Φλώρα Σαρτζετάκη: «Οι δραπέτες της μπουγάδας»
«Κάθε πρωί, το λάλημα του πετεινού προαναγγέλλει μια νέα προδοσία», διαπιστώνει λυπημένα ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Στους δρόμους της μπουγάδας, όμως, τη γοητευτική ποιητική ιστορία της Φλώρας Σαρτζετάκη, διαβάζω: «Το λάλημα του πετεινού στην πρωινή ησυχία, ακούγεται να χαιρετάει τους δύο δραπέτες». Να τους δοξάζει, δηλαδή.
Επομένως, δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με προδοσία, αλλά αντίθετα με μια τήρηση όρκων και υποσχέσεων. Πρόκειται για μια δραπέτευση από κάποια φυλακή. Από ένα κάτεργο. Δύο δεσμώτες βρίσκονται καταδικασμένοι ισόβια να βλέπουν τον κόσμο από μακριά. Ακίνητοι, όμοια με αγάλματα. «Σαν το σκίουρο κρατάω τη μέρα στα δόντια, και πηδάω, εκεί όπου η βροχή σταματάει». Σαν τον σκίουρο, «με μια μικρή ελπίδα στην ουρά», αυτό, νομίζω, υποδηλώνει και σ’ όλη την εξιστόρησή της η Σαρτζετάκη, μαζί με τη σπουδαία ποιήτρια, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Με εφόδιο μια τόσο μικρούλα ελπίδα, σχεδιάζει να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα προς τη ζωή.
«“Σε λίγο θα ’χουμε στεγνώσει”, ψιθύρισε το παντελόνι στο γυναικείο πλουμιστό πουκάμισο». Αυτή είναι η πρώτη σελίδα, ο πρόλογος της αφήγησης. Μια οδυνηρή διαπίστωση. Χωρίς προφυλάξεις κατατίθεται, ευθύς εξαρχής, ο πανικός της αναπότρεπτης στέγνας, εάν δεν γίνει η σχεδιασμένη απόπειρα. Και προς το τέλος, στο κλείσιμο της ιστορίας, λίγο πριν από τη μεγάλη απόδραση, «να ρίξει, Θε μου, μια βροχή, μια μπόρα», διατυπώνεται η ευχή και προσδοκία. Χρειάζεται ακόμα και η έξωθεν βοήθεια για να ευοδωθούν τα σχέδια των δύο συνωμοτών. Η συνέργεια και άλλων δυνάμεων.
Η πρωινή αύρα, το εύοσμο αεράκι που φτάνει πάνω τους τσιγκλάει τα όνειρα και αναστατώνει την ψυχή των δύο ηρώων, των πρωταγωνιστών της ιστορίας μας, γιατί μυρίζει ελευθερία. Ενός παντελονιού δηλαδή κι ενός γυναικείου πλουμιστού πουκάμισου, κρεμασμένων με μανταλάκια πάνω στα σχοινιά. Η αλληγορία και ο συμβολικός υπαινιγμός αναπόφευκτος, η υπόμνηση της χαράς και ηδονής της ελευθερίας αρκεί για να ξεκινήσει μέσα μας η περιπέτεια. Ο σχεδιασμός μιας απόδρασης. Αναγκαίος επίσης όρος της εξέγερσης, ένα ακόμα πρόσωπο, η αμοιβαία συμπάθεια, ένας έρωτας ίσως. Ο δρόμος προς την ελευθερία φαίνεται να χρειάζεται τον συνοδοιπόρο. Να μην είναι μοναχική δράση και απόφαση. Να μη γίνεται αλλιώς.
Άρα, το λεγόμενο «παιδικό» είναι ένα αυτοδύναμο καλλιτεχνικό έργο, ούτε κατ’ ελάχιστο υποδεέστερο όσων έργων θεωρούν πως απευθύνονται σε μεγάλους, σε ενήλικες και πιο «σοβαρούς» αναγνώστες. Βασικά, κάθε συγγραφέας, ένα παιδικό έργο προσδοκά να αξιωθεί να στήσει.
