Ευγενία Μπογιάννου: «Μόνο ο αέρας ακουγόταν» κριτική του Διαμαντή Αξιώτη
Η εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενη Ευγενία Μπογιάνου είχε ήδη στο ενεργητικό της δύο συλλογές διηγημάτων –Το μυστικό, εκδόσεις Ροές 2004, Κλειστή πόρτα, εκδόσεις Πόλις 2012– και ένα μυθιστόρημα –Ακόμα φεύγει, εκδόσεις Πόλις 2014–, όταν, με τη νέα της συλλογή Μόνο ο αέρας ακουγόταν, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δείχνει να θέλει να ολοκληρώσει μια τριλογία όπου θα έκλεινε τον κύκλο απώλειας και θανάτου που επικρατεί στα γραπτά της.
Από το πρώτο κιόλας διήγημα –«Στέλλα»: από τα δυνατότερα της συλλογής– καταθέτει τις προθέσεις της μετά την κλήση που δέχεται από την αδελφή της η ηρωίδα ώστε να παραβρεθεί στην κηδεία του πατέρα τους. Στη διαδρομή από την Καλαμάτα όπου εργάζεται σε κάποιο μπαρ μέχρι τη Θεσσαλονίκη, μας αποκαλύπτει το στέγνωμα της ψυχής της, την παντελή έλλειψη συναισθημάτων. Και ενώ φτάνει έγκαιρα επάνω, αρνείται να ανεβεί στο χωριό, όπου θα αντικρίσει το φέρετρο στο μικρό σαλονάκι όπου κείτεται ο πατέρας της – μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της. Περιφέρεται στην πόλη άσκοπα, πίνοντας μέχρι την ώρα της τελετής. Κι όταν μπροστά στο βάραθρο του τάφου μια μυστηριώδης νεαρά, η μόνη που θρηνεί (ερωμένη του νεκρού;), της λέει, αναφερόμενη στον πατέρα της: «Δεν τον χωρούσε ο τόπος», γνωρίζει καλά πως και για την ίδια έχει αποκλειστεί κάθε τόπος, κάθε γωνιά της γης.
Και στα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής, η Ε. Μπογιάνου προβάλλει με τρόπο κινηματογραφικό τις κατεστραμμένες ζωές οικείων, μεσόκοπων ως επί το πλείστον ανθρώπων, για την παρακολούθηση των οποίων ζητά τη συμμετοχή του αναγνώστη. Μαζί να αναδιπλώσουν καρέ καρέ το παρόν των ηρώων τους, αποκαλύπτοντας παράλληλα φέτες από το παρελθόν τους. Παρείσακτες, και οι δύο πλευρές, γίνονται κλέφτες της ζωής των άλλων. Τα φωτισμένα παράθυρα τους επιτρέπουν το λίγο, έτσι, να μένει πεινασμένη η περιέργεια, να αναρωτιούνται πάντα για το τι. Μέχρι να θολώσουν τα τζάμια και να ρίξουν τα μάτια στο χώμα. Έτσι να χαθούν όλα, με ένα φύσημα και ό,τι γνώριζαν παύουν να το γνωρίζουν («Γιορτή στον καταυλισμό»). Οι flashback εικόνες που εμφανίζονται στην οθόνη δεν είναι απαραιτήτως νοσταλγικές∙ κάθε άλλο. Ο αφηγηματικός χρόνος όλων παλινδρομεί μπρος πίσω, πίσω μπρος, σε ένα αέναο ταξίδι που κανείς δεν γνωρίζει πού οδηγεί και πού θα τερματίσει. Έτσι κι αλλιώς η πλήξη, η μοναξιά, η απελπισία είναι δεδομένες, ο θάνατος καραδοκεί. Σε πολλές από τις ιστορίες η διαχωριστική γραμμή παρόντος-παρελθόντος είναι δυσδιάκριτη. Τα φύλα μπερδεύονται τεχνηέντως, όπου το αρσενικό άρθρο «του» παραχωρεί τη θέση του στο θηλυκό «της». Για να επιτευχθεί η έκπληξη του τέλους –μικρή ή μεγάλη–, της ανατροπής. Η τσεκουριά που απαιτείται στην ποίηση για την απογείωση του ποιήματος.
Οι ήρωες της Μπογιάνου είναι αθηνοκεντρικοί. Περιδιαβαίνουν τους δρόμους του κέντρου, παίρνουν τον υπόγειο, περιφέρονται στα Εξάρχεια. Αφήνουν το αποτύπωμά τους εκεί που σφύζει η ζωή, παρατηρούν και καταγράφουν. Αναρωτιούνται, γιατί εγώ, γιατί εδώ, πώς συνέβη αυτό μέσα σε μια τεράστια στιγμή. Δίχως να μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
Υπάρχει ποίηση στα διηγήματα της Μπογιάνου. Ανεξάρτητα αν αυτή επικαλύπτεται με τα χαρτόκουτα κάποιου άστεγου («Τα παπούτσια»), αν σπασμένα τζάμια καταστρέφουν το πρόσωπο κάποιας νέας («Ανωμαλία στο οδόστρωμα»), αν δύο φτερούγες είναι πεταμένες στα σκουπίδια («Ο Λούσιαν Φρόιντ πίνει τσίπουρο»), κυρίως εκεί όπου η μουσική τυλίγει όπως ένα ρούχο το σώμα μιας ξοφλημένης ηθοποιού που έχει περάσει προ πολλού στα αζήτητα («Από σκιά σε σκιά»).
