Ford Madox Ford: «Ο καλός στρατιώτης»

2017-07-03 10:30

Ford Madox Ford: «Ο καλός στρατιώτης»

Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ (Merton-Surrey, Αγγλία 1873 – Deauville, Γαλλία 1939) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση της αγγλικής λογοτεχνίας. Αρχικά δημοσίευσε τα έργα του ως Ford Madox Hueffer. Υπήρξε μυθιστοριογράφος, ποιητής, κριτικός και εκδότης του The English Review και του The Transatlantic, αμφότερα λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία δημοσίευσε έργα εξαιρετικών ομοτέχνων του, όπως οι Έζρα Πάουντ, Τζέιμς Τζόις, Τόμας Χάρντι, Χένρι Τζέιμς, Ου. Μπ. Γέιτς, Ντ. Χ. Λόρενς, Ε. Χέμινγουεϊ, Γ. Στάιν και πολλών άλλων, ων ουκ έστι αριθμός. Έγραψε δεκάδες μυθιστορήματα, είτε μόνος είτε σε συνεργασία, όπως αυτά με τον Τζ. Κόνραντ, και τελικά έμεινε στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας με το βιβλίο Ο καλός στρατιώτης – και όχι άδικα, έστω και αργοπορημένα! Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε και ως «το καλύτερο γαλλικό μυθιστόρημα γραμμένο στα αγγλικά».

Όταν πρωτοδημοσιεύθηκε το βιβλίο, εν έτει 1915, η κριτική σχεδόν το προσπέρασε. Και αυτό γιατί μάλλον δεν κατάλαβε και πολύ καλά τι ακριβώς συνέβαινε εκεί μέσα. Σχεδόν το έθαψε, βάζοντάς τα με τον συγγραφέα και τη «νοσηρή σεξουαλική ατμόσφαιρα του βιβλίου», αλλά και το «ασύλληπτο», για την εποχή, του «πώς είναι δυνατόν να φέρεται έτσι ένας Εγγλέζος» τζέντλεμαν, όπως μας πληροφορεί στο κατατοπιστικότατο επίμετρο του βιβλίου ο μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Χρειάστηκαν οι προσπάθειες του Γκράχαμ Γκριν, τη δεκαετία του ’50, αλλά και των M. Σόρερ και Σ. Χάινς για να ξαναβρεί τη χαμένη αίγλη του αυτό το βιβλίο. Γιατί, πράγματι, αποτελεί κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του και οπωσδήποτε έχει να πει πράγματα ακόμα και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκδόσεις Modern Library μόλις το 1998 το βαθμολογούν ως 30ό ανάμεσα στα 100 καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα και έκτοτε το BBC 13ο στα 100 καλύτερα αγγλικά μυθιστορήματα, ο Observer στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών όπως και ο Guardian. Τι ήταν όμως εκείνο που καθυστέρησε την αναγνώρισή του;

Καίτοι μυθιστόρημα του μοντερνισμού, η ιμπρεσιονιστική μέθοδος που ακολουθεί σε συνδυασμό με τη φροϋδική ψυχολογία της εποχής τον βοηθάει να μπει στην ουσία των προβλημάτων και να καταλάβει, πρωτίστως, τι ακριβώς είναι και ο ίδιος.  

Η πλοκή, στη βάση της, είναι απλή. Ο αφηγητής Τζον Ντάουελ, Αμερικανός υπήκοος όπως και η σύζυγός του, σε έναν λευκό γάμο όπως αποδεικνύεται, επιχειρεί να εξιστορήσει τα γεγονότα της διάλυσης δύο γάμων, του δικού του με τη Φλόρενς και του καλού στρατιώτη Έντουαρντ Άσμπερναμ με τη Λεονόρα, Άγγλου και Ιρλανδής αντίστοιχα – και πιο συγκεκριμένα πώς ο ίδιος βρέθηκε από μια ευτυχισμένη ζωή στη δυστυχία. Και όσο κι αν φαίνεται πως απουσιάζει ένας εσωτερικός χρόνος αφήγησης –αφού τα γεγονότα μέσω αναλήψεων και κάποιων προλήψεων εξιστορούν τόσο τη γνωριμία των δύο ζευγαριών στο Νάουχαϊμ της Γερμανίας για θεραπεία της Φλόρενς και του Άσμπερναμ και τη δεκαετή περίπου γνωριμία τους όσο και την προηγούμενη ζωή τους–, υπάρχει μια «αυστηρά ελεγχόμενη δομή μορφολογικά, ενώ συνάμα η δομή του νοήματος παραμένει ανοικτή, ικανή για απεριόριστες διαθλάσεις» (Επίμετρο, όπως μεταφέρεται απόσπασμα από το κείμενο του Σόρερ).