«Σ’ άλλο καλάθι εσύ, σ’ άλλο εγώ. Αλλά σε λίγο θα μπούμε πάλι μέσα». Αυτή η στιχομυθία-διαπίστωση περιγράφει τη θλιβερή πραγματικότητα των δύο κρεμασμένων ψυχών. Αναθαρρεύουν τότε οι δυο τους, δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο και αποφασίζουν να οργανώσουν μαζί τη συνωμοσία.
Φταίνε τα ωραία λόγια των δύο ερωτευμένων, φταίει η αβάσταγη ομορφιά της φύσης και η πρωινή δροσούλα, η υπέροχη θέα του τοπίου, «όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει», θα ’λεγε ο Σολωμός, που τους ωθεί στην υπέρβαση και την εξέγερσή τους; Είναι η μαυρίλα του καυσαερίου, η λασποβροχή, το φριχτό πλυντήριο που στοιβάζει όλες τις ψυχές μαζί και τις στύβει; Κι εκείνο το κακό σίδερο, ο φριχτός καθημερινός βασανισμός, ο αφόρητος πόνος; Ο αφόρητος πόνος των ρούχων, ο αφόρητος πόνος των ανθρώπων.
Είναι όλα αυτά μαζί, και κάτι ακόμα, πιο μεγάλο, που οι δύο ψυχές διαισθάνονται και δεν μπορούν να το προσδιορίσουν. Ο πόθος για την πτήση. Που είναι δυνατότερος κι από την οδύνη της δουλείας. Κι ας μη γνωρίζουν κι από πτήσεις. Η πιο μεγάλη νοσταλγία είναι για εκείνα που δεν πειραθήκαμε ποτέ, που δεν αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε.
«Όποιος δεν περπατάει, δεν ακούει τις αλυσίδες του», επέμενε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Όμως, η πρωινή αύρα τάραζε την ακινησία αυτών των δύο ψυχών, τους κουνούσε διαρκώς πέρα-δώθε πάνω στο συρματόσχοινο, έτσι που ν’ αγγίζονται τα σώματά τους για μόνο μια φιλεύσπλαχνη στιγμή και να καταλαβαίνουν τότε τη σκλαβιά τους. Οι δυο δεσμώτες έχουν πια ξεκινήσει την ανταρσία τους, έχοντας συνείδηση των δεσμών τους.
Εξυφαίνεται, λοιπόν, μια αβρή συνωμοσία απόδρασης. Με συμφωνία μυστική και ένα πλάνο μεθοδευμένο. Καίει η προσδοκία της ελευθερίας, υπάρχουν οι αγέρηδες που υποδαυλίζουν τη λαχτάρα της ζωής, που τάζουν «παλιές χαρές, από καιρό λησμονημένες», υπάρχει ακόμα η ζωή μπροστά τους. Μπροστά μας, υπαινίσσεται η αφηγήτρια. Έτσι, η πυκνή σιωπή ανάμεσα απ’ τα λόγια, με λέξεις που κρύβουν και υπονοούν παρά αποκαλύπτουν, στήνεται η παράσταση. Το σκηνικό: η αόρατη φυλακή, τα συρματόσχοινά της, ο δεσμοφύλακας –η κυρία– με τα μανταλάκια πάντα στα χέρια. Υπάρχουν και ραδιουργούν οι ιδαλγοί της ελευθερίας. Οι δύο ήρωές μας. Υπάρχουν, απαραιτήτως, κι οι ανέμελοι, οι αδαείς –μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, που προσμένουν κάποιο θαύμα– τα άλλα ανυποψίαστα ρούχα, που δεν περιμένουν και δεν ελπίζουν τίποτα, που δεν έχουν μυρίσει λίγη ζωή.
Επιζητούν μόνο τώρα οι συνωμότες την κατάλληλη στιγμή, την τύχη, μια βροχή που θα συντελέσει κυρίαρχα στην επόμενη, τελευταία συνάντησή τους. Μια βροχή που θα τους φέρει πάλι κοντά και θα σταθεί αρωγός στα σχέδιά τους, αφού θα βραχούν, θα μπουν μετά στο πλυντήριο και θα κρεμαστούν και πάλι με μανταλάκια. «Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός», έλεγε ο Ηράκλειτος. Όλα, δηλαδή, τα καθορίζει η στιγμή.
