Φώτης Καγγελάρης: «Το βάρος του σώματος»
Βρισκόμαστε, αναμφίβολα, μπροστά σε ένα ακόμα ιδιαιτέρως γοητευτικό αλλά ταυτόχρονα άκρως αινιγματικό βιβλίο του Φώτη Καγγελάρη, Το βάρος του σώματος. Ο Φώτης Καγγελάρης δεν είναι ένας εύκολος συγγραφέας, καθώς τα βιβλία του σε φέρνουν σε δύσκολη και άβολη θέση. Σε βάζουν σε έντονο προβληματισμό και σου δημιουργούν ανησυχία, γιατί βρίσκεσαι διαρκώς αντιμέτωπος με ερωτήματα που σε αρπάζουν και σε πετούν έξω «από την κατάσταση της ακινησίας» – όπως λέει σε κάποιο σημείο ο Φώτης, ο ένας από τους ήρωες του έργου. Ο λόγος του Καγγελάρη είναι κατεξοχήν αινιγματικός, αλλά «ανοικτά» αινιγματικός – θα έλεγα αινιγματικά ερωτηματικός.
Τι εννοώ; Ο Lévi-Strauss, ο πατέρας του στρουκτουραλισμού, σ’ ένα κείμενό του προς τιμήν του σπουδαίου Γάλλου γλωσσολόγου Émile Benveniste, διατύπωνε κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις γύρω από το αίνιγμα και τον αινιγματικό λόγο («Μythe et Oubli», στο Langue, discours, société. Pour Emile Benveniste, Paris, 1975). Το αίνιγμα, έλεγε, έχει τον χαρακτήρα του ερωτήματος και, ως ερώτημα, ζητά μιαν απάντηση, αλλά τη στιγμή που έρχεται η απάντηση και το αίνιγμα λύνεται, τότε επέρχεται και μια απότομη παύση της γλωσσικής επικοινωνίας. Τη στιγμή κατά την οποία το αίνιγμα λύνεται, προσφέρεται απόλαυση μεν, αλλά καθώς το ερώτημα έχει πια απαντηθεί περιττεύει η περαιτέρω διερεύνησή του και καθίσταται περιττή η αναζήτηση μιας άλλης, νέας ερμηνείας. Τότε όμως βρισκόμαστε πια ουσιωδώς εκτός γλώσσας, καθώς η απάντηση την οποία προκαλεί το ίδιο το αίνιγμα ωθεί εκτός γλώσσας. Η ίδια η γλώσσα χάνει τη βαρύτητά της, καθώς ένας εκ των δύο όρων (ερώτημα/απάντηση) αυτονομείται, καταργώντας τον άλλον και ακυρώνοντας έτσι τη δυναμική ένταση η οποία προκαλεί τη γλώσσα. Στο τέλος υπάρχει μονάχα ένας και είναι σιωπηλός – ή μάλλον άγλωσσος. Αυτό, λοιπόν, που περιγράφει ο Lévi-Strauss είναι μια απάντηση/απόκριση που κλείνει ή παύει την ερώτηση.
Ακριβώς αυτό είναι που δεν συμβαίνει στο συνολικό έργο του Φώτη Καγγελάρη και ιδιαίτερα στο αινιγματικό βιβλίο που φέρει τον τίτλο Το βάρος του σώματος. Εδώ το ερώτημα μένει διαρκώς ανοικτό και μετέωρο, καθώς το ένα ερώτημα προκαλεί και ζωντανεύει άλλα ερωτήματα καλώντας μας σε μια δημιουργική συνομιλία. Προϋπόθεση της αληθινής και δημιουργικής συνομιλίας είναι η διαφύλαξη της ανοικτότητας του πεδίου του ερωτάν και αυτό ακριβώς διανοίγει όχι μόνο τη σκέψη, αλλά την ύπαρξη συνολικά.
Έχουμε, λοιπόν, σε αυτό το παράξενο βιβλίο, τρεις χαρακτήρες. Ο Φώτης και ο Σπύρος, ιδιαιτέρως παρόντες μέσα στο βάρος του δράματος της ύπαρξής τους, και η Κέλλυ, ιδιαιτέρως παρούσα μέσα στην απουσία της, μέσα στην ανυπαρξία της.
Ο λόγος του Καγγελάρη είναι κατεξοχήν αινιγματικός, αλλά «ανοικτά» αινιγματικός – θα έλεγα αινιγματικά ερωτηματικός.
