το μοναδικό προνόμιο της ποίησης, να αποκαλύπτει το νέο μέσα από τα πιο παλιά υλικά, είναι και η υπέρτατη λειτουργία της. Και ο ποιητής επωμίζεται την ευθύνη να φέρει σε πέρας αυτή την... ανακάλυψη. Και σκόπιμα χρησιμοποιώ τον όρο αυτόν. Γιατί τελικά συνειδητοποιεί κανείς πως το «νέο» υπήρχε ανέκαθεν μπροστά στα μάτια μας, απλά μέσα από την ποιητική ή την όποια καλλιτεχνική διαδικασία έρχεται στο φως, αποκαθαίρεται και μεταδίδεται στον συνάνθρωπό μας με τη γλώσσα του καιρού του, μέσα στην επικοινωνιακή συνθήκη της συγχρονίας, με τρόπο που να μπορεί να επικοινωνηθεί και να ενεργοποιηθεί. Γιατί αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης, να ξεβολεύει πρώτα τον δημιουργό της και να παρακινεί και τους άλλους να ακολουθήσουν αυτή την απρόβλεπτη διαρκή ανατροπή.
«Κάθε κουλτούρα διαφθείρει, αλλά η γαλλική κουλτούρα διαφθείρει απόλυτα», λέει ο Λόρενς Ντάρελ – ομολογουμένως κυνική, κατά μια έννοια, άποψη. Εσείς τι θα «προσάπτατε» στην ελληνική κουλτούρα;
Ως προς τους δημιουργούς, μας διακρίνει ένας υπερβολικός θαυμασμός σε καθετί ξενόφερτο και παραγνωρίζουμε πολλές φορές ό,τι σημαντικό πραγματοποιείται καλλιτεχνικά στον τόπο μας. Αποκηρύσσω βέβαια κάθε ομφαλοσκοπική εσωστρέφεια, αλλά και από την άλλη κάθε δουλική μίμηση. Ως προς τους κριτικούς, οι περισσότεροι έχουν αφοσιωθεί περισσότερο στην πεζογραφία, σε βάρος του ποιητικού λόγου, και από την άλλη δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη να διαμεσολαβήσουν ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό για έργα που τώρα γράφονται. Η κριτική σε επίπεδο κριτικών σημειωμάτων μένει κάποιες φορές στην επιφάνεια της βιβλιοπαρουσίασης, χωρίς να αναπτύσσει έναν γόνιμο και δημιουργικό διάλογο με τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Σε επίπεδο βαθύτερης μελέτης της λογοτεχνικής μας παραγωγής από τους ερευνητές, τους πανεπιστημιακούς κ.ά. έχει μείνει στις πρώτες μεταπολεμικές γενιές. Ο κριτικός οφείλει, όπως και ο δημιουργός, να αναλαμβάνει το ρίσκο και την ευθύνη των λόγων του. Και η διαμεσολάβησή του ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό του είναι μια τέτοια απαράγραπτη ευθύνη. Στο ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την ποίηση φέρει καθένας από μας την ευθύνη που του αναλογεί. Ο αναγνώστης δεν αφιερώνει χρόνο και διάθεση, ο δημιουργός ολοένα και κλείνεται σε έναν ερμητισμό που τον αποξενώνει από το κοινό του, αλλά και ο κριτικός δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να αναδείξει ποιητικές φωνές του καιρού μας, δεν τοποθετείται απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία που συντελείται σήμερα, αναλαμβάνοντας βέβαια και το ρίσκο, το οποίο όμως προσωπικά θα εκτιμούσα αφενός ως κάτι εξόχως γοητευτικό και αφετέρου ως σημαντική συμβολή στην πνευματικότητά μας.
Ο μεταμοντέρνος ποιητικός λόγος πιστεύετε πως έχει υφαρπάξει κάτι από την ποιητική μας συνέχεια;
Ο ποιητής θα πρέπει να έχει τις αισθήσεις του τεταμένες για ό,τι συμβαίνει γύρω του, για ό,τι γράφεται, να παρακολουθεί τις εξελίξεις της τέχνης του και να συνομιλεί μαζί τους. Έτσι αντιλαμβάνομαι το μεταμοντέρνο. Ως μια άκρα απελευθέρωση, απενοχοποίηση των πάντων. Αν το μεταμοντέρνο σημαίνει μόνο στροφή προς μια στείρα «νεωτεριστική» απόπειρα διαρκούς εντυπωσιασμού, αυτό το μεταμοντέρνο δεν με αφορά. Με συγκινεί εξίσου μια παράτολμη απόπειρα να εξελιχθεί ο ποιητικός λόγος, όσο και μια ευλαβής συστροφή ή επανάληψη. Όταν διαβάζω ένα ποίημα, δεν μπορώ να μην το εκλάβω μέσα στην ιστορική συγκυριακή συνθήκη. Αλλά την ίδια στιγμή προσπαθώ να ξεχάσω όσο είναι δυνατόν το από ποιον και κυρίως το πότε γράφτηκε, και να απολαύσω την καθαρή ουσία του. Με τα παραπάνω θέλω να πω πως ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός αφυδάτωσαν σε έναν βαθμό την ποιητική μας ουτοπία, ρίχνοντάς μας σε μια φρενήρη κούρσα πρωτοτυπίας, κάποιες φορές δίχως νόημα και, δυστυχώς, αντίκρισμα. Σε αυτό το σημείο φέρουμε ακέραια την ευθύνη για την απομάκρυνση του κοινού από τον ποιητικό λόγο. Αν παλιότερα η ποίηση ήταν για τους λιγότερους, αυτό είχε να κάνει, νομίζω, με το γεγονός ότι αφενός οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν την παιδεία αλλά και τον χρόνο και τον τρόπο να έρθουν σε επαφή με την ποίηση και αφετέρου γιατί τα μέσα για τη διάδοσή της ήταν πενιχρά. Σήμερα που εκλείπουν όλοι αυτοί οι λόγοι οφείλουμε να «ανοίξουμε» την ποίηση και να επιδιώξουμε μια ευρύτερη επικοινωνιακή συνθήκη ποιητικού αναστοχασμού.
