Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης: «Αντίο δεν είπα, ακόμη ζω»
Έντεκα ιστορίες που, όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου, ακόμη ζουν, χρόνια μετά την πρώτη τους δημοσίευση. Ο συγγραφέας θέλησε να τους χαρίσει μια δεύτερη επαφή με το αναγνωστικό κοινό με αρκετή νέα επεξεργασία, όπως ο ίδιος μάς πληροφορεί. Η φράση αυτή, όμως, θα μπορούσε να αφορά και τον ίδιο τον συγγραφέα, με την πολυτάραχη ζωή του να αποτυπώνεται στις γραφές του αποπνέοντας βιωματική γνώση με μια ειλικρίνεια αφοπλιστική. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του Γιώργου Τζιτζικάκη· γράφει, όταν κάποιο προσωπικό του βίωμα ή κάποια εικόνα από τη γύρω πραγματικότητα κατασταλάζουν μέσα του την αλήθεια τους. Κι αυτό φαίνεται στις ιστορίες που επινοεί –ή τις αληθινές που αναπλάθει– ζυγίζοντας μαζί τις έννοιες της ζωής και του θανάτου, έτσι όπως τις συνέδεσε στην έννοια του τέλους (σκοπού) η αριστοτελική εντελέχεια. Άλλωστε, στην προμετωπίδα του βιβλίου του φέρνει τα λόγια του Ίρβιν Γιάλομ, που παραπέμπουν σ’ αυτό ακριβώς:
...αν ο θάνατος είναι μια οντότητα που μας κυνηγά,
τότε ενδέχεται να βρεθεί κάποιος τρόπος να του διαφύγουμε.
Από την άλλη,
όσο τρομακτικό κι αν είναι ένα τέρας που φέρνει τον θάνατο,
είναι λιγότερο τρομακτικό απ’ την αλήθεια
– ότι ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του
τον σπόρο του θανάτου του.
Ίρβιν Γιάλομ, Ο δήμιος του έρωτα
Ο Τζιτζικάκης έχει το χάρισμα της προσεκτικής παρατήρησης – βασικό χαρακτηριστικό, από το οποίο ξεκινά στην ουσία της κάθε γραφή. Απομονώνει εικόνες που αξίζει να τις επεξεργαστεί, τις αναμορφώνει μυθοπλαστικά και τις αποδίδει στον αναγνώστη του. Συχνά, οι εικόνες είναι σκληρές και η λογοτεχνική τους αποτύπωση ακολουθεί πιστά δίνοντας μια ρεαλιστική γραφή.
Τρελές καταστάσεις σε μια τρελή, μια βαλτωμένη, κουρασμένη πόλη. Βέσπα κι αυτή εκτός πορείας. Λάδι, ρόδα, λάμπα, λάστιχο, φρένο, όλα χαρακτηριστικά μιας Ελλάδας ρημάδι. Στοίχισέ τα όπως θες μέσα σου και θα καταλάβεις τι εννοώ. Μιζέρια, πόνος, ανεργία, άστεγοι, γαμημένη τριτοκοσμική κατάντια στο καλύτερο οικόπεδο της γης. Κάπου, κάποτε, ένας τρελός το είχε υποστηρίξει αυτό, πως η Ελλάδα είναι, λέει, το καλύτερο οικόπεδο της γης. Αν ρωτήσεις εμένα, θα σου απαντήσω εκείνο που πραγματικά πιστεύω: Τα οικόπεδα είναι μονάχα τόποι που δεν πρόλαβε κάποιος μαλάκας να καταπατήσει, να τα γεμίσει μπάζα και σκουπίδια. Το μόνο βέβαιο είναι πως για κάθε οικόπεδο υπάρχει κι ένας μαλάκας που περιμένει να το ρημάξει. («Manifesto»)
Έχει όμως και το ιδιαίτερο ταλέντο να αφηγείται ιστορίες σαν τους παλιούς καλούς παραμυθάδες, που γνώριζαν τον τρόπο να σε παρασύρουν μέσα στην ιστορία τους. Το είχαμε δει αυτό στα δύο προηγούμενα βιβλία του, Του αηδονιού το δάκρυ και Ένα δράμι δύναμης. Τα έντεκα διηγήματα του πρόσφατου βιβλίου του μπορεί να μη δένουν όλα μαζί για να αποτελέσουν μια ιστορία, ωστόσο συναντάμε σ’ αυτά μια ενδιαφέρουσα εκδοχή της πραγματικότητας –άλλοτε αναμενόμενη κι άλλοτε όχι–, που παρακινεί τον αναγνώστη σε μια ταύτιση με τους ήρωες – επιθυμητή συνθήκη σε κάθε συγγραφέα.
Οι ιστορίες του Τζιτζικάκη χτίζονται πάνω στο στοιχείο της έκπληξης, της ανατροπής των βεβαιοτήτων, γεγονός που τις καθιστά αξιοδιάβαστες.
Ξεχώρισα την ιστορία «Το υγρό στοιχείο της» για την ανατροπή του φαινομενικού σκηνικού και την αποκάλυψη μιας σκληρής αλήθειας, με την ένσταση πως θα ήταν καλύτερα να λείπει η τελευταία παράγραφος· όταν ο αναγνώστης έχει φτάσει στην απόλυτη κατανόηση, ίσως περιττεύει η τελική (καθοδηγητική εν μέρει και επεξηγηματική) αποτίμηση από τη μεριά του συγγραφέα. Η ιστορία «Ανάμνηση» επίσης ξεχωρίζει για τις εσωτερικές διαδρομές που κάνουν οι σκέψεις, όταν μπλέκονται με τις μνήμες, και τότε οι εικόνες που προβάλλονται δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι αληθινές ή αποκυήματα του ταραγμένου ψυχισμού σου.
Αν ήσουν κάπου έξω στην αυλή, μέσα σε εκείνα τα ελάχιστα εκατοστά πριν το κλείσιμο της πόρτας θα διέκρινες πως το βρέφος μέσα στην αγκαλιά του αστραπιαία ορθάνοιξε τα δυο του ματάκια σε μια ανύποπτη στιγμή της οποίας δε θα έδινες πολλή σημασία· η πόρτα άλλωστε θα είχε κλείσει και πριν προλάβεις να καταλάβεις τι είχες δει, θα απέμενες να κοιτάζεις ένα όμορφο σπίτι παραλίας να λούζεται απ’ το πανσέληνο φεγγάρι. Αν όμως είχες το ξόρκι εκείνο που χρειάζεται για να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και κοιτούσες προσεκτικότερα πριν κλείσει η πόρτα, θα πρόσεχες πως τα δυο μάτια του βρέφους δεν έδειχναν συνηθισμένα. Διόλου συνηθισμένα. Έμοιαζαν με τις εισόδους δύο λάκκων γεμάτων λάσπη και χολή, ενώ περίτεχνα στεφάνωναν δυο πορτοκαλοκόκκινες φλόγες πύρινου αίματος που φούντωνε θυμωμένο μέσα από το βλέμμα του. Πριν προλάβεις να κλείσεις το στόμα σου και να αναλογιστείς τη φρικιαστική εικόνα που δε θα σήκωνε η λογική σου, θα ερχόταν να σε τυλίξει μια απόκοσμη μελωδία. Θα είχε προστεθεί κι εκείνη στη νυχτερινή πλάση με νότες μπερδεμένες που ταξίδεψαν από κάπου βαθιά και μακριά, ομοιάζοντας με ήχο χιλιοπαιγμένου δίσκου σε παλιό γραμμόφωνο· μόνο που αντί για βελόνα στο αυλάκι του, χρησιμοποιούσε το νύχι ενός δαίμονα.
Η τελευταία ιστορία, «Το φρεσκοβαμμένο ξύλο» –εντελώς διαφορετική από όλες τις υπόλοιπες–, αποτελεί μια έκπληξη, καθόσον είναι αστυνομική. Το ενδιαφέρον είναι ότι βλέπουμε έναν πολύ πρώιμο πειραματισμό (γράφτηκε όταν ο συγγραφέας ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία) στο θέμα της αστυνομικής πλοκής, που χρόνια αργότερα θα αποτελέσει μια αγαπημένη επιλογή πολλών συγγραφέων, νέων ή δοκιμασμένων. Διαβάζεται με ενδιαφέρον, έχει τις απαραίτητες ανατροπές κι έχει και μια πρωτοτυπία: έναν γρίφο στο τέλος, που καλείται να λύσει ο αναγνώστης με τη βοήθεια κάποιων συμβόλων (αν αποκρυπτογραφηθούν, αποκαλύπτουν το κλειδί της ιστορίας).