Ποια είναι η Κέλλυ; Ποιοι είναι ο Φώτης και ο Σπύρος; Σε αυτό το διαρκές παιχνίδισμα ερωτημάτων, ο Καγγελάρης δεν μας αφήνει τελείως αβοήθητους. Δεν δίνει τελεσίδικες και οριστικές απαντήσεις (που, επαναλαμβάνω, θα έκλειναν και θα καταργούσαν επί της ουσίας το ίδιο το ταξίδι της συνομιλίας), αλλά μας δίνει εντούτοις κάποια ίχνη, κάποια βοηθητικά νήματα, κάποιους οδοδείκτες.
Για παράδειγμα, σχετικά με το ποια είναι η Κέλλυ, στη σελίδα 79: «Η Κέλλυ φιγούρα, φάντασμα, φαντασίωση, φάσμα, φαντασία… Αλήθεια, η ζωή μου τόσους μήνες… χωρίς να την έχω δει, ουσιαστικά υπάρχει μόνο στο μυαλό μου, υπάρχει όπως τη φέρνω στο μυαλό μου… Η Κέλλυ υπάρχει χωρίς σώμα, δηλαδή χωρίς πραγματικό σώμα, χωρίς υπόσταση, χωρίς πραγματική ύπαρξη, αφού ουσιαστικά υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μου… Για σκέψου… αν εγώ υπάρχω και ζω μέσα από τη σκέψη μου για την Κέλλυ, αν όλη μου η ζωή έχει γίνει πια η Κέλλυ, τότε υπάρχω μέσα από κάτι που δεν υπάρχει, υπάρχω μέσα από κάτι που υπάρχει μόνο μέσα στη σκέψη μου, δηλαδή υπάρχω μέσα από μένα, και οι φαντασιώσεις μου γίνονται το μέσο για να τρέφω τον εαυτό μου με ύπαρξη».
Γιατί όμως ο Φώτης και ο Σπύρος θέλουν τόσο πολύ την Κέλλυ; Ο Καγγελάρης δεν δίνει κάποια σαφή απάντηση, ο ήρωάς του όμως ο Φώτης μονολογεί σε κάποιο σημείο (σελ. 47): «Κάτι συμβαίνει, κάτι συμβαίνει… (Πήγα να πω: επιτέλους, κάτι συμβαίνει. Μα γιατί επιτέλους; Σαν να είχα ανάγκη να συμβεί κάτι και επιτέλους συνέβη… Που θα μπορούσε να σημαίνει ότι μέχρι αυτή τη στιγμή δεν μου συνέβαινε τίποτα, τίποτα που να μ’ ενδιαφέρει, που να με κάνει να ζω, που να δίνει νόημα στην καθημερινότητά μου και στο χρόνο που περνά… λες να ’ναι έτσι; Να είχα τέτοιο κενό μέσα μου και να μην το ήξερα;) Επιτέλους, θα μπορούσα να δεχτώ οτιδήποτε μου υποσχόταν ότι θα μ’ έβγαζε απ’ την κατάσταση του κενού και της ακινησίας που βρισκόμουν.
»Οτιδήποτε; Ακόμη και κάτι που δεν βγάζει πουθενά; Μόνο και μόνο για να ξεφύγω από την προηγούμενη κατάστασή μου; Οτιδήποτε; Ακόμη κι ένα ψέμα; Ακόμη και κάτι καταστροφικό; Ακόμη κι ένα παραλήρημα;»
Σχετικός με τα παραπάνω ερωτήματα είναι ο προβληματισμός που σε άλλο σημείο του βιβλίου (σελ. 77) απασχολεί τον Φώτη για την ερωτική επιθυμία: «Θέλω τον άλλον όχι μόνο για να μην είμαι μόνος, όχι μόνο για να μ’ επαναφέρει στη χώρα όπου η έλλειψη σβήνεται σαν το φεγγάρι στην αυγή, αλλά απλά για να υπάρχω. Αυτός που αγαπώ γίνεται το υπαρξιακό μου καταφύγιο, το υπαρξιακό μου στήριγμα, το υπαρξιακό μου ναρκωτικό και η υπαρξιακή μου διέξοδος. […] Τώρα μόλις καταλαβαίνω, οι άνθρωποι δεν ζητούν παρά δύο τόσο απλά πράγματα, που η πραγματοποίησή τους, ωστόσο, αποδεικνύεται φοβερά δύσκολη: ν’ αγαπηθούν (από κάποιον) και να είναι κάποιοι. Και φαίνεται ότι, στο μέτρο που δεν συμβαίνει το ένα από τα δυο, ενισχύεται συναισθηματικά το άλλο. Αλίμονο αν και τα δυο αποτύχουν. Ευτυχώς όμως, το δεύτερο, το να αισθάνονται, δηλαδή, οι άνθρωποι ότι είναι κάποιοι, σπάνια αποτυγχάνει. Γιατί εύκολα πιστεύουν ότι είναι κάποιοι ανάμεσα στους άλλους, εύκολα πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι και σπουδαιότεροι από τους άλλους».
