Φιόντορ Σαλιάπιν: «Η μάσκα και η ψυχή» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Ο Φιόντορ Σαλιάπιν υπήρξε εμβληματική μορφή στο χώρο του θεάτρου. Ηθοποιός και τραγουδιστής της όπερας. Από το 1889 που έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο μέχρι το 1936, που έριξε αυλαία η ζωή του, η καριέρα του απογειώθηκε. Γνώρισε μεγάλες τιμές, έκανε το θαύμα επί σκηνής και απέκτησε παγκόσμια φήμη. Η αυτοβιογραφία του είναι η προσπάθειά του να καταγράψει αυτό το θαύμα που ένιωσε να κατακλύζει τη ζωή του και ειδικά μετά τη συμπλήρωση των σαράντα χρόνων στο τραγούδι. Σαράντα χρόνων αμφιβολίας, ανησυχίας, προσωπικής δυσαρέσκειας και θριάμβων, σαράντα χρόνων διαδρομές πάνω σε δρόμους παραδοσιακούς, λαϊκούς, αυτοκρατορικά βουλεβάρτα, εθνικές οδούς, όπου ακούγονταν ατσάλινοι τροχοί, πολεμικές μουσικές και ποικίλα άλλα ακούσματα.
Παράλληλα με το θέατρο τον συγγραφέα απασχολεί και η Ρωσία, για την οποία, όταν έρχεται στο νου του, άλλοτε νιώθει υπερηφάνεια και άλλοτε θλίψη. Το «μαγικό κρύσταλλο» όμως δια μέσου του οποίου είδε τη Ρωσία ήταν το θέατρο. Γι’ αυτό τα πάντα είναι ιδωμένα από την πλευρά του θεάτρου. Είναι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, η ψυχή τους, που η μνήμη τούς ανακαλεί με το μακιγιάζ τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους, τις χειρονομίες και τη θεατρική τους εξάρτυση. Σ’ ένα προγενέστερο βιβλίο του μίλησε για τη ζωή του εξωτερικά, ενώ σ’ αυτό επιδιώκει μια «αναλυτική βιογραφία της ψυχής» του και «της τέχνης του», λέει χαρακτηριστικά και, κυρίως, «Χωρίς μακιγιάζ».
Το «μαγικό κρύσταλλο» όμως δια μέσου του οποίου είδε τη Ρωσία ήταν το θέατρο. Γι’ αυτό τα πάντα είναι ιδωμένα από την πλευρά του θεάτρου.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μεγάλα μέρη και ογδόντα οχτώ ενότητες συνολικά. Στο Πρώτο Μέρος, σταχυολογώντας στιγμές από τον αφηγηματικό καταρράκτη, πέφτουμε, κατ’ αρχάς, πάνω στους περιπλανώμενους αγγέλους∙ τους πλάνητες εκείνους που, χωρίς σαφή προορισμό και στόχο, «περπατούσαν στην απέραντη ρωσική γη... περιπλανιόνταν σε αγροικίες, περνούσαν από μοναστήρια, δοκίμαζαν την τύχη τους στις ταβέρνες. Ήλπιζαν...» και αν ρωτήσεις τον καθένα τους ξεχωριστά «πού πάει και γιατί περπατάει, δεν μπορεί να σου απαντήσει. Δεν ξέρει. Δεν έχει σκεφτεί», σαν να πιστεύει «πως θα μπορούσε να υπάρχει ένας τόπος όπου η ζωή θα είναι ευλαβέστερη και καλύτερη». Αυτόν τον «άγγελο» συνάντησε στον Μπορίς Γκοντουνόφ του Μουσόργκσκι• είναι ο Βαρλαάμ, του οποίου ο Σαλιάπιν αναλύει το χαρακτήρα και διορθώνει την εσφαλμένη εικόνα που έχει δημιουργηθεί από διαστρεβλωμένες οπτικές. Στον Ιβάν τον Τρομερό βλέπει το «απεριόριστο αίσθημα εξουσίας πάνω σε άλλους ανθρώπους» και την «αφάνταστη σιγουριά για το δικό του δίκιο. Καθόλου δεν ντρέπεται ο Τσάρος ... αν στον ποταμό δεν ρέει νερό αλλά ανθρώπινο αίμα». Από την άλλη, αναλύοντας πάντα τους χαρακτήρες των ρωσικών έργων –τον Πρίγκιπα Ιγκόρ του Μποροντίν θα τον κατασπαράξουν οι εγκληματικοί Βογιάροι– θα καταλήξει στη χωρίς μέση οδό «ρωσική ιδιοσυγκρασία». Ούτε σε καλό ούτε σε κακό δεν έχει μέτρο ο Ρώσος. Ωστόσο «λάμπει η ρωσική ιδιοφυία». Του αρέσει ο Πούσκιν που του αρέσει ο Μότσαρτ. Τον συγκίνησε ο Φάουστ του Γκουνώ για την ευγένεια των αισθημάτων. Γενικά το θέατρο του απέσπασε την προσοχή γιατί είχε ευγένεια που η καθημερινή ζωή δεν διέθετε. Τον συγκινούσαν τα κοστούμια και ο θεατρικός λόγος γιατί εκεί «η σύνθεση των λέξεων αποκτά μεγαλοπρέπεια, ομορφιά και νόημα». Αλλά και τα φώτα, η διακόσμηση, η ιεροτελεστία, όλα ήταν πρόκληση στη «μετάληψη» που από παιδί επιθύμησε. Η Μήδεια, ο Ρωσικός γάμος, ο Γιάσκα με την κλοουνίστικη παρουσία του, η αγάπη για τη φύση, οι θρύλοι, ο καιρός, η άνοιξη όταν λιώνουν τα χιόνια, όλα έχουν τον αντίκτυπό τους στη ρωσική ψυχή και όλα γίνονται τραγούδι. Διαφωνεί με την ιδέα ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», ωστόσο, αν υπάρχει κάποιο όπιο, τότε αυτό είναι το τραγούδι. Ο Σαλιάπιν δεν εξετάζει τα πράγματα σαν πολιτικός ή σαν φιλόσοφος αλλά σαν καλλιτέχνης. «Δεν ξέρω ποιος αποφασίζει, ποιοι έχουν καλύτερο Χριστό –οι ορθόδοξοι, οι καθολικοί ή οι προτεστάντες– [...] Ξέρω μόνο πως στον “Επιτάφιο θρήνο” κλαίει και υποφέρει η ανθρωπότητα είκοσι εκατονταετίες». Η ζωή του ανθρώπου μπορεί να έχει πολλή πίκρα και φως αλλά το τραγούδι είναι Ανάσταση.
