Γιάννης Χουβαρδάς: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ
Έχει συνδέσει το όνομά του με τη θεατρική σκηνή της χώρας μας την τελευταία 30ετία. Με το πολύπλευρο ταλέντο του έχει καταστεί ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους σκηνοθέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Γιατί από την αρχή της πορείας του, ο Γιάννης Χουβαρδάς ξεχώρισε με το όραμα και την καινοτόμα οπτική του στο θεατρικό γίγνεσθαι. Υπήρξε συνιδρυτής, σκηνοθέτης και ηθοποιός στη Θεατρική Συντεχνία από το 1977 ως το 1980 και οργανωτής του διεθνούς φεστιβάλ «Διεθνείς Ημέρες Ανοιχτού Θεάτρου», με εναλλακτικά θεατρικά συγκροτήματα. Το 1991 ίδρυσε το Θέατρο του Νότου, έναν πολιτιστικό οργανισμό αφιερωμένο στην ανανεωτική δουλειά. Συνεργάστηκε με εθνικά και κρατικά θέατρα της Ελλάδας και του εξωτερικού ανεβάζοντας ξεχωριστές παραστάσεις, εντυπωσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Επίσης, για παραπάνω από μια πενταετία, από το 2007 ως το 2013, υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Μια πλούσια θεατρική διαδρομή όπου, όπως λέει και ο ίδιος στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, οι επιλογές του περιέχουν κυρίως τη βαθιά του ανάγκη να επικοινωνήσει. Φέτος ο Γιάννης Χουβαρδάς διασκευάζει και σκηνοθετεί τη Lulu του Φρανκ Βέντεκιντ, ένα από τα κορυφαία κείμενα του παγκόσμιου θεάτρου.
Lulu στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ποια ήταν η αφόρμηση για την ενασχόλησή σας με τον εξπρεσιονιστή Φρανκ Βέντεκιντ;
Ο Βέντεκιντ υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους πιο αγαπημένους μου θεατρικούς συγγραφείς. Η οξύτατη κοινωνική του ματιά, σε συνδυασμό με μια εξωστρεφή θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τα έργα του (που όμως ποτέ δεν αφίσταται της αλήθειας) τράβηξαν την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή. Ειδικά η Lulu αποτέλεσε και αποτελεί για μένα ένα διαρκές ορόσημο στην πορεία μου. Αυτό το κείμενο κατορθώνει να συγκεράσει τόσο πολλά θεατρικά είδη τόσο αποτελεσματικά, που πιστεύω πως δεν υπάρχει όμοιό του στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου.
Στον Βέντεκιντ, η Lulu είναι μια διαβολική ύπαρξη. Στη θεατρική της διασκευή, όπου κυρίως επικεντρωθήκατε;
Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης. Η Lulu είναι ό,τι οι άλλοι (και κυρίως οι άνδρες του έργου) τη θέλουν να είναι. Κάποιοι άνδρες τη βλέπουν ως διαβολική ύπαρξη, κάποιοι ως αθώα παιδούλα, άλλοι ως την Εύα του Αδάμ, άλλοι ως αντικείμενο προς οικονομική εκμετάλλευση, άλλοι ως φαμ φατάλ ή ως αιώνια πόρνη, άλλοι ως κατοικίδιο ή ως άγριο θηρίο, κ.λπ. κ.λπ., μέχρι που, στο τέλος του έργου, ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης την υποβιβάζει στο επίπεδο ενός κομματιού κρέατος. Ο κατάλογος είναι τόσο μεγάλος, όσο και ο αριθμός των εραστών-διεκδικητών-ιδιοκτητών της. Στην παράστασή μας, η Lulu ανταποκρίνεται με επιτυχία σε κάθε ρόλο που της δίνουν.
«Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα», λέει κάπου ο Ν. Καζαντζάκης. Αυτή η αδιαφιλονίκητη έλξη που οδηγεί πολλές φορές στη συντριβή πόσο σας απασχόλησε στην καλλιτεχνική σας πορεία;
Φαντάζομαι πως η απάντηση είναι αυτονόητη. Όλοι έχουμε συντριβεί από το γυναικείο σώμα (που βέβαια στις καλύτερες περιπτώσεις εκφράζει τη γυναικεία ψυχή). Το ζήτημα είναι να μαζεύουμε τα κομμάτια μας και να δινόμαστε από την αρχή με όλο μας το είναι στον υπέροχο αγώνα. Έτσι και στην τέχνη, σχεδόν μέσα σε κάθε καλλιτεχνικό έργο ενυπάρχει, φανερά ή κρυφά, ο ερωτικός πόθος. Συχνά αποθεούμενος μετά από μια επιτυχημένη ένωση, απείρως συχνότερα όμως καταβαραθρωμένος και –γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο– πολύ πιο συγκινητικός.