Επίσης, στη σελίδα 78, η σύνδεση του έρωτα με την επιθυμία της αθανασίας: «Το ζητούμενο είναι να σε αποζητούν, να σε θέλουν ακόμα κι όταν θα έχεις πεθάνει. Και μήπως ακριβώς ζητώ τον άλλον για να μην πεθάνω; Θέλω να μην πεθάνω; […] Να ’ναι ο θάνατος, λοιπόν, που γεννάει τον έρωτα; Αγαπώ για να μην πεθάνω;».
Κι ενώ φαίνεται να σε οδηγεί ο Καγγελάρης να συμφωνήσεις με την παραπάνω ιδέα, αίφνης, σχεδόν ως ταχυδακτυλουργός, ανατρέπει όλο τον συλλογισμό: «Πώς είναι δυνατόν ο θάνατος να γεννά τον έρωτα; Τώρα σκέφτομαι ότι στα γαλλικά ο θάνατος είναι θηλυκό, la mort, γεννά, τίκτει… κι αν είναι έτσι, τότε ο θάνατος παράγει την εκμηδένισή του, μιας και μέσα στον έρωτα τα πάντα είναι δυνατά, ακόμα και να μη σε νοιάζει για το θάνατο, ακόμα και να αποδεχτείς το θάνατο, ακόμα και να πεθάνεις. […] Και, τελικά, αγαπώ σημαίνει αποδέχομαι ή δεν αποδέχομαι τον θάνατό μου;». Ο αναγνώστης μένει, και σε αυτό το σημείο, να μετεωρίζεται στο ερώτημα…
Ναρκισσιστικοί τρόποι έρωτα
Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η έξοχη περιγραφή του ναρκισσιστικού τρόπου του έρωτα, στις σελίδες 73-77. Στους ναρκισσιστικούς τρόπους σχέσης, συνήθως, βλέπω στον άλλο την εικόνα του εαυτού που επιθυμώ, κι έτσι αποφεύγω μέσω του άλλου και απαλλάσσομαι απ’ τα άσχημα μέρη του εαυτού μου. Δηλαδή, ο άλλος γίνεται ένας καθρέπτης που μου επιστρέφει έναν τέλειο εαυτό. Αγαπώ τον άλλον, επειδή μου δίνει έναν εαυτό λαμπερό και ολόκληρο.
Κάποιες φορές, όμως, αντί να απορρίψω τα άσχημα μέρη του εαυτού, τα φορτώνω στον άλλον και ο άλλος τότε γίνεται άσχημος και ανυπόφορος. Τότε, λέει ο Καγγελάρης, μπορεί να συμβούν τα ακόλουθα: 1) Είτε να θέλω να απαλλαγώ από αυτόν, για να μη βλέπω μέσω αυτού τα άσχημα μέρη του εαυτού μου. Τον διώχνω για να πάρει μαζί του αυτά τα άσχημα μέρη. 2) Είτε τον κρατώ κοντά μου για να βλέπω ότι εκείνος είναι ο φορέας εκείνων των άσχημων πραγμάτων και όχι εγώ. 3) Είτε θα μπορούσα επίσης να τον κρατήσω κοντά μου, για να ελέγχω τη μόνιμη παραμονή αυτών των πλευρών πάνω του. Σαν να του λέω: θα πρέπει να δεχτείς να παίξεις αυτόν τον ρόλο, να δεχτείς να πάρεις πάνω σου τις άσχημες πλευρές του εαυτού μου, χωρίς ποτέ να καταλαβαίνεις συνειδητά ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Υπάρχει όμως, προσθέτει ο Καγγελάρης, και άλλη μια περίπτωση: Η σχέση εκείνη όπου μέσω του άλλου ξαναβρίσκουμε ή ξαναζούμε τη σχέση που είχαμε μ’ έναν γονιό σε πολύ μικρή τρυφερή ηλικία, δηλαδή στοργή, τρυφερότητα, προστασία, ζεστασιά, αίσθηση ότι τίποτα δεν λείπει, ή ότι κάτι λείπει που ο άλλος όμως το κάνει να μη λείπει.
