Ευάγγελος Αυδίκος: «Οδός Οφθαλμιατρείου»
Τη βιογραφία του συντοπίτη του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, από το Συρράκο Ιωαννίνων, αφηγείται ο καθηγητής Λαογραφίας και συγγραφέας Ευάγγελος Αυδίκος στο νέο του μυθιστόρημα, Οδός Οφθαλμιατρείου, από την «Εστία». Τη στολίζει όμως με φανταστικές αφηγήσεις για την προσωπικότητα του Κρυς, μια περσόνα του Κρυστάλλη και μυθοπλαστική επινόησή του.
Ο Ρώσος φορμαλιστής Boris Tomashevsky στο βιβλίο του Θεωρία της λογοτεχνίας διακρίνει τον μύθο (fabula), από την πλοκή (sjuzhet). Ο μύθος αφορά τα γεγονότα, πραγματικά ή φανταστικά – η πλοκή τη λεκτική τους αναπαράσταση. Ο Ευάγγελος Αυδίκος, χρησιμοποιώντας τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του Κρυστάλλη (fabula), χειρίζεται την πλοκή (sjuzhet) με τρόπο καλλιτεχνικό.
Ο επιτυχημένος Ελληνοαμερικανός Κρυς –με δηλωτικό το ύψιλον στην ορθογραφία του ονόματός του– βρίσκεται στην ίδια περίπου ηλικία με αυτή που πέθανε ο Κρυστάλλης. Εγκαταλείπει τις Ηνωμένες Πολιτείες και έρχεται στην Ελλάδα για να μελετήσει τον ποιητή με τον οποίο παρουσιάζει εκλεκτικές συγγένειες. Οι παροχές και οι ανