Franz Kafka: «Στη σωφρονιστική αποικία» κριτική της Διώνης Δημητριάδου
«Εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία, και δεν μπορώ και δεν θέλω να είμαι τίποτε άλλο […] Ό,τι δεν είναι λογοτεχνία με κάνει να πλήττω και το μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου».
(Franz Kafka, από σχεδίασμα επιστολής στον πατέρα της Φελίτσε, Τα ημερολόγια, 21 Αυγούστου 1913)
Ίσως η παραπάνω θέση να είναι ξεκάθαρη για τις προθέσεις των γραπτών του εμβληματικού αυτού συγγραφέα, σε σημείο να μη νομιμοποιείται κανείς να ερευνήσει την ουσία τους πιο πέρα από όσο επιτρέπει η αισθητική απόλαυση της λογοτεχνίας – χωρίς φυσικά αυτή η εκδοχή ανάγνωσης να είναι και μικρή υπόθεση. Ωστόσο, ποιος αναγνώστης ή μελετητής του Κάφκα δεν έθεσε σε λειτουργία τη σκέψη του διαβάζοντας τις ιστορίες του; Ποιος δεν μπήκε στον πειρασμό να παραλληλίσει τις παράδοξες φαινομενικά εικόνες αυτού του καφκικού σύμπαντος με όσα η εποχή (η κάθε εποχή έκτοτε) παρουσιάζει σε εφιαλτική εκδοχή ομοιότητας; Γιατί, αν η λογοτεχνία προσφέρει μια προνομιούχο θέα στον κόσμο πέρα από την αισθητική απόλαυση της ανάγνωσης, η αλληγορική γραφή ακόμη περισσότερο έχει μέσα της τη δυναμική να διευκολύνει την εισχώρηση σε τόπους που αρχικά φαίνονται μόνο αποκυήματα λογοτεχνικής φαντασίας, στην πορεία όμως μεταλλάσσονται σε καθρέφτες μιας απολύτως αληθινής ζοφερής πραγματικότητας.
Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε την εποχή που ο δημιουργός του δούλευε πάνω στη Δίκη, με την οποία υπάρχει κοινός τόπος συνάντησης. Η ίδια αίσθηση του παραλόγου στον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος διατρέχει και τα δύο κείμενα. Η αίσθηση ότι παρακολουθείς μια διαδικασία τιμωρητική (περισσότερο εγκεφαλική στη Δίκη, περισσότερο πρακτική στη Σωφρονιστική αποικία), αποκαλυπτική για τον παράλογο μηχανισμό της εξουσίας που κινεί τα νήματα, η οποία όμως έχει τον μανδύα της απολύτως αποδεκτής λειτουργίας μιας κοινωνίας «δικαίου». Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για τους μηχανισμούς επιβολής της εκάστοτε εξουσίας αλλά και για τα συστήματα σωφρονισμού που κάθε εποχή επέβαλε για να εξυπηρετηθεί η κυρίαρχη ιδεολογία και η δική της αίσθηση περί δικαίου. Ίσως να είναι αρκετή η μνεία σε κείνο το μακρινό του Διαφωτισμού, ότι δηλαδή δεν νοείται τιμωρία σωφρονιστική που να εξαντλεί μέχρι θανάτου τον σωφρονιζόμενο. Εκδικητικοί μηχανισμοί, κυρίως, και σε δεύτερο λόγο παραδειγματικοί προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων. Ωστόσο, το κείμενο εδώ είναι του Κάφκα, άρα μας οδηγεί στον δικό του κόσμο, αυτό το σύμπαν από όπου πηγάζουν άλλα δεδομένα πολύ πιο σύνθετα από τις παραπάνω περί συστημάτων δικαίου παρατηρήσεις.
Με τη χρήση της αλληγορικής γραφής ο Κάφκα δείχνει εδώ το ζοφερό σκηνικό ενός ανοίκειου κόσμου. Όλα τα πρόσωπα που διαδραματίζουν τον ρόλο τους στην ιστορία αυτή επιβεβαιώνουν την αποξένωσή τους από το νόημα της ζωής. Ο κατάδικος, σε μια κατάσταση αντιληπτικής ηλιθιότητας, αδυνατεί να εννοήσει το μέγεθος της ποινής του και τον επερχόμενο θάνατό του.
