Γιάννης Ατζακάς: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα Διπλωμένα φτερά ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε, το 2007. Μετά το μυθιστόρημα Θολός βυθός, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Κάτω από τις οπλές, Φως της Φονιάς και πριν από λίγο καιρό η συλλογή διηγημάτων Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη .
Η ορμή του έρωτα, από τη φύση της τυφλή, σφοδρή και αποκλειστική, μπορεί να αφανίσει το ένα, καμιά φορά και τα δύο μέρη. Η αγάπη μόνο να επουλώσει τις πληγές, να απαλύνει τον πόνο μπορεί.
Οκτώ διηγήματα με ήρωες που μιλούν για ανεκπλήρωτους έρωτες, για κακοτυχίες και καταβύθιση στο σκοτάδι. Δεν υπάρχει όμως η ελπίδα;
Ακόμη και για εκείνους από τους ήρωες, τον «Οδυσσέα», τον Άγγελο, τον Στρατή, τον Ζήση, τη Ρωξάνη, που εντέλει καταστρέφονται, που καταβυθίζονται στο σκοτάδι, υπάρχει, στην αρχή τουλάχιστον, μια έκλαμψη, ενώ είναι και κάποιοι, ο «Τηλέμαχος», ο Νικήτας, ο Στέργιος, ο δάσκαλος, ο Φάνης που προορίζονται να σωθούν. Άλλωστε, στην τέχνη οι θεατές και οι αναγνώστες, ταυτιζόμενοι ακόμη και με τους πιο τραγικούς και μοιραίους από τους ήρωες, είναι εκείνοι που πάντοτε «σώζονται», εξευγενίζονται και ανυψώνονται. Διαφορετικά, πώς να εξηγηθεί που επιμένουμε με τόσο πάθος να παρακολουθούμε αρχαίες και σαιξπηρικές τραγωδίες, να διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Καρυωτάκη, μυθιστορήματα όπως Το κιβώτιο, Λοιμός, Οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν κ.ά.; Και πώς γίνεται, αγαπητέ μου Ελπιδο-φόρε, να μην υπάρχει ελπίδα, όταν αυτό που μας μαθαίνει η μεγάλη πεζογραφία είναι πως οι εποχές αλλάζουν και όλες οι κρίσεις κάποτε τελειώνουν; Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που πότε χάνονται και πότε έχουν το σθένος να αντέξουν και τις φοβερότερες δοκιμασίες, να βρουν το κουράγιο να προχωρήσουν. Αν δεν υπήρχε ελπίδα, που αυτή πάντα πεθαίνει τελευταία, τότε εσύ θα έπρεπε, για λόγους συνέπειας, να παραιτηθείς από το βαπτιστικό σου όνομα!
Μεσοπόλεμος, εμφύλιος, δικτατορία, μεταπολίτευση. Σκοτεινές διαδρομές και πρώτοι τριγμοί κατάρρευσης. Αλήθεια, είχε αυτιά ο μέσος Έλληνας για να ακούσει αυτόν τον προάγγελο της κατάρρευσης;
Η δραματική αυτή διαδρομή θα περίμενε κανείς να έχει οπλίσει τον «μέσο Έλληνα» με τεράστια ιστορική εμπειρία, με ασφαλές κοινωνικό ένστικτο, με σταθερή πολιτική φρόνηση. Οι εποχές ευμάρειας όμως που επακολούθησαν έφραξαν όχι μόνο τα αυτιά του, σφράγισαν όχι μόνο τα μάτια του, αλλά στόμωσαν ακόμη και τον νου του. Έτσι, «τυφλός τα τ’ ώτα τα τ’ όμματα τον τε νουν», έφτασε αμέριμνος ως την άκρη του γκρεμού. Αποτελεί ιστορική ειρωνεία ένας λαός που πέρασε παγκόσμιο και εμφύλιο πόλεμο, που άντεξε στερήσεις, κατατρεγμούς και ξεριζωμούς, να καταστρέφεται σε καιρούς ειρήνης και πλαστής έστω ευημερίας. Οι προσφερόμενες ευχέρειες, οι παχυλές παροχές, η ακόρεστη απληστία κατόρθωσαν στο τέλος να εκμαυλίσουν και να αποχαυνώσουν τον «μέσο Έλληνα», αν υπάρχει μια τέτοια κοινωνική οντότητα. Αν αυτά ακούγονται δυσάρεστα στα αυτιά του, υπάρχει τότε πιθανότητα και να αληθεύουν, αν όχι απόλυτα, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό.