Και συννεφιάζει κι έρχεται, ευτυχώς, η βροχή, ο σύμμαχος, η αγαθή τύχη. Ύστερα, αργοσαλεύει η αγωνία, η προσμονή. Χαλάει όμως, ξαφνικά, το πλυντήριο –βρήκε την ώρα– επισυμβαίνει το απρόβλεπτο, που καθορίζει τη ζωή μας. Παρ’ όλα αυτά, οι δυσκολίες και πάλι υπερβαίνονται, μπαίνουν εντέλει μαζί στο πλυντήριο, πουκάμισο και παντελόνι, και καθαρίζουν. Αυτοκαθαίρονται θα ’λεγα, αυτή τη φορά, κι έτσι καθαροί κρεμιόνται τώρα πάνω στο σύρμα. Ως καθάρματα στον βωμό της ζωής. Φτάνει, πλησιάζει η κρίσιμη στιγμή.
«Η στιγμή όμως για να παρουσιαστεί, χρειάζεται να δρασκελίσεις μια τρίχα, που δεν είναι ζήτημα θέλησης», ισχυρίζεται ο Γ. Σεφέρης. Χρειάζεται δηλαδή και πάλι η συμπαιγνία, η συνέργεια των κρύφιων δυνάμεων της Φύσης, για να γίνει η ύστατη κίνηση και μια ελάχιστη, αδιόρατη ακόμα προώθηση. Ακαθόριστη.
«Ένα δροσερό αεράκι φυσάει τα ρούχα απαλά και κάνει, κάπου κάπου, το παντελόνι και το πουκάμισο να αγγίζονται», διαβάζουμε. Αυτό φτάνει και περισσεύει. Αυτό το άγγιγμα. «“Όλα επάνω σου μ’ αρέσουν”, μονολογεί το παντελόνι». Λόγια μαγικά, αρκετά για να πυροδοτήσουν. Κι εκεί που όλα φαίνονται κάτω, ακίνητα και παγωμένα, η Φύση, τα δέντρα, τα βουνά, η θάλασσα και η φριχτή ησυχία καραδοκεί, έτοιμη να ρουφήξει τους δυο κρεμασμένους, οι τρυφεροί συνωμότες σπάνε επιτέλους τα δεσμά. Το σκάνε.
«Το ’παν και το ’καναν». Το καταμαρτυρούν οι ελιές κάτω στον γιαλό και δύο γυμνά παιδιά πάνω στην άμμο, δείχνοντας στον ουρανό τους δραπέτες. Δυο παιδιά γεμάτα αθωότητα και ομορφιά, που μπορούν και αντικρίζουν τα θαύματα. Γιατί αυτό χρειάζεται. Αθωότητα και ομορφιά, για να μπορέσεις να δεις το θαύμα, να το αγγίζεις και να το εγκολπωθείς.
Αναγκαίος επίσης όρος της εξέγερσης, ένα ακόμα πρόσωπο, η αμοιβαία συμπάθεια, ένας έρωτας ίσως. Ο δρόμος προς την ελευθερία φαίνεται να χρειάζεται τον συνοδοιπόρο. Να μην είναι μοναχική δράση και απόφαση. Να μη γίνεται αλλιώς.
«Τα αγάλματα είναι στο μουσείο», στενάζει απελπισμένος, χρόνια τώρα, ο ποιητής, καθώς τα βλέπει ακίνητα και φυλακισμένα, στοιβαγμένα όλα μαζί. Κλεισμένα εκεί μέσα στη σκοτεινιά του μουσείου, έξω από τον φυσικό τους χρόνο. Όμως εδώ, στην ιστορία μας, οι ήρωές μας πετούν. Ίδια με εκείνα τα αγάλματα του γλύπτη Δαίδαλου, λέει η Σαρτζετάκη, τα πρώτα που ενείχαν κινητικότητα, ύστερα από την παροιμιώδη στατικότητα και ακινησία αιώνων των Κούρων. Αυτά που τόσο γοήτευσαν για τούτη την κίνηση που εμπεριείχαν και επιδείκνυαν, τους αρχαίους Αθηναίους, κατά τον μύθο, όπως αναφέρεται στον Πλάτωνα, και τα δέναν οι Αθηναίοι με αλυσίδες, από φόβο μην τυχόν και τους δραπετεύσουν και τα χάσουν και δεν μπορούν να τα βλέπουν πια.