«…που ως κι η αγάπη, Κύριε, μιάνθηκε», μια σκληρή αλήθεια. Πού ακριβώς ηττηθήκαμε και χάσαμε τη μενανδρική ετυμηγορία της Αγάπης ως «…ουδέν μείζον ούτε ίσον εστί»;
Η αγάπη είναι η απόδειξη της ύπαρξής μας. Όσο πιο κίβδηλη είναι η αγάπη μας, τόσο πιο κούφια περιεχομένου είναι κι η ύπαρξή μας. Για να παραφράσω τον σεφερικό στίχο, και τη ζωή μας τη φορτώσαμε με τόση ματαιοδοξία που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε με τόση κενότητα που φαγώθηκε απ’ τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά. Η αγάπη είναι ο δρόμος για να ενωθούν πραγματικά οι άνθρωποι και το ασφαλέστερο κλειδί για να επικοινωνήσει βαθιά ο δημιουργός με τους αποδέκτες της τέχνης του. Κι όσο πιο άδολη είναι η αγάπη αυτή, όσο πιο ολάνοιχτοι βαδίζουμε κι οι μεν κι οι δε προς τον άλλο, τόσο πιο επιτυχημένη θα είναι η συνεύρεσή μας. Από την πλευρά του ο ποιητής πρέπει να αγαπήσει πρώτα και κύρια τον άνθρωπο και μετά την τέχνη του και τους καρπούς της. Και μέσα από αυτή την ατόφια αγαπητική σχέση όλοι οι δρόμοι θα είναι ανοιχτοί, όσο «ερμητικό» και απαιτητικό κι αν είναι ένα ποίημα. Το κλειδί θα είναι η αγαπητική μας αθωότητα.
Ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης φαίνεται ίσως κερδισμένος σε σχέση με τον εικαστικό που αποχωρίζεται το έργο του. Ποια μπορεί να είναι η λανθάνουσα «εκδίκηση» του εικαστικού έναντι του ποιητή;
Κάθε δημιουργός που υπηρετεί μια από τις καλλιτεχνικές αυτές ιδιότητες βιώνει το ίδιο «τραύμα αποχωρισμού», το ίδιο αίσθημα «οικειοθελούς παραβίασης των πιο μύχιων μερών της υπόστασής του». Κι ο ποιητής κι ο εικαστικός θεωρώ πως, απ’ τη στιγμή που δημοσιοποιούν το έργο της τέχνης τους, όποιο κι αν είναι αυτό, παύουν να έχουν την κυριαρχία επί των λειτουργιών του. Το έργο τέχνης αυτονομείται και διαγράφει τη δική του πορεία, τις περισσότερες φορές ερήμην του δημιουργού του. Κι είναι ίσως αυτό το πιο μαγικό στοιχείο σε αυτή τη μορφή της επικοινωνίας. Το «ερήμην». Δεν ξέρω καν ποιος, πού και πότε θα έρθει σε επαφή με ένα ποίημα ή με ένα εικαστικό μου έργο. Δεν ξέρω πώς θα το εκλάβει, πώς θα συνομιλήσει μαζί του, ποια εντύπωση θα του κάνει, αν και σε ποιο βαθμό θα αλλάξει τη σκέψη ή τη ζωή του. Η τέχνη είναι το πιο καλά κρυμμένο μυστικό και υπό την έννοια αυτή καθένας που βρίσκει τους τρόπους να το αποκωδικοποιήσει γίνεται εν μέρει συνδημιουργός και συνδικαιούχος.
Η αγάπη είναι η απόδειξη της ύπαρξής μας. Όσο πιο κίβδηλη είναι η αγάπη μας, τόσο πιο κούφια περιεχομένου είναι κι η ύπαρξή μας.