Στο διήγημα «Η λίμνη», έχουμε έναν έρωτα που έχει άδοξο τέλος. Γιατί φοβόμαστε να αγαπήσουμε τον συνάνθρωπό μας;
Από το «Έρωτα συ, με περισσή όταν λαβώνεις δύναμη..» ως το «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» η απόσταση είναι όση τα τετρακόσια περίπου χρόνια που χωρίζουν τον Ευριπίδη από τον Ιησού. Πρόκειται για συναισθηματικές εκφάνσεις εντελώς διαφορετικές. Η ορμή του έρωτα, από τη φύση της τυφλή, σφοδρή και αποκλειστική, μπορεί να αφανίσει το ένα, καμιά φορά και τα δύο μέρη. Η αγάπη μόνο να επουλώσει τις πληγές, να απαλύνει τον πόνο μπορεί. Είναι, πιστεύω, ο εγωισμός, η ιδιοτέλεια, η μοχθηρία, περισσότερο, παρά ο φόβος που θέτουν τα πραγματικά εμπόδια στην αγάπη.
Από την άλλη, γράφετε για την προδοσία της γυναίκας. Μέσα από αυτή την κατάσταση, μήπως ωριμάζει καλύτερα ο κάθε νέος μας;
Στο Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη η πολύφερνη Σόνια, από μεγαλομανία και υπολογισμό, προδίδει τον άδολο έρωτα του Νικήτα. Στα χρόνια που έφτασα, είδα και ερωτικές προδοσίες ανδρών, έζησα και προδοσίες φίλων κι αυτές είναι οι πιο οδυνηρές. Αν σκεφτεί όμως κανείς ότι ακόμη κι ο Μεσίας χρειάστηκε έναν προδότη από τους μαθητές του για να εκπληρώσει την αποστολή του, παρηγοριέται κάπως. Η προδοσία δίνει συνήθως σκληρά μαθήματα, κι αυτό που διδάσκει δεν οδηγεί πάντα στην ωριμότητα· συχνότερα καταλήγει στην επιφύλαξη, την απομόνωση, τη μοναξιά.
Τι άλλαξε σήμερα στον έρωτα και πώς τον αντιμετωπίζουν οι νέες γενιές;
Να το πω από την αρχή. Είμαι άνθρωπος άλλης εποχής και «παλαιάς κοπής», η τελευταία γενιά μιας μακραίωνης και αδιατάρακτης συνέχειας που γνώρισε η αγροτική κοινωνία της χώρας. Στη νεότητά μου είχα πιστέψει σε μια εκ βάθρων κοινωνική αλλαγή, γι’ αυτό και είχα πάντα μια μόνιμη δυσπιστία για τους ποικίλους και του συρμού επικαιρικούς μοντερνισμούς. Γεννήθηκα την πρώτη χρονιά της Κατοχής, πέρασα τα παιδικά χρόνια μου μέσα στον Εμφύλιο, την εφηβεία στα «πέτρινα χρόνια» του ’50, την πρώτη νεότητα στη βαρβαρότητα και το ζόφο της απριλιανής δικτατορίας. Η δική μου γενιά, το ευγενέστερο έστω τμήμα της, διαποτισμένη από μιαν ισχυρή ιδεαλιστική ροπή, είχε, βέβαια, εξιδανικεύσει και τον έρωτα. Στη γυναίκα εκείνο που έθελγε ήταν η μορφή, η καθαρότητα της ματιάς, η αγνότητα της έκφρασης, τα χαρίσματα της ψυχής. Μετά ήρθαν οι γενιές της ειρήνης και της ευμάρειας. Οι νεότεροι –και εννοώ τις επιγενόμενες γενιές της ύστερης κυρίως μεταπολίτευσης– γρήγορα και χωρίς περίσκεψη μας γύρισαν την πλάτη, αγνόησαν τη γνώμη και την εμπειρία μας·σπατάλησαν ασυλλόγιστα τη μικρή αλλά έντιμη κληρονομιά μας, δανείστηκαν απερίσκεπτα χρήμα, λέξεις, ήθη, απομιμήθηκαν τα πάντα με έναν εντελώς συμπλεγματικό επαρχιωτισμό· παραδόθηκαν σε κάθε υπερβολή και κατάχρηση· ανέχθηκαν κάθε εκζήτηση και παρέκκλιση στους άλλους, για να μπορούν κι αυτοί ανενόχλητοι να απολαύσουν τα πάντα με τη σειρά τους. Ο έρωτας ξέπεσε σε μια φτηνή, εύκολη, ευκαιριακή και εφήμερη σχέση. Έτσι, αναπόφευκτα παραδόθηκαν σε μια αγοραία τεχνολογία και είναι απόλυτα προδιαγεγραμμένο στο μέλλον οι περισσότερες σχέσεις και πολλοί έρωτες να είναι διαδικτυακοί. Γνωρίζω ότι είναι μια πολύ αυστηρή, γενικευμένη και σχηματική άποψη, όμως η σκέψη αρέσκεται να κατασκευάζει θεωρητικά σχήματα, αρκεί, όταν αυτά διαψεύδονται, να εγκαταλείπονται. Αληθινά, νοσταλγώ τον διάχυτο και εκρηκτικό ερωτισμό της δικής μας εποχής, τον έρωτα για μια μόνο γυναίκα, μοναδική, απόρθητη, ιδανική – έστω κι αν επρόκειτο για μια φαντασίωση και μόνο.