Πολλοί καταπιάστηκαν με την ερμηνεία του κειμένου του Φορντ. Ξεκινώντας από τους συγκαιρινούς μας, ο Τομπίν είδε μια διαμάχη Αγγλίας-Ιρλανδίας, έτσι όπως παρουσιάζονται η Λεονόρα και ο Άσμπερναμ. Ο Στάναρντ βλέπει μια «μετάβαση από έναν πολιτισμό ηθικών, πνευματικών, ψυχικών βεβαιοτήτων σ’ έναν πολιτισμό αβεβαιότητας και αμφιβολίας». Ο Μπαρνς προτείνει τον δόλο, την ίντριγκα, τον έλεγχο, την εξαπάτηση σε συνδυασμό με την ιμπρεσιονιστική γραφή του Φορντ και την εσκεμμένα συγκεχυμένη εξιστόρηση των γεγονότων. Ο Χάινς, συμφωνώντας ως προς την ειρωνεία με τον Σόρερ, διαφωνεί ως προς την πρόσληψη του έργου ως κωμωδία. Ο τελευταίος, πάλι, εμμένει στη διάκριση σύμβασης και γεγονότος κατά την εξιστόρηση, στην «προσπάθεια του αφηγητή να εκλογικεύσει την συντριπτική ανακάλυψη ότι επί εννέα ολόκληρα χρόνια έχει εκλάβει τις συμβάσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς ως την πραγματική, την μόνη πραγματικότητα των ανθρώπων […]».

Λαμβάνοντας περισσότερο υπόψιν τη γνώμη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ και ποιητή Μάρτιν Στάναρντ, όπου, εν ολίγοις, μπορεί να συμπεριλάβει σχεδόν όλες τις υπόλοιπες απόψεις, θα λέγαμε πως ο Φορντ, σε αυτό το βιβλίο, επιχειρεί να γράψει ένα μυθιστόρημα «αυτογνωσίας» ή, για να το πούμε καλύτερα, αναζήτησης της ταυτότητας και της αλήθειας. Οπωσδήποτε, όμως, σε μια πρώιμη μορφή. Ορμώμενος εξαρχής από τη δική του περίπτωση, αφού όταν αρχίζει να το γράφει βρίσκεται ήδη σε κατάθλιψη στα τεσσαρακοστά του γενέθλια, εξαιτίας των συζυγικών του προβλημάτων και όχι μόνο, επιχειρεί, γράφοντας τον Καλό στρατιώτη, να ερμηνεύσει και ο ίδιος τα όσα του συνέβησαν, προσπαθώντας να φτάσει στην ουσία. Καίτοι μυθιστόρημα του μοντερνισμού, η ιμπρεσιονιστική μέθοδος που ακολουθεί σε συνδυασμό με τη φροϋδική ψυχολογία της εποχής τον βοηθάει να μπει στην ουσία των προβλημάτων και να καταλάβει, πρωτίστως, τι ακριβώς είναι και ο ίδιος. Γι’ αυτό και στο τέλος αυτοχαρακτηρίζεται ως «συναισθηματικός άνθρωπος», κάτι που όχι μόνο δεν ανέφερε για τον εαυτό του σε όλο το μυθιστόρημα, αλλά και ούτε θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε κάπως έτσι από την αρχή του βιβλίου. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τους άλλους χαρακτήρες του βιβλίου. Η αρχική οπτική και αντίληψη για τα πράγματα, του αφηγητή, αποδεικνύεται στο τέλος του βιβλίου λανθασμένη και συνεπώς παρατίθεται εντελώς διαφοροποιημένη, όπως κι ο ίδιος παραδέχεται. Κι εφόσον υπάρχουν οι θάνατοι του Άσμπερναμ και της Φλόρενς στη μέση κι ενώ η Λεονόρα ξαναπαντρεύτηκε, ο ίδιος αναγνωρίζει πια τον «συναισθηματικό του χαρακτήρα του» ευρισκόμενος για δεύτερη φορά να κάνει την αρσενική νοσοκόμα – αυτή τη φορά, όμως, σε μια αληθινά ασθενή. Ο Ντάουελ, λοιπόν, μεταβαίνει, εντέλει, από μια λάθος γνώση και εντύπωση της πραγματικότητας σε μια αλήθεια για τη ζωή που έζησε, αναγνωρίζοντας μέσα από αυτό τον καθρέφτη τον εαυτό του.