Ο Γιώργος Τζιτζικάκης αγαπά να συνομιλεί με τους αναγνώστες του, είτε διά ζώσης είτε, όπως εδώ, καταθέτοντας εν είδει προσωπικής κουβέντας στο προλογικό του εκτενές σημείωμα το γιατί και το πώς της γραφής του. Συμπληρώνοντας μάλιστα αυτές τις αποκαλύψεις, παραθέτει στο τέλος του βιβλίου λίγα λόγια για την κάθε μία από τις ιστορίες φανερώνοντας τις συνθήκες της συγγραφής. Αυτή η πρόσκληση στο λεγόμενο «εργαστήρι του συγγραφέα» ίσως διευκολύνει κάποιους στην κατανόηση ή εξυπηρετεί την περιέργεια κάποιων να δουν τι υπάρχει πίσω από τις λέξεις. Συχνό, άλλωστε, είναι το ερώτημα στις παρουσιάσεις βιβλίων για το πώς επινοήθηκαν ή πώς γράφτηκαν. Η απομυθοποίηση της γραφής, ωστόσο, παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Η λογοτεχνία, έτσι κι αλλιώς, είναι ένα υπέροχο ψέμα, και το τράβηγμα της κουρτίνας δεν είναι πάντοτε η ενδεδειγμένη μέθοδος. Ο ίδιος στον πρόλογό του μιλά για το ιδιαίτερο στοιχείο που κάνει μια ιστορία ξεχωριστή:
[…] πολλές φορές η έκπληξη σε μια ιστορία είναι το μεγαλύτερο κέρδος που μπορεί να αποκομίσει ένας αναγνώστης.
Οι ιστορίες του Τζιτζικάκη χτίζονται πάνω στο στοιχείο της έκπληξης, της ανατροπής των βεβαιοτήτων, γεγονός που τις καθιστά αξιοδιάβαστες. Στις καλές γραφές, η οποιαδήποτε παρέμβαση (διευκρινιστική ή απομυθοποιητική) του συγγραφέα ας θεωρείται περιττή, ειδικά, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από μόνο του το κείμενο έχει τη δύναμη να επικοινωνήσει απευθείας με τον αποδέκτη του.
Η συγγραφική τέχνη του Γιώργου Τζιτζικάκη ξετυλίγεται αποκαλυπτικά στις μεγάλες αφηγήσεις – το έδειξε αυτό στα δύο τελευταία του μυθιστορήματα. Αφήνεται να αναπτύξει το θέμα του χωρίς περιορισμούς στην έκταση και (είτε γράφει ακουμπώντας πάνω σε παλιούς θρύλους, είτε αποτυπώνει τη σκληρή ζωή της νύχτας σε όλη της τη νατουραλιστική όψη) κάνει θαύματα. Οι μικρότερες ιστορίες, όπως αυτές του τελευταίου του βιβλίου, αναδεικνύουν ένα άλλο ταλέντο του: δίνει μέσα στον περιορισμένο χώρο της γραφής και τον μικρότερο χρόνο της ανάγνωσης όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να σταθεί λογοτεχνικά το είδος του διηγήματος – δεν θα πρέπει να θεωρηθεί μικρό επίτευγμα αυτό, σε μια εποχή που η μικρή φόρμα αποτελεί επιλογή πολλών συγγραφέων, όχι πάντα με επιτυχημένα αποτελέσματα. Η καλή γραφή φαίνεται να μην περιορίζει την αξία της από το είδος που κάθε φορά υπηρετεί – ίσα ίσα, αναδεικνύει κάθε φορά τις αρετές της.
Αντίο δεν είπα, ακόμη ζω
Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης
Ωκεανίδα
368 σελ.
ISBN 978-960-410-840-4
Τιμή €13,00
πηγή : diastixo.gr