Στην ιστορία «Ο Οδυσσέας στη Μαύρη θάλασσα», κυριαρχεί η νοσταλγία και οι μνήμες της πατρίδας. Ποιες είναι οι αντοχές του πρόσφυγα στη θέληση της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο;
Ο ομηρικός Οδυσσέας δεν είναι μόνο ο πολυμήχανος και ο πολύπλαγκτος (πολύπαθος) επικός ήρωας, αλλά και το αρχετυπικό σύμβολο της νοσταλγίας. Εκείνους του άντρες, πολεμιστές της Αλβανίας, της Εθνικής Αντίστασης, του Εμφυλίου Πολέμου, τους καταδικασμένους σε μια ισόβια πολιτική υπερορία, αυτό που περισσότερο τους τυραννούσε ήταν ο πόνος για τη μέρα του γυρισμού, για το «νόστιμον ήμαρ»· ενώ αυτό που τους κρατούσε και τους ψύχωνε ήταν η ελπίδα της επιστροφής στη δική τους Ιθάκη – συναίσθημα που μπορούσε να επικαλύπτει ακόμη και την πίκρα της απογοήτευσης και της διάψευσης.
«Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη». Μια ακόμη όμορφη ιστορία για μια γενιά που θυσίασε τα πάντα για να αλλάξει την Ελλάδα. Υπάρχουν σήμερα άνθρωποι όπως ο Νικήτας, που ακροβατούν στη ζωή μέσα από τους αγώνες για ένα καλύτερο μέλλον;
Άλλες ήταν οι ανάγκες, τα αιτήματα και τα οράματα της δεκαετίας του ’60, που τα διεκδικήσαμε και τα πιστέψαμε, παρά την εκδικητικότητα και την καταδίωξη που άσκησε το πολιτικό σύστημα των νικητών εναντίον μας. Και βέβαια υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που θα διεκδικήσουν, αρκεί να μην περιορίζονται στην ανάκτηση μόνον όσων έχουν χαθεί, αλλά να στραφούν σ’ αυτό που μπορούν οι ίδιοι να δημιουργήσουν, έστω κι αν χρειαστεί να καταβάλουν ακόμη και βαρύ προσωπικό τίμημα.
Κάθε βιβλίο σας έχει το δικό σας χρώμα. Αυτό όμως δεν καθορίζει και το στυλ του κάθε συγγραφέα;
Αυτή είναι, πιστεύω, και η υπέρτατη φιλοδοξία κάθε δημιουργού: Να αναγνωρίζεται η γραφή του από μια σελίδα, από μια παράγραφο, ακόμη και από μια και μόνο φράση. Τότε μόνο μπορεί να μιλήσει κανείς για προσωπικό ύφος. Αυτό στην περίπτωσή μου όμως ακόμη είναι αναζήτηση και όχι επίτευγμα.
Γράφετε μυθιστορήματα, νουβέλες και τώρα διηγήματα. Έχουν καμία σχέση αυτά τα είδη μεταξύ τους;
Ανήκουν και τα τρία, μαζί με το αφήγημα, στο μεγάλο γένος της πεζογραφίας. Εκτός από τις τεχνικές ιδιαιτερότητες και τους περιορισμούς του κάθε είδους, οι διαφορές τους είναι κυρίως ποσοτικές.
Τα τελευταία χρόνια, παρά την οικονομική κρίση, οι εκδότες τολμούν με την έκδοση διηγημάτων. Πού οφείλεται αυτή η αλλαγή;
Οι καταχρήσεις πάντα πληρώνονται και η αλήθεια είναι πως το μυθιστόρημα δεν τις απέφυγε, έχοντας ίσως, με τον πληθωρισμό του σε σελίδες και τον κορεσμό του σε προσφορά, προκαλέσει κόπωση στους αναγνώστες του. Αυτός είναι ίσως ένας από τους λόγους μεταστροφής των εκδοτών, αν κανείς συνυπολογίσει και το κόστος έκδοσης. Η μεγάλη και λαμπρή παράδοση στο διήγημα, όπως γίνεται πάντα, άργησε αλλά έδωσε πλούσιους καρπούς, με την εμφάνιση ξαφνικά μιας πλειάδας διηγηματογράφων με μεγάλες αξιώσεις. Ακόμη και αναγνωρισμένοι μυθιστοριογράφοι έχουν στραφεί πρόσφατα στο διήγημα – ίσως είναι η εκδίκηση του διηγήματος, και στο μέλλον, πιστεύω, και η ποίηση θα ζητήσει και θα λάβει τη δική της εκδίκηση.