Στην ουσία, λοιπόν, είναι «η πιο θλιβερή ιστορία», που αποτελεί την πρώτη φράση του κειμένου και που ήταν και ο προτεινόμενος τίτλος από τον συγγραφέα. Δεν έγινε όμως δεκτός από τον εκδότη λόγω «εποχής», καθώς ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν κι ένας τέτοιος τίτλος μόνο πιασάρικος δεν ήταν. Και, τελικά, γίνεται η πιο θλιβερή ιστορία, εφόσον όλοι γνωρίζουμε πως αν τολμήσουμε να κοιτάξουμε μέσα μας, έστω και μέσω ενός μυθιστορηματικού καθρέφτη, θα αντικρίσουμε διαφόρων ειδών τέρατα. Πόσω, δε, μάλλον, αν είσαι και ο συγγραφέας αυτού του μυθιστορήματος.

Εξαιρετική η ξαναδουλεμένη μετάφραση από το 1995 του κ. Γ. Ι. Μπαμπασάκη (τότε για τις εκδόσεις Δελφίνι), όπως και το Επίμετρό του στο τέλος του βιβλίου. Και μια επιβεβαίωση: η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg συνεχίζει να μας δίνει εξαιρετικά βιβλία.

 

Ο καλός στρατιώτης
Μια ιστορία πάθους
Ford Madox Ford
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Gutenberg
366 σελ.
ISBN 978-960-01-1848-3
Τιμή: €15,00
001 patakis eshop

Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ (Merton-Surrey, Αγγλία 1873 – Deauville, Γαλλία 1939) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση της αγγλικής λογοτεχνίας. Αρχικά δημοσίευσε τα έργα του ως Ford Madox Hueffer. Υπήρξε μυθιστοριογράφος, ποιητής, κριτικός και εκδότης του The English Review και του The Transatlantic, αμφότερα λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία δημοσίευσε έργα εξαιρετικών ομοτέχνων του, όπως οι Έζρα Πάουντ, Τζέιμς Τζόις, Τόμας Χάρντι, Χένρι Τζέιμς, Ου. Μπ. Γέιτς, Ντ. Χ. Λόρενς, Ε. Χέμινγουεϊ, Γ. Στάιν και πολλών άλλων, ων ουκ έστι αριθμός. Έγραψε δεκάδες μυθιστορήματα, είτε μόνος είτε σε συνεργασία, όπως αυτά με τον Τζ. Κόνραντ, και τελικά έμεινε στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας με το βιβλίο Ο καλός στρατιώτης – και όχι άδικα, έστω και αργοπορημένα! Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε και ως «το καλύτερο γαλλικό μυθιστόρημα γραμμένο στα αγγλικά».

Όταν πρωτοδημοσιεύθηκε το βιβλίο, εν έτει 1915, η κριτική σχεδόν το προσπέρασε. Και αυτό γιατί μάλλον δεν κατάλαβε και πολύ καλά τι ακριβώς συνέβαινε εκεί μέσα. Σχεδόν το έθαψε, βάζοντάς τα με τον συγγραφέα και τη «νοσηρή σεξουαλική ατμόσφαιρα του βιβλίου», αλλά και το «ασύλληπτο», για την εποχή, του «πώς είναι δυνατόν να φέρεται έτσι ένας Εγγλέζος» τζέντλεμαν, όπως μας πληροφορεί στο κατατοπιστικότατο επίμετρο του βιβλίου ο μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Χρειάστηκαν οι προσπάθειες του Γκράχαμ Γκριν, τη δεκαετία του ’50, αλλά και των M. Σόρερ και Σ. Χάινς για να ξαναβρεί τη χαμένη αίγλη του αυτό το βιβλίο. Γιατί, πράγματι, αποτελεί κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του και οπωσδήποτε έχει να πει πράγματα ακόμα και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκδόσεις Modern Library μόλις το 1998 το βαθμολογούν ως 30ό ανάμεσα στα 100 καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα και έκτοτε το BBC 13ο στα 100 καλύτερα αγγλικά μυθιστορήματα, ο Observer στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών όπως και ο Guardian. Τι ήταν όμως εκείνο που καθυστέρησε την αναγνώρισή του;