«Ένα σημείο μόνο δώσ’ μου, Κύριε, να πορευτώ γαλήνιος στον αιώνα», στίχος που κλείνει τη συλλογή. Κλείσιμο με μια ικεσία προς το Άπαν, που συμπυκνώνει και το κλίμα της συλλογής. Μήπως τα σημεία δίδονται, αλλά κάπου έχει χαθεί η εσώτερη επαφή;
Τα σημεία υπήρχαν ανέκαθεν. Κι ανέκαθεν ήταν ολοφάνερα. Αυτό που μεταβλήθηκε είναι η διαύγεια του ανθρώπου, διαύγεια πνευματική και ψυχική, για να τα δει και να τα αποκρυπτογραφήσει. Ο σύγχρονος άνθρωπος, και κυριότατα ο δυτικός, μυθοποίησε κι εξιδανίκευσε τη λογική και την επιστήμη, με αποτέλεσμα να ατροφήσει το «άλογο» στοιχείο, η ενσυναίσθηση. Δεν είναι τυχαίο που εντελώς απαίδευτοι άνθρωποι έχουν αυξημένη την ικανότητα να επικοινωνούν βαθιά με τη συμπαντική αλήθεια. Και συνακόλουθα προς αυτό πιστεύω πως ο ποιητικά αμύητος άνθρωπος έχει πολλές φορές την καθαρότητα και τη διαύγεια να αντιληφθεί την ουσία του ποιητικού λόγου και την πραγματική αξία της ομορφιάς. Είναι σαν το μικρό παιδί στο παραμύθι «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα». Μπορεί να δει και να αντιληφθεί την αλήθεια κι έχει το θάρρος, την ελευθερία, πρώτα πρώτα την εσωτερική, να την ομολογήσει.
Η ΠατρΕίδα θα μπορούσε να αποδοθεί ως μια συλλογή επαναπροσδιορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συνέχεια της ποιητικής σας αλήθειας ποια θα είναι; Έχετε τιθασεύσει τις ποιητικές σας εκρήξεις, ώστε να διοχετεύσουν τον επόμενό σας ποιητικό λόγο;
Αλίμονο αν μπορούσαμε να τιθασεύσουμε τις ποιητικές εκρήξεις εν τη γενέσει τους. Κι η ΠατρΕίδα, όπως και τα προηγούμενα ποιητικά μου βιβλία, από μια τέτοια αδυναμία ελέγχου της ποιητικής έκρηξης γεννήθηκαν. Ο ποιητής οφείλει να αφήνεται στην παιγνιώδη αυθαιρεσία της ποίησης και μετά ο στοχαστής μέσα του να αναλαμβάνει να ξεδιαλύνει, να βάλει σε σειρά τα ποιητικά σπαράγματα που του αποκαλύφθηκαν και να τους δώσει μια υπόσταση με συνοχή. Η ΠατρΕίδα αποτελεί μια απόπειρα επαναπροσδιορισμού της δικής μου ματιάς πάνω στον κόσμο, τον κόσμο εντός κι ολόγυρά μου. Επιχείρησα να δω πέρα από τα πράγματα, πιο βαθιά από την ίδια την υλική τους υπόσταση. «Βρίσκομαι πια στην ηλικία που αναστρέφοντας δεν βλέπω αστέρια, βλέπω μόνο τον θεό». Και υπό την έννοια αυτή το ποιητικό αυτό βιβλίο είναι μια κιβωτός της πατρίδας που γνώρισα και βλέπω να μεταβάλλεται αέναα, της πατρίδας υπό την έννοια του τόπου και της ζωής που αυτός φέρει, αλλά και της πατρίδας ως σκέψη, ως ιδέα κι ως τέχνη ακόμη. Ως προς τα ποιήματα που γράφονται αυτόν τον καιρό, βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των... ατιθάσευτων μικρών εκρήξεων. Τους αφήνομαι, ώσπου να νιώσω δυνατός να τα ελέγξω. Πάντως, κατά την πάγια πρακτική που ακολουθώ από το πρώτο κιόλας ποιητικό βιβλίο μου, τόσο από την άποψη του θέματος όσο και της μορφής, θα βρίσκονται αρκετά μακριά από αυτά της ΠατρΕίδας. Έχω πάντα την αγωνία να αναμετριέμαι με νέους ποιητικούς δρόμους και ως προς το τι και ως προς το πώς της τέχνης αυτής. Και η αγωνία μου αυτή έχει να κάνει και με την «έξοδο» του ποιητικού μου λόγου στον αναγνώστη που θα ’ρθει. Όπως λέει κι ένας στίχος της ΠατρΕίδας, «Θέλω να σου μιλήσω απεγνωσμένα, μέλλον».
Ευχαριστούμε πολύ!
Κι εγώ σας ευχαριστώ.
ΠατρΕίδα
Γιάννης Ευθυμιάδης
Ίκαρος
68 σελ.
ISBN 978-960-572-229-6
Τιμή €10,00
πηγή : diastixo.gr