Έτσι και τούτα, τα δυο υπέροχα πλάσματα, το πλουμιστό πουκάμισο και το παντελόνι, δεν μένουν άλλο καρφωμένα, δεν μένουν πάνω στα συρματόσχοινα, παρά αναθαρρεύουν και κατορθώνουν να δραπετεύσουν, πετούν ψηλά, καθώς πετάει κάθε ψυχή που αποφασίζει να ανακτήσει την ελευθερία της και να αποδράσει από τη μιζέρια. Την πλήξη, την αδράνεια, τη μόνιμη ακινησία.
Αναθάρρεψα κι εγώ, διαβάζοντας το τρυφερό ποίημα της Φλώρας Σαρτζετάκη. Πέταξα μαζί με τους πρωταγωνιστές της, συγκινήθηκα από τη σιγανή καταδήλωση και τη γενναία παραδοχή της ακινησίας. Μιας ησυχίας αφόρητης που μας κατατρύχει, μας κατατρώει όλους κανοναρχώντας τη ζωή μας. Παρασύρθηκα από τον ασίγαστο πόθο της δραπέτευσης. Κι αυτό μου συνέβη, γιατί κυριαρχεί σ’ όλη την ιστόρηση η απλότητα, η ανεπιτήδευτη κατάθεση ψυχής και προπαντός ο προσωπικός-ατομικός ρυθμός.
Ο ρυθμός είναι το πρωταρχικό στοιχείο, μαρτυρία της αυθεντικότητας και της αλήθειας κάθε αφηγήματος. Ο ρυθμός είναι που συστήνει το προσωπικό ύφος και πείθει ότι το γεγονός που περιγράφεται είναι αληθινό και συνέβη όντως όπως αναπαρίσταται. Και ο ρυθμός που ενυπάρχει στους Δραπέτες της μπουγάδας ενέχει τη σιωπή και τη διακριτικότητα. Εάν στήσεις αυτί, εάν ακουρμαστείς, θα την ακούσεις. Είναι ένας πνιχτός αναστεναγμός πίσω από τα νοήματα και τους συμβολισμούς, ανάμεσα, κάτω καλύτερα, από τις λέξεις. Πολύτιμος αναστεναγμός.
Σηκώναμε κάποτε στο ορεινό χωριό μου, στην παιδική ηλικία, τις «πλακανίθρες», έτσι λέγαμε κάτι μεγάλες λευκές οριζόντιες πέτρες. Τις ξεκολλάγαμε. Αναδεύονταν από κάτω κάτι χρυσά φιδάκια. Σε χειμέρια νάρκη.
Συμμετείχα, λοιπόν, κι εγώ στη συνωμοσία και την απόδραση, πράγμα που αποτελεί, πιστεύω, τον στόχο κάθε ιστόρησης. Η σύμπλευση, η κοινή κτήση με τον αναγνώστη.
Χειροκρότησα επίσης με ενθουσιασμό τη σπουδαία αναπαράσταση της περιπέτειας, την εικονογράφηση της Ειρήνης Μπογδάνου. Τα υπέροχα χρώματα που αποτυπώνουν ακέραια τη δυναμική των λέξεων και των εικόνων της συγγραφέως, και υποτάσσονται σ’ αυτήν.
Ο συνειδητός καλλιτέχνης, η ζωγράφος εν προκειμένω, χρειάζεται υψηλό καλλιτεχνικό γούστο, ωριμότητα και αυτάρκεια, για να υποταχθεί στην αυθεντία του συγγραφέα. Αυτή η «υποταγή» εντός εισαγωγικών –λέξη κατεξοχήν ερωτική– δηλώνει την παράδοση στο κείμενο και την ισότιμη, ισάξια συμμετοχή-συνδημιουργία. Τη συνάντηση δύο τρυφερών ψυχισμών. Δύο αξιαγάπητων ραδιουργών. Οπότε –τύχη αγαθή– η Φλώρα Σαρτζετάκη βρήκε τον άλλο συγκρατούμενό της, τον άλλο δραπέτη.
Θαυμάζω, λοιπόν, και για την έξοχη ζωγραφική αποτύπωση της ιστορίας, και για το απαλό και νόστιμο κείμενο. Το ταπεινό συγγραφικό περπάτημα.
Αν νοηματοδοτείται ξεχωριστά και μένει σ’ εμένα μια λέξη απ’ όλη την ιστορία, αυτή είναι «τα μανταλάκια». Ετούτη, εγώ τουλάχιστον, κρατώ. Τα μανταλάκια αποκτούν ένα απόλυτο καινούργιο νόημα.
Μη φοβάστε πως αποκάλυψα όλη την πλοκή της αφήγησης. Ίσως να μη συμβαίνουν όσα εγώ διάβασα. «Είμαστε η ερμηνεία μας», ξεσηκώνω, μιας και τον θυμήθηκα, τον Γ. Σεφέρη. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω πως δεν σας αποκάλυψα καθόλου την ιστορία. Όποιος διαβάζει μια ιστορία, αυτός την αποκαλύπτει από μόνος του με τον ξεχωριστό, δικό του τρόπο. Γιατί είναι ο ρυθμός, το ύφος, που αναδεικνύει την ιστορία. Κι αυτό το εισπράττει κανείς με βάση την ατομική του γνώση, συνείδηση και εμπειρία. Οι πιθανολογίες και εκδοχές της ανέλιξης της αφήγησης είναι δευτερεύον στοιχείο και το πιο εύκολο για τον συγγραφέα. Σκέπτεται για το «εικός και το αναγκαίο» της κάθε ιστόρησης και το εφαρμόζει.
Ήθελα ακόμα, τελειώνοντας, να τονίσω ότι δεν αποδέχομαι τον όρο «παιδική λογοτεχνία». Χαρακτηρισμός που υποδηλώνει μια υποτίμηση προς το δημιούργημα, με τη λογική πως τα παιδιά γνωρίζουν ασφαλώς και καταλαβαίνουν λιγότερα απ’ ό,τι οι ενήλικες. Ένα αυθεντικό κείμενο απευθύνεται στην καθαρή, την «παιδική» ψυχή, επιζητεί την αφέλεια, «τη μεγαλυτέρα των δυνάμεων» κατά τον Γκαστόν Μπασλάρ, και επενδύει στη δυνατότητά μας να ονειρευόμαστε, να φαντασιώνουμε έναν νέο κόσμο, να ανακατασκευάζουμε την ανυπόφορη πραγματικότητα δημιουργώντας έναν άλλο, πιο αληθινό, έναν πιο όμορφο κόσμο. Άρα, το λεγόμενο «παιδικό» είναι ένα αυτοδύναμο καλλιτεχνικό έργο, ούτε κατ’ ελάχιστο υποδεέστερο όσων έργων θεωρούν πως απευθύνονται σε μεγάλους, σε ενήλικες και πιο «σοβαρούς» αναγνώστες. Βασικά, κάθε συγγραφέας, ένα παιδικό έργο προσδοκά να αξιωθεί να στήσει. Γιατί δεν υπάρχουν σοβαροί αναγνώστες. Δεν υπάρχουν καν αναγνώστες, πριν εμφανιστεί ένα κείμενο. Αυτό είναι που αναδεικνύει, γεννάει τους αναγνώστες του. Το κείμενο. Τους δικούς του αναγνώστες. Είμαστε, θέλω να πω, αναγνώστες κάποιου συγκεκριμένου έργου, εάν έχουμε την ευλογία-τύχη αυτό να μας παραδοθεί, να μας αναδείξει ως αναγνώστες του, να μας γεννήσει.
Η παιδική σκέψη, απαλλαγμένη από κοινωνικές νόρμες, τις κοινωνικές ενοχές και αναστολές, ευκολότερα μπορεί να ανασκευάσει και να διορθώσει το άσχημο. Να πορευτεί ανέμελα προς την αναγκαία προοπτική μας: την ομορφιά. Γιατί η αθώα ψυχή είναι ανάλαφρη, κι αυτή μόνο μπορεί να πετάξει ψηλά σπάζοντας τα σχοινιά, ρίχνοντας κάτω στα χώματα τα μανταλάκια μας.
Οι δραπέτες της μπουγάδας
Φλώρα Σαρτζετάκη
εικονογράφηση: Ειρήνη Μπογδάνου
Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
48 σελ.
ISBN 978-960-486-142-2
Τιμή €13,40
πηγή : diastixo.gr