Σε πολλά από τα διηγήματα δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομα Εκείνου ή Εκείνης, την ιδιότητα, αν είναι πολιτικός ή Πρέσβειρα καλής θελήσεως η καλλονή που επισκέπτεται τον καταυλισμό («Γιορτή στον καταυλισμό» – που διεκδικεί επάξια μια θέση σε ανθολογία με προσφυγικό θέμα).
Το ίδιο, η συγγραφέας δεν αποκαλύπτει ολόκληρη τη σκέψη της, δεν εκθέτει κατά λέξη τα δρώμενα. Αφήνει εντέχνως κενά μνήμης, τρύπες στο μυαλό, γωνίες στο ημίφως, γεγονότα ασύνδετα που αναμένουν τη σύνδεση που αργεί να ’ρθεί. Μ’ αυτή την τεχνική απαιτεί προσοχή και αφοσίωση, ώστε να μας επιτρέψει την υποκειμενική ολοκλήρωση.
Από τις σελίδες της συλλογής παρελαύνουν επαίτες με ανοιχτή την παλάμη και ελεήμονες από ρουτίνα. Άστεγοι και κυνηγημένοι. Άντρες που δεν διεκδίκησαν ποτέ το ελάχιστον, γυναίκες που χαράμισαν τη νεότητά τους στη σπαταλημένη προσφορά. Μητέρες που δεν αγάπησαν τον γιο τους, που επιδιώκουν να απαλλαγούν από την τυραννική παρουσία της κόρης τους. Ζωές χωρισμένες σε δύο μέρη: πριν από το ατύχημα ή τον θάνατο και μετά απ’ αυτόν. Χαμένος πάντα ένας, το ίδιο εκούσιο θύμα.
Οι ήρωες της Μπογιάνου είναι αθηνοκεντρικοί. Περιδιαβαίνουν τους δρόμους του κέντρου, παίρνουν τον υπόγειο, περιφέρονται στα Εξάρχεια. Αφήνουν το αποτύπωμά τους εκεί που σφύζει η ζωή, παρατηρούν και καταγράφουν. Αναρωτιούνται, γιατί εγώ, γιατί εδώ, πώς συνέβη αυτό μέσα σε μια τεράστια στιγμή. Δίχως να μπορούν να προβλέψουν το μέλλον. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Με ποιο τρόπο, με ποια θυσία; Τα τροχαία καραδοκούν, η φθορά του σώματος επήλθε, το ίδιο η ερήμωση της ψυχής. Τυπικές οι σχέσεις, έως εχθρικές, τους βυθίζουν στη μόνιμη μοναξιά. Η μια μέρα είναι επανάληψη της χθεσινής. Ο χρόνος σταματημένος, νεκρός.
Δεν επιχειρείται καμία ηρωική πράξη. Παντού αιωρούμενα ερωτηματικά. Καμία σκέψη δεν είναι βέβαιη, καμία προοπτική. Το παρόν, το μέλλον, ακόμη και το παρελθόν υπό αμφισβήτηση.
Παρ’ όλα αυτά, ένας αέρας θα σηκωθεί στο τέλος, να γεμίσει μνήμες τις καρδιές. Να στυλώσει τα πόδια του στο έδαφος και να αντισταθεί. Η Ισμήνη συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι μια μακριά ακολουθία αποχωρισμών, απωλειών και θανάτων. Όλα γλίστρησαν από τα χέρια της και της ξέφυγαν. Ε, και; Θα ρουφήξει με όλες τις δυνάμεις της αυτό που της απομένει. Όσο μικρό κι αν είναι, όσο λίγο. Αξίζει. («Απιστίες» – από τα διηγήματα που ξεχωρίζουν).
Εικαστικές αναφορές σε πίνακες ή σε τεχνοτροπίες των Φρόιντ, Βαν Γκογκ και Ρόθκο δίνουν τη δική τους πινελιά, προδίδοντας, μαζί με τα αναγνωρίσιμα διαβάσματα την παιδεία της συγγραφέως.
Τίτλος της συλλογής θα μπορούσε να είναι το «Ο Λούσιαν Φρόιντ πίνει τσίπουρο» ή «Από σκιά σε σκιά», ακόμη «Άνθρωπος σε κλουβί». Σωστά επιλέγει το Μόνο ο άνεμος ακουγόταν, για να επιτευχθεί η ούρια πλεύση.
Μόνο ο αέρας ακουγόταν
Ευγενία Μπογιάννου
Μεταίχμιο
240 σελ.
ISBN 978-618-03-0717-7
Τιμή: €13,30
πηγή : diastixo.gr