Διαβάζω στο επίμετρο την άποψη του Kurt Tucholsky (που αποδελτιώνεται και στο «αυτί» του βιβλίου): «Μη ρωτάτε για το νόημα της ιστορίας. Δεν υπάρχει νόημα. [...] Ίσως αυτό το βιβλίο να μην ανήκει στην εποχή του [...]. Είναι εντελώς αδιανόητο». Δεν εκπλήσσομαι με την αδυναμία εξήγησης ούτε με την αποδοκιμασία που εισέπραξε η πρώτη ανάγνωση του διηγήματος (το 1916), καθόσον είναι αναμενόμενη η άρνηση της αποδοχής μιας αλήθειας όταν αυτή σου θυμίζει πόσο πραγματικά είναι όσα λέει αλλά και όσα υπαινίσσεται πίσω από τις λέξεις. Πόσοι, εκείνο το μακρινό 1916, μέσα σ’ έναν πόλεμο ακόμη σε εξέλιξη, θα ήταν έτοιμοι να δεχτούν ότι το σκηνικό της καφκικής σωφρονιστικής αποικίας είναι μια άλλη μορφή της αληθινής θηριωδίας που αυτός ακριβώς ο πόλεμος έφερε ως απόλυτη απανθρωποποίηση μπροστά στη βία, ή ότι είναι ίσως μια άλλη μορφή των πραγματικών αποικιών σωφρονισμού, που άρχισαν τη λειτουργία τους ήδη πολλά χρόνια πριν; Θα μπορούσε ο Κάφκα να θέλει να σχολιάσει με το διήγημά του αυτό τις συνθήκες σε μια τέτοια αποικία, προσθέτοντας τη δική του ακραία εκδοχή στην τιμωρητική διαδικασία; Φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί. Ωστόσο, πιστεύω ότι μάλλον θα ήταν πιο ορθό, με βάση το συνολικό έργο του Κάφκα και με δεδομένο ότι ελάχιστα διαφοροποιεί την οπτική του από γραφή σε γραφή, να πούμε ότι πρόκειται για μια ακόμα κατάθεση της βαθύτερης έννοιας που διαποτίζει όλο το έργο του αλλά και της έγνοιας που τον διακατέχει. Η έννοια της αποξένωσης του ατόμου από τα δημιουργήματά του, ακόμη και όταν απολύτως τα οικειοποιείται. Αυτό σε απόλυτη σχέση με την αποξένωση όλων αυτών που νομίζουν ότι είναι αμέτοχοι σε κάτι που αφορά τους άλλους, και που μόλις αντιληφθούν τη σχέση μαζί του τρέπονται σε μια φυγή – απόδειξη της αποστασιοποίησής τους. Στο σύνολο, ένας κόσμος απελπιστικά άξενος. Αυτή την εικόνα του κόσμου δίνει σε όλα του τα έργα, παραλλάσσοντας κάθε φορά (εξυπηρετώντας την πλοκή) το σκηνικό του, με τον ίδιο απώτερο όμως στόχο: την εμφάνιση της εφιαλτικής τοιχογραφίας του κόσμου μας.
Έτσι, εδώ μας μεταφέρει σ’ αυτή τη φανταστική αποικία όπου θα παρακολουθήσουμε την εκτέλεση μιας ποινής, η οποία αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Για μια ασήμαντη αιτία (απέναντι στη λογική της οποίας ωχριά κάθε παραχάραξη του κοινώς αποδεκτού ως ορθού, που συχνά συναντάμε σε στρατιωτικούς χώρους), ο καταδικασμένος (σε μια παρωδία δίκης έξω από κάθε έννοια δικαιοσύνης) θα υποστεί το απόλυτο βασανιστήριο. Η ποινή του θα εγγραφεί πάνω στο σώμα του με τη βοήθεια ενός μηχανήματος που φέρει ακίδες, οδηγώντας τον έτσι σε μια επώδυνη απάνθρωπη θανάτωση. Ο αξιωματικός που θα εφαρμόσει την απόφαση ενέχεται προσωπικά στη διαδικασία αυτή, εφόσον τον βλέπουμε με πάθος να υπερασπίζεται την αποτρόπαια αυτή μηχανή, όπως ένα δικό του δημιούργημα το οποίο σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να πέσει σε αχρηστία. Η απόλυτη σύνδεση του ανθρώπου με το δημιούργημα της τεχνολογίας; Περισσότερο, θα λέγαμε, η απόλυτη αποκοπή του ανθρώπου/δημιουργού από την έννοια της χρηστικότητας μιας μηχανής. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα καταστρατηγούν τη θεμελιώδη αξία που τα γεννά και, αντί να εξυπηρετούν τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες του ανθρώπου για βελτίωση της κοινωνίας του, οδηγούν στην απομάκρυνση από τις ίδιες τις ανάγκες του και στην περιθωριοποίησή του από την ίδια του τη ζωή, μεταλλασσόμενα σε όργανα καταπίεσης ή ακόμα και αφανισμού του. Με τη χρήση της αλληγορικής γραφής ο Κάφκα δείχνει εδώ το ζοφερό σκηνικό ενός ανοίκειου κόσμου. Όλα τα πρόσωπα που διαδραματίζουν τον ρόλο τους στην ιστορία αυτή επιβεβαιώνουν την αποξένωσή τους από το νόημα της ζωής. Ο κατάδικος, σε μια κατάσταση αντιληπτικής ηλιθιότητας, αδυνατεί να εννοήσει το μέγεθος της ποινής του και τον επερχόμενο θάνατό του. Ο στρατιώτης, που έχει έναν βοηθητικό ρόλο στην εκτέλεση, συμπράττει στην έλλειψη σοβαρότητας και σ’ αυτή την ανόητη πρόσληψη του θέματος, ίσως γιατί και αυτός έχει μειωμένη αντιληπτική ικανότητα ή γιατί η εξοικείωσή του με ανάλογες πράξεις τον έχει καταστήσει έναν ανόητο συνένοχο. Αυτή η τελευταία παράμετρος έχει την ιδιαίτερη σημασία της, αν σκεφτούμε πόσο συχνά ο εξουσιαστικός μηχανισμός ανακαλύπτει αιφνίδιους συμμάχους εκεί που θα ήταν αναμενόμενη η αντίδραση στη λογική του. Αυτό, όμως, το θέμα ανατέμνεται καλύτερα από τον συγγραφέα στην περίπτωση του ερευνητή/ταξιδιώτη, που ως επιφανής καλεσμένος θα κληθεί να παρακολουθήσει την εκτέλεση και –κατά την εμφανή προσδοκία του αξιωματικού– να υποστηρίξει προπαγανδίζοντας την τελειότητα του μηχανήματος και την ορθότητα αυτού του τύπου εκτέλεσης. Παρακολουθούμε τη σκέψη του, τις αντιδράσεις του, μας είναι απολύτως κατανοητή η φρίκη που τον διακατέχει, εντούτοις καμία κίνηση δεν κάνει για να αποτρέψει (στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό) την απάνθρωπη εκτέλεση. Η αδράνεια, λοιπόν, εκλαμβάνεται ως θέση/στάση; Εξομοιώνεται αυτός που παρακολουθεί αδρανής με τον δήμιο/ιδεολόγο; Στο κατατοπιστικό επίμετρο της έκδοσης περιλαμβάνεται ένα ενδιαφέρον άρθρο του Hans Dieter Zimmermann με τον εύγλωττο τίτλο «Οι δράστες και οι αδρανείς», στο οποίο διατυπώνεται η άποψη ότι «όλοι είμαστε υποταγμένοι σε αυτόν τον μηχανισμό θανάτου – δίχως να λαμβάνεται υπόψη ποιος είσαι και τι κάνεις». Ενδεχομένως να υπάρχει μερίδιο ευθύνης στον καθένα. «Ο Κάφκα δεν γυρεύει ούτε να αντιγράψει τον κόσμο ούτε να τον εξηγήσει, αλλά να τον αναπλάσει με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα για να φωτίσει την ανεπάρκειά του. Ο Κάφκα μάς οδήγησε μέχρι τα σύνορα της αλλοτρίωσης. Επιτέθηκε πολλές φορές αλλά δεν κατάφερε ποτέ να τα περάσει» θα γράψει ο Ροζέ Γκαροντί στη μελέτη του για τον Κάφκα «Για έναν ρεαλισμό χωρίς όρια». Η αλλοτρίωση, κατά την παραπάνω άποψη, είναι δυνατόν να καλύπτει με το βάρος της (το απροσδιόριστο πάντοτε) κάθε κίνηση του ανθρώπου, ο οποίος, ακόμη κι όταν τη συνειδητοποιεί (πολύ περισσότερο όταν την αγνοεί), αδυνατεί να βρει τρόπο να την προσπελάσει;