Γενικά το θέατρο του απέσπασε την προσοχή γιατί είχε ευγένεια που η καθημερινή ζωή δεν διέθετε. Τον συγκινούσαν τα κοστούμια και ο θεατρικός λόγος γιατί εκεί «η σύνθεση των λέξεων αποκτά μεγαλοπρέπεια, ομορφιά και νόημα».
Στην εποχή του τα θέατρα είναι αυτοκρατορικά, οι παραστάσεις μεγαλόπρεπες και ο Τσάρος θιασάρχης όλων των θεάτρων. Λειτουργούν, επίσης, τα αυτοκρατορικά κονσερβατουάρ και πολυάριθμα παραρτήματα. Πρωτοτραγούδησε στο θέατρο Μαρίνσκι, γνώρισε την επιτυχία αλλά και τη ρωσική γραφειοκρατία.
Στο Δεύτερο Μέρος, ο Σαλιάπιν ζει τις μεγάλες και αιματηρές στιγμές της ιστορίας της Ρωσίας, όμως με το θέατρο πάντα στη σκέψη του. Μιλάει με πάθος για τη σκηνή. Τη γνωριμία του με Γκόρκι, με τον οποίο ανέπτυξε μεγάλη φιλία και τον συμβούλεψε να μην ανακατευτεί στην πολιτική, τον Ντιάγκιλεφ, τον Ρίμσκι Κόρσακοφ, τον Ραχμάνινοφ, τον Ρέπιν, τον Λένιν, τον Στάλιν, ανθρώπους της τέχνης αλλά και της επανάστασης. Γνώρισε τον φανατισμό, την ανικανότητα συνεννόησης, την κρατικοποίηση των αυτοκρατορικών θεάτρων και τη συνεπαγόμενη αλλαγή στη λειτουργία τους, τις παράλογες απαιτήσεις, τις έρευνες στο σπίτι, την κατάσχεση τιμαλφών, επειδή η επανάσταση «εισέβαλε ορμητικά, όταν βρήκε την ευκαιρία» και στη ζωή των ανθρώπων και στο θέατρο, όπου τσαρλατάνοι και καιροσκόποι, άσχετοι με το θέατρο, είχαν παρουσία και επιρροή.
Ο Σαλιάπιν περιγράφει τις φρικτές στιγμές που έζησε ο ίδιος, τις εκτελέσεις που είδε, τις παρεμβάσεις που έκανε μαζί με τον Γκόρκι –κυρίως ο Γκόρκι– για να σώσει ανθρώπους από την εκτέλεση. Και «η επανάσταση έτρεχε ολοταχώς», η καθημερινή ζωή δυσκόλεψε, το φάσμα της πείνας απλώθηκε, το ετοιμοθάνατο άλογο γινόταν μερίδες πριν ξεψυχήσει. Ο Σαλιάπιν, βλέποντας καθημερινά να ξεφτίζει το όραμα της επανάστασης, τον παραλογισμό να βασιλεύει και τον κίνδυνο να τον απειλεί θα υποχρεωθεί να φύγει. Θα ταξιδέψει στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Κίνα και την Ιαπωνία. Θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, θα τιμηθεί με πολλούς τίτλους, μεταξύ των οποίων και με τον τίτλο του «Λαϊκού Καλλιτέχνη» που θα του αφαιρεθεί, όμως, μετά την κατάρρευση των Σοβιέτ, θα του απονεμηθεί εκ νέου, μετά θάνατον. Η καταγραφή σταματά στις 8 Μαρτίου 1932. Η ζωή του έκλεισε τον κύκλο της στις 12 Απριλίου 1938.
ο Σαλιάπιν ζει τις μεγάλες και αιματηρές στιγμές της ιστορίας της Ρωσίας, όμως με το θέατρο πάντα στη σκέψη του. Μιλάει με πάθος για τη σκηνή.
Τελικά, η αυτοβιογραφία του Σαλιάπιν είναι μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Ρωσίας, πριν από την επανάσταση και μετά την επανάσταση, κακή πριν, χειρότερη μετά, ιδωμένη από τη σκηνή του θεάτρου, σαν θέατρο παραλόγου που το παίζουν στυγνοί, φανατικοί και εγκληματίες «ηθοποιοί».
Η μάσκα και η ψυχή
Φιόντορ Σαλιάπιν
Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη
Λέμβος
496 σελ.
ISBN 978-618-80958-1-6
Τιμή € 18,00
Πηγή : diastixo.gr