H μεγάλη και λαμπρή παράδοση στο διήγημα, όπως γίνεται πάντα, άργησε αλλά έδωσε πλούσιους καρπούς, με την εμφάνιση ξαφνικά μιας πλειάδας διηγηματογράφων με μεγάλες αξιώσεις.
Αν και κοντεύετε τη δεκαετία στα ελληνικά γράμματα, έχετε δώσει ποιοτικά δείγματα μέσα από τη γραφή σας. Είσαστε ικανοποιημένος από αυτή την πορεία;
Είναι μια συγγραφική πορεία που άρχισε με τα Διπλωμένα φτερά (2007), το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, συνεχίστηκε με τον Θολό Βυθό (2008) και ολοκληρώθηκε με το Φως της Φονιάς (2013), αφού πριν είχε παρεμβληθεί η πολιτική νουβέλα Κάτω από τις οπλές (2010). Η δραματική διαδρομή του ήρωα της τριλογίας Γιάννη Αρχοντή αρχίζει από τον Θεολόγο της Θάσου στα χρόνια της Κατοχής, διέρχεται από τις «παιδοπόλεις της Φρειδερίκης», όπως καθιερώθηκε να αποκαλούνται τα ιδρύματα που συγκέντρωσαν παιδιά του Εμφυλίου, και τερματίζεται με την επιστροφή στο νησί του. Θεωρώ ως μεγάλη εύνοια της τύχης να έχω αξιωθεί στο λυκόφως του βίου μου να πραγματοποιήσω το εφηβικό μου όνειρο, να έχω εκπληρώσει αυτό που πίστευα πάντα πως ήταν ο πραγματικός προορισμός και το πεπρωμένο μου, το υπέρτατο νόημα της δικής μου ζωής.
Ποιο βιβλίο έχετε διαβάσει δεύτερη και τρίτη φορά;
Κανένα, εννοώντας βέβαια την πεζογραφία και όχι την ποίηση. Μια προσεκτική φορά είναι αρκετή – με εξαίρεση ίσως μερικά βιβλία που είχα διαβάσει στην εφηβεία μου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καβάλας (Αιολική Γη, Αλέξης Ζορμπάς κ.ά.). Για λόγους σπουδής μόνο ξαναδιάβασα τον Λοιμό του Ανδρέα Φραγκιά και το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, όταν έγραφα το Κάτω από τις οπλές, και τον Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν και την Πρώτη αγάπη του Τουργκένιεφ, όταν δούλευα το Φως της Φονιάς. Ελπίζω να βρω κάποτε τον καιρό να ξαναδιαβάσω Ντοστογιέφσκι, Φλομπέρ και Μπαλζάκ. Όσο για το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, δεν νομίζω πως θα έχω πλέον το χρόνο.
Ποια συμβουλή σας έδωσαν οι γονείς σας και την τηρείτε ακόμη;
Για όσους δεν έχουν διαβάσει την τριλογία, όπου ο Γιάννης Αρχοντής είναι μια δική μου μυθιστορηματική περσόνα, πρέπει να γνωρίζουν ότι η μητέρα χάθηκε λίγες μέρες μετά τη γέννησή μου, ενώ ο πατέρας, ακολουθώντας το δρόμο της τιμής και της πεποίθησής του –Αλβανία, Αντίσταση, Δημοκρατικός Στρατός– χάθηκε για τριάντα περίπου χρόνια στις σκοτεινές ατραπούς της Ιστορίας. Έτσι, στα πρώτα οκτώ χρόνια μου μεγάλωσα κοντά στη γιαγια-μάνα, τη γρια-Βενετιά, με τις σοφές «ορμήνειες» της για έναν κόσμο που νόμιζε πως θα διαρκούσε για πάντα. Τα επόμενα έξι χρόνια διδάχτηκα στις παιδοπόλεις από την κατεστημένη πολιτεία τον αυστηρό κανόνα της πειθαρχίας και της τάξης, ενώ για άλλα δύο χρόνια στα φοβερά τάγματα ημιονηγών της χούντας τα σκληρά μαθήματα του σθένους και του χρέους ως πολίτη. Οι πραγματικοί όμως οδηγητές για μένα υπήρξαν οι μεγάλοι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς της εφηβείας μου και κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι και καθηγητές μου.
Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη
Γιάννης Ατζακάς
Άγρα
173 σελ.
ISBN 978-960-505-202-7
Τιμή: €15,00
Πηγή : diastixo.gr