Αυτό το κείμενο κατορθώνει να συγκεράσει τόσο πολλά θεατρικά είδη τόσο αποτελεσματικά, που πιστεύω πως δεν υπάρχει όμοιό του στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου.
Αυτός ο, εν είδει, αμοραλισμός του Βέντεκιντ στον οποίο υπάρχει η «τυραννία» του σεξ δεν αποτελεί καθρέφτη του σήμερα;
Το θέμα της ηθικής είναι πολύπλοκο. Αν ο Βέντεκιντ παρουσιάζει στα έργα του πρόσωπα που δεν υπακούουν στους κώδικες της αστικής ηθικής, ή περιγράφει συμπεριφορές που καταπατούν τους κανόνες που διέπουν τους θεσμούς της αστικής κοινωνίας, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να τον κατατάξουμε στους «αμοραλιστές». Η γνώμη μου είναι ότι ο Βέντεκιντ παρουσιάζει ανάγλυφες τις εξοντωτικές για τους ανθρώπους αντιφάσεις αυτής της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση δείχνει πώς το σεξ, από φυσική λειτουργία και θείο δώρο, έχει υποβιβαστεί σε εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής συναλλαγής. Προφανώς αυτό είναι σήμερα πιο ορατό από ποτέ.
Η νομιμοποίηση του έρωτα δεν πιστεύετε ότι υποκρύπτει και μια προστυχιά; Αυτή της σύμβασης, της απώλειας του μυστηριακού;
Εδώ αγγίζουμε ένα εξίσου μεγάλο και πολύπλοκο θέμα, που επίσης βρίσκεται στην καρδιά του προβληματισμού του Βέντεκιντ. Ο έρωτας πρέπει να είναι ελεύθερος. Όμως τη στιγμή ακριβώς που επισημοποιείται (γάμος, επίσημο «ζευγάρωμα», κοινωνική αποδοχή κ.λπ.), υπόκειται στους κανόνες της αστικής ηθικής, που είναι αμείλικτοι. Αυτό είναι που καταστρέφει τους άντρες της Lulu, όχι η ίδια η Lulu. Ο Βέντεκιντ παρουσιάζει μια απάνθρωπη κατάσταση, αυτή της απόλυτης ασυμβατότητας του φυσικού με το κοινωνικό.
Η κάθε νέα βουτιά, μετά το πέρας κάθε σκηνοθετικής σας απόπειρας, τι φέρνει στην επιφάνεια;
Συνήθως απογοήτευση γιατί δεν έχω φτάσει στον πραγματικό βυθό ή, αν έχω φτάσει, γιατί δεν έμεινα εκεί αρκετά, καθώς με πρόδωσε η αναπνοή μου.
Η κάθε σας επιλογή ενέχει το στοιχείο της πρόκλησης ή απλώς της ικανοποίησης μιας επιθυμίας;
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Μερικές φορές η όποια επιλογή μου περιέχει και τα δύο, αλλά συνδυαστικά με τη βαθιά μου ανάγκη να επικοινωνήσω (είναι αυτονόητο, πιστεύω, πως η ανάγκη της επικοινωνίας εμπεριέχει και επιθυμία και πρόκληση). Απλώς τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να το κάνω με τους δικούς μου όρους, κάτι που είναι καθήκον κάθε καλλιτέχνη. Δεν είναι βέβαια πάντα επιτυχής αυτή η απόπειρα. Όταν όμως είναι, η ικανοποίηση και των δύο πλευρών αποζημιώνει για τις όποιες δυσκολίες.
Στην πορεία όλων αυτών των χρόνων αισθανθήκατε μια μετατόπιση και ανοχή σε πράγματα που παλιότερα δεν διαπραγματευόσασταν;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση, αφού μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με την απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση. Μετατοπίσεις γίνονται συνεχώς, συχνά ερήμην μας, κι αυτό είναι ένδειξη ζωής. Ως προς την ανοχή θα έλεγα ναι, προσπαθώ όμως να μην της επιτρέπω να με αναγκάζει σε συμβιβασμούς που δεν θέλω, όπως π.χ. με την πλήξη και την ξεροκεφαλιά.
Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις σας στη θεατρική σκακιέρα;
Ο Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν του Ίψεν στο Μέγαρο Μουσικής στα τέλη Ιανουαρίου και το Κάποιος θα έρθει του Γιον Φόσε στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ τον Μάιο.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Το βιβλίο Λούλου του Φρανκ Βέντεκιντ κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Κάπα Εκδοτική, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και με επίμετρο του Γιάννη Χουβαρδά.
πηγή : diastixo.gr