Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής: «Η πρόσοψη»
Ποια συνέχεια; ή Τα δόντια της Κοκκινοσκουφίτσας
Ο λόγος για το μυθιστόρημα Η πρόσοψη του Φίλιππου Δρακονταειδή. Θα μπορούσε με ευκολία κανείς να αρχίσει να αναφέρεται σε πρόσωπα και στον ιστό αράχνης που πλέκεται μέσα στον χωροχρόνο από τις μετακινήσεις τους, από την Οδησσό στη Σενεγάλη, από το Αϊβαλί έως το Παρίσι ή το Νανσί, την Μπραζαβίλ και όχι μόνο, να επικεντρωθεί σε οικογενειακές ιστορίες και δράματα, μόνο που τότε, μέσω του προσωποκεντρισμού, θα έχανε την πρόσοψη.
Ο Δρακονταειδής, παραμένοντας εξαιρετικός και αμιγώς μυθιστορηματικός στις περιγραφές, επιλέγει την αφαίρεση ως προς τα γεγονότα. Έτσι, ενώ ένα φόρεμα ή ένα πρόσωπο αποκτούν λεπτομερή εικόνα, στην ουσία περιγράφονται ως καθοριστικές στιγμές της ζωής των ηρώων. Ακολουθούν άλματα στον χρόνο. Συνάντηση, πόθος, άδοξο τέλος ή μη, θάνατος. Τα ενδιάμεσα στάδια αποσιωπώνται και στροβιλίζονται μέσα στην Ιστορία, η οποία αποτυπώνεται εξίσου λεπτομερώς και αποσπασματικά.
Χωρισμένο σε πέντε εποχές, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1946, το μυθιστόρημα είναι, θα τολμούσαμε να πούμε, μια σύγχρονη condition humaine με στανταλικά χαρακτηριστικά. Και, με τον όρο σύγχρονη, εννοούμε υπό την οπτική κάποιου που ζει μεν στην ψηφιακή εποχή (επανάσταση που ακόμη δύσκολα προσδιορίζεται), ο οποίος γνωρίζει όμως καλά τι επέφερε το ντόμινο της ανακάλυψης του ηλεκτρισμού. Εννοούμε όμως και κάτι άλλο: η γλώσσα και η δομή οικοδομούν μια σύνθεση μέσα στην οποία εισρέει ο ιστορικός χρόνος ή απορροφάται σαν από μαύρη τρύπα, πόρρω απέχοντας από τάχα ρεαλιστικές απεικονίσεις πληθώρας σύγχρονων μυθιστοριογράφων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
Η Δύση δεν παραδέχεται την ήττα της, φαντασιώνεται μια συνέχεια που έχει διακοπεί, έναν πολιτισμό ενιαίο που έχει ήδη γκρεμιστεί.
Το θέμα του βιβλίου είναι ο πολιτισμός και η υποτιθέμενη συνέχειά του. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι ρωγμές του και οι αναπαλαιώσεις του. Τίθεται εξαρχής και διατρέχει όλο το μυθιστόρημα, το οποίο ανοίγει και κλείνει με την αντιστροφή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Πόσο δυνατά όμως γίνεται να δαγκώσει και πόσες φορές μπορεί να φάει η Κοκκινοσκουφίτσα τον λύκο; Γιατί δεν είναι εύκολη η παραδοχή της ουτοπίας; Κι όσες φορές και αν νικήσει η Κοκκινοσκουφίτσα, τούτο αρκεί για να χαθούνε οι ρωγμές; Η Δύση δεν παραδέχεται την ήττα της, φαντασιώνεται μια συνέχεια που έχει διακοπεί, έναν πολιτισμό ενιαίο που έχει ήδη γκρεμιστεί. Θαυμάζει την πρόσοψη. Ενώ βρίσκεται στο στόμα του λύκου.