Καίτοι μυθιστόρημα του μοντερνισμού, η ιμπρεσιονιστική μέθοδος που ακολουθεί σε συνδυασμό με τη φροϋδική ψυχολογία της εποχής τον βοηθάει να μπει στην ουσία των προβλημάτων και να καταλάβει, πρωτίστως, τι ακριβώς είναι και ο ίδιος.  

Η πλοκή, στη βάση της, είναι απλή. Ο αφηγητής Τζον Ντάουελ, Αμερικανός υπήκοος όπως και η σύζυγός του, σε έναν λευκό γάμο όπως αποδεικνύεται, επιχειρεί να εξιστορήσει τα γεγονότα της διάλυσης δύο γάμων, του δικού του με τη Φλόρενς και του καλού στρατιώτη Έντουαρντ Άσμπερναμ με τη Λεονόρα, Άγγλου και Ιρλανδής αντίστοιχα – και πιο συγκεκριμένα πώς ο ίδιος βρέθηκε από μια ευτυχισμένη ζωή στη δυστυχία. Και όσο κι αν φαίνεται πως απουσιάζει ένας εσωτερικός χρόνος αφήγησης –αφού τα γεγονότα μέσω αναλήψεων και κάποιων προλήψεων εξιστορούν τόσο τη γνωριμία των δύο ζευγαριών στο Νάουχαϊμ της Γερμανίας για θεραπεία της Φλόρενς και του Άσμπερναμ και τη δεκαετή περίπου γνωριμία τους όσο και την προηγούμενη ζωή τους–, υπάρχει μια «αυστηρά ελεγχόμενη δομή μορφολογικά, ενώ συνάμα η δομή του νοήματος παραμένει ανοικτή, ικανή για απεριόριστες διαθλάσεις» (Επίμετρο, όπως μεταφέρεται απόσπασμα από το κείμενο του Σόρερ).

Πολλοί καταπιάστηκαν με την ερμηνεία του κειμένου του Φορντ. Ξεκινώντας από τους συγκαιρινούς μας, ο Τομπίν είδε μια διαμάχη Αγγλίας-Ιρλανδίας, έτσι όπως παρουσιάζονται η Λεονόρα και ο Άσμπερναμ. Ο Στάναρντ βλέπει μια «μετάβαση από έναν πολιτισμό ηθικών, πνευματικών, ψυχικών βεβαιοτήτων σ’ έναν πολιτισμό αβεβαιότητας και αμφιβολίας». Ο Μπαρνς προτείνει τον δόλο, την ίντριγκα, τον έλεγχο, την εξαπάτηση σε συνδυασμό με την ιμπρεσιονιστική γραφή του Φορντ και την εσκεμμένα συγκεχυμένη εξιστόρηση των γεγονότων. Ο Χάινς, συμφωνώντας ως προς την ειρωνεία με τον Σόρερ, διαφωνεί ως προς την πρόσληψη του έργου ως κωμωδία. Ο τελευταίος, πάλι, εμμένει στη διάκριση σύμβασης και γεγονότος κατά την εξιστόρηση, στην «προσπάθεια του αφηγητή να εκλογικεύσει την συντριπτική ανακάλυψη ότι επί εννέα ολόκληρα χρόνια έχει εκλάβει τις συμβάσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς ως την πραγματική, την μόνη πραγματικότητα των ανθρώπων […]».

Λαμβάνοντας περισσότερο υπόψιν τη γνώμη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ και ποιητή Μάρτιν Στάναρντ, όπου, εν ολίγοις, μπορεί να συμπεριλάβει σχεδόν όλες τις υπόλοιπες απόψεις, θα λέγαμε πως ο Φορντ, σε αυτό το βιβλίο, επιχειρεί να γράψει ένα μυθιστόρημα «αυτογνωσίας» ή, για να το πούμε καλύτερα, αναζήτησης της ταυτότητας και της αλήθειας. Οπωσδήποτε, όμως, σε μια πρώιμη μορφή. Ορμώμενος εξαρχής από τη δική του περίπτωση, αφού όταν αρχίζει να το γράφει βρίσκεται ήδη σε κατάθλιψη στα τεσσαρακοστά του γενέθλια, εξαιτίας των συζυγικών του προβλημάτων και όχι μόνο, επιχειρεί, γράφοντας τον Καλό στρατιώτη, να ερμηνεύσει και ο ίδιος τα όσα του συνέβησαν, προσπαθώντας να φτάσει στην ουσία. Καίτοι μυθιστόρημα του μοντερνισμού, η ιμπρεσιονιστική μέθοδος που ακολουθεί σε συνδυασμό με τη φροϋδική ψυχολογία της εποχής τον βοηθάει να μπει στην ουσία των προβλημάτων και να καταλάβει, πρωτίστως, τι ακριβώς είναι και ο ίδιος. Γι’ αυτό και στο τέλος αυτοχαρακτηρίζεται ως «συναισθηματικός άνθρωπος», κάτι που όχι μόνο δεν ανέφερε για τον εαυτό του σε όλο το μυθιστόρημα, αλλά και ούτε θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε κάπως έτσι από την αρχή του βιβλίου. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τους άλλους χαρακτήρες του βιβλίου. Η αρχική οπτική και αντίληψη για τα πράγματα, του αφηγητή, αποδεικνύεται στο τέλος του βιβλίου λανθασμένη και συνεπώς παρατίθεται εντελώς διαφοροποιημένη, όπως κι ο ίδιος παραδέχεται. Κι εφόσον υπάρχουν οι θάνατοι του Άσμπερναμ και της Φλόρενς στη μέση κι ενώ η Λεονόρα ξαναπαντρεύτηκε, ο ίδιος αναγνωρίζει πια τον «συναισθηματικό του χαρακτήρα του» ευρισκόμενος για δεύτερη φορά να κάνει την αρσενική νοσοκόμα – αυτή τη φορά, όμως, σε μια αληθινά ασθενή. Ο Ντάουελ, λοιπόν, μεταβαίνει, εντέλει, από μια λάθος γνώση και εντύπωση της πραγματικότητας σε μια αλήθεια για τη ζωή που έζησε, αναγνωρίζοντας μέσα από αυτό τον καθρέφτη τον εαυτό του.

Στην ουσία, λοιπόν, είναι «η πιο θλιβερή ιστορία», που αποτελεί την πρώτη φράση του κειμένου και που ήταν και ο προτεινόμενος τίτλος από τον συγγραφέα. Δεν έγινε όμως δεκτός από τον εκδότη λόγω «εποχής», καθώς ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν κι ένας τέτοιος τίτλος μόνο πιασάρικος δεν ήταν. Και, τελικά, γίνεται η πιο θλιβερή ιστορία, εφόσον όλοι γνωρίζουμε πως αν τολμήσουμε να κοιτάξουμε μέσα μας, έστω και μέσω ενός μυθιστορηματικού καθρέφτη, θα αντικρίσουμε διαφόρων ειδών τέρατα. Πόσω, δε, μάλλον, αν είσαι και ο συγγραφέας αυτού του μυθιστορήματος.

Εξαιρετική η ξαναδουλεμένη μετάφραση από το 1995 του κ. Γ. Ι. Μπαμπασάκη (τότε για τις εκδόσεις Δελφίνι), όπως και το Επίμετρό του στο τέλος του βιβλίου. Και μια επιβεβαίωση: η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg συνεχίζει να μας δίνει εξαιρετικά βιβλία.

 

Ο καλός στρατιώτης
Μια ιστορία πάθους
Ford Madox Ford
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Gutenberg
366 σελ.
ISBN 978-960-01-1848-3
Τιμή: €15,00
001 patakis eshop