Στη μεν πρώτη περίπτωση ναρκισσιστικής σχέσης αποδίδεται ο εαυτός ολόκληρος και στη δεύτερη περίπτωση «τίποτα δεν λείπει»: «Υπάρχει λοιπόν ένας κοινός παρανομαστής. Να ’ναι, άραγε, αυτό το ζητούμενο; Να ’ναι η βαθιά επιθυμία να αισθανθώ ολόκληρος, ολοκληρωμένος; Και ως τι; Ως άνθρωπος; Ως σώμα; Ως ύπαρξη; Να ’ναι ο άλλος το κομμάτι που μου λείπει για να μην αισθάνομαι κομμένος, αποκομμένος, τεμαχισμένος, ελλιπής; Για να μην νιώθω το σώμα μου τεμαχισμένο, τον εαυτό μου αποκομμένο; Και αποκομμένο από τι; Από ποιον; Από μια προηγούμενη ένωση; Από έναν προηγούμενο δεσμό; Ποιος δεσμός θα μπορούσε να ’ναι τόσο ισχυρός που η έλλειψή του να δημιουργεί διαρκές κενό και τάσεις διαρκούς αναζήτησης για το υποκατάστατό του; […] Δηλαδή ο έρωτας δεν είναι παρά ένα έλλειμμα του είναι; Λείπει; Λύπη; Και να ’ναι ο άλλος το κομμάτι που μου λείπει για να αισθανθώ ολόκληρος ή εγώ είμαι το κομμάτι που λείπει από τον άλλον και συμπληρώνοντας εκείνον αισθάνομαι εγώ ολόκληρος μέσω της δικής του ολοκλήρωσης;» (σελ. 75-76).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λέει ο Καγγελάρης: «Ο άλλος γίνεται ο υπαρξιακός μου επίδεσμος. Η επούλωση του τραύματος» και τότε «…το τραγούδι του έρωτα γίνεται ασθματικό, και ο έρωτας είναι αρμονία τραγική» (σελ. 76). «Ίσως, τώρα καταλαβαίνω γιατί όλο αυτό το παιχνίδι των σχέσεων και η καχυποψία, και οι τακτικές και οι ίντριγκες και οι εκδικήσεις κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ. Γιατί η ύπαρξη θέλει να δοθεί, αλλά φοβάται: να δοθώ, να παραδοθώ ναι, αλλά σε ποιον; Είναι αυτός; Και την κάθε φορά δοκιμάζω και οσφραίνομαι αν είναι αυτός που μπορώ να του ’χω εμπιστοσύνη, που θα τον αντέξω, που θα με αντέξει, που θα με αποδεχτεί, που θα τον αποδεχτώ, θα με φροντίσει, θα τον φροντίσω, θα με συγχωρέσει, θα τον συγχωρέσω…, θα επουλώσω και θα επουλώσει την πληγή μου, έστω κι αν όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα από χίλιους παράξενους δρόμους, χρωματισμένα από ρόλους, εξουσίες, κατοχές, κατακυριεύσεις… Αυτός που αγαπώ γίνεται το υπαρξιακό μου καταφύγιο, το υπαρξιακό μου στήριγμα, θα ’λεγα το υπαρξιακό μου ναρκωτικό και η υπαρξιακή μου διέξοδος» (σελ.77).
Ερωτήματα επί ερωτημάτων αλλά, εντούτοις, μένει ανοικτό το ερώτημα: Θα μπορούσε να υπάρξει άλλου τύπου έρωτας, πέραν των παραπάνω ναρκισσιστικών τρόπων που με έξοχο ύφος περιγράφει ο Φώτης Καγγελάρης; Ίσως θα πρέπει να περιμένουμε ένα επόμενο βιβλίο του…
Το βάρος του σώματος
Φώτης Καγγελάρης
Πληθώρα
180 σελ.
ISBN 978-960-8203-52-5
Τιμή €14,00