Όμως εδώ ακριβώς αφήνει το περιθώριο ο Κάφκα για μια διαφοροποίηση (όσο σπάνια και όσο δύσκολη κι αν είναι), η οποία δυνάμει καθίσταται όχημα εξελίξεων. Ο ταξιδιώτης μπορεί να αδυνατεί να αποτρέψει την εκτέλεση, όμως θα αρνηθεί να υποστηρίξει τον μηχανισμό σωφρονισμού. Είναι η προσωπική του αντίσταση σε κάτι που λογικά και ηθικά τον υπερβαίνει. Και η απροθυμία του αυτή θα πυροδοτήσει την πιο απρόσμενη εξέλιξη. Ο αξιωματικός θα απελευθερώσει τον κατάδικο και θα πάρει τη θέση του στο μηχάνημα/δήμιο. Ο θύτης θα μεταλλαχθεί αιφνιδίως σε θύμα κάτω από τα γρανάζια της φονικής μηχανής, τη λειτουργία της οποίας θα υπερασπισθεί με τον δικό του θάνατο, που ταυτοχρόνως θα σηματοδοτήσει και την καταστροφή της ίδιας, ως αποτέλεσμα κάποιας δυσλειτουργίας. Μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη μηχανή/αποθέωση της τεχνολογίας και στον άνθρωπο που ιδεολογικά ταγμένος στην υπεράσπισή της θα θανατωθεί από αυτήν, ωστόσο οικειοθελώς. Ένα πλέγμα σημείων προς εξέταση, ένα τέλειο λογοτεχνικό κατασκεύασμα της ιδιοφυούς σκέψης του συγγραφέα. Όχι, όλο αυτό δεν ερμηνεύεται μονοδιάστατα ως μια κραυγή κατά του ολοκληρωτισμού, όπως ενδεχομένως προβάλλεται ως επικρατούσα άποψη. Εμπεριέχει όλη τη φιλοσοφία του Κάφκα, αυτού του εμβληματικού πρωτοπόρου της ευρωπαϊκής σκέψης, που μπόρεσε στις ιστορίες του να δώσει τον απόλυτο ρεαλισμό μέσα από την παραδοξότητα. Μια αληθής περιγραφή της πραγματικότητας που βιώνουμε.
Κι εκεί που νομίζεις ότι έχουν όλα ειπωθεί, έρχεται το τέλος της ιστορίας για να προσθέσει αυτό το ελάχιστο βάρος που ολοκληρώνει το νόημα. Ο ταξιδιώτης θα αποχωρήσει από την αποικία μόνος απαγορεύοντας την έξοδο σε όποιον άλλον θα ήθελε να αποδράσει από αυτήν.
Μπορούσαν ακόμα να πηδήξουν στη βάρκα, αλλά ο ταξιδιώτης σήκωσε ένα βαρύ, γεμάτο κόμπους παλαμάρι, τους απείλησε και τους έκοψε τη φόρα.
Ο δρόμος διαφυγής είναι μόνον γι’ αυτούς που συνειδητοποιούν την ύπαρξη διεξόδου. Σαν μια πόρτα που είναι ανοιχτή μόνον για όποιον τη βλέπει ανοιχτή, για να θυμηθούμε πάλι τη Δίκη και την καθοριστική για την κατανόηση όλου του έργου του Κάφκα αλληγορία. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν υπάρχει άνοιγμα, δεν προβλέπεται έξοδος από τον περίκλειστο χώρο. Πράγματι, ο άνθρωπος οδηγήθηκε μέχρι τα όρια της αλλοτρίωσης και αφέθηκε εκεί αβοήθητος. Μόνος του θα πρέπει να αναζητήσει τη χαραμάδα που διασπά τη συνοχή του αδιαπέραστου τοίχου. Μια χαραμάδα που υπάρχει μόνον αν ο ίδιος την εφεύρει.
Με μια αφήγηση του Κάφκα δεν μπορείς να πεις ποτέ ότι τελείωσες. Σε κάθε νέα ανάγνωση θα ανακαλύπτεις μια άλλη παράμετρο, μια λεπτομέρεια που σου διέφυγε και που ίσως ανοίγει καινούριο δρόμο προσέγγισης. Φυσικά αυτό είναι ίδιον των σπουδαίων συγγραφέων. Κι επειδή η σημαντική γραφή απαιτεί και μια ανάλογη παρουσίαση στο αναγνωστικό κοινό, θα πρέπει εδώ να γίνει μνεία και στη συγκεκριμένη έκδοση. Εκτός από το κείμενο του διηγήματος διαβάζουμε και το εξαιρετικό επίμετρο, με κείμενα και σχολιασμένες φωτογραφίες, το οποίο καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση στο βιβλίο από όση το ίδιο το διήγημα. Απολύτως κατανοητό. Όσο πιο προκλητική για τη σκέψη είναι μια λογοτεχνική πρόταση, τόσο η επεξεργασία της είναι πολυσχιδής και πολυσήμαντη.
Στη σωφρονιστική αποικία
Franz Kafka
Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής
Κίχλη
192 σελ.
ISBN 978-618-5004-51-4
Τιμή: €12,00
πηγή : diastixo.gr