Ως προς τους ίδιους τους χαρακτήρες, τις εμπορικές, πολεμικές ή ερωτικές τους δραστηριότητες, θα μπορούσε να πει κανείς πως δίνουν την εντύπωση ότι χορεύουν ένα valse hésitation. Σε τούτο συμβάλλει και η διαρκής παρουσία του πιάνου. Κάθε σημαντική ερωτική συνάντηση ή συνδιάλεξη υφαίνεται μέσα από ένα πιάνο. Υπάρχει όμως και πιάνο που πουλιέται μετά πόνου, πιάνο που ταξιδεύει αλλά, τη στιγμή της μεταφοράς του από το πλοίο στη βάρκα, τσακίζεται και πνίγεται στη θάλασσα. Η μουσική διατρέχει ολόκληρο το κορμί του μυθιστορήματος, με κείνη αναριγεί, εκείνη αποτελεί τον σύνδεσμο, περνά από τη μία ήπειρο στην άλλη, από τη μία ιστορία στην άλλη. Εκείνη αντικαθιστά το φως: «Επιπλέον, ο ήχος ενός πιάνου μάρκας Petit frère τούς οδηγούσε όταν ο προβολέας πάθαινε βλάβη και χρειαζόταν μερικές μέρες για να επισκευαστεί». Και μόνο εκείνη νικά για μια στιγμή την πρόσοψη: «Παίζοντας αλαθήτως στο πιάνο της, σε εκείνην τη σάρκα εκ σαρκός της […] είχε εγκαταλείψει την πρόσοψη των πραγμάτων και είχε εισέλθει εντός αδύτου, όπου η μύηση κορυφούται πλέον σε πράξεις πυριφλεγείς, πράξεις παραδεισίας αντίστιξης […]».
Η πρωτοκαθεδρία της ακοής («Ωστόσο ο έρωτας δεν είχε πιαστεί από τα μάτια. Η ακοή τον είχε γεννήσει») δίνει χώρο και στην αφή, συνεργάζονται με τα δάχτυλα στα πλήκτρα να γεννούν το αόρατο, την ίδια στιγμή που ζωγραφική και φωτογραφία διαγκωνίζονται για τα πρωτεία διεκδικώντας την αποτύπωση της Ιστορίας. Η όραση όμως, από την εποχή που ο ηλεκτρισμός αφαίρεσε από τον φωτεινό κύκλο της λυχνίας τη μαγεία του και από το υποκείμενο τη φαντασία του, έχει αποδυναμωθεί και αρκείται στην πρόσοψη. Αλλά ποιος έχει το κουράγιο να σκάψει, να ανασκάψει, να ανακαλύψει, να ανασυνθέσει; Ο Δρακονταειδής το διαθέτει. Κατασκευάζοντας μια μυθιστορηματική σύνθεση για την πρόσοψη, και με μια γλώσσα ειρωνική, απόλυτα ταιριαστή στην ανθρώπινη μοίρα, άλλοτε εξορύσσει στιγμές κι άλλοτε αποσιωπά κάποιες άλλες, δημιουργώντας παύσεις-ανοίγματα όπου ο καθένας καλείται, αν θέλει, να εισχωρήσει. «Διότι μήπως το οικοδόμημα δεν χαλάει από πρόθεση, αλλά επειδή έρχονται στιγμές, συνεχείς και επίμονες, που γεννούν και υποθάλπουν λάθη –εύφλεκτες ύλες, φιτίλια βραδείας καύσεως, υπόγειες εκρήξεις, αναθυμιάσεις και υγρασίες– που αποσαθρώνουν και διαμελίζουν; Μήπως οι άνθρωποι είναι ανεύθυνοι και ο τρόμος αυτής της υποψίας τούς πανικοβάλλει τόσο ώστε να πολλαπλασιάζουν τα λάθη τους;»
Μήπως; Ο καθένας καλείται να το σκεφτεί. Αν θέλει. Αν όχι…
Η συνέχεια επί της οθόνης.
Η πρόσοψη
Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής
Κέδρος
360 σελ.
ISBN 978-960-04-4886-3
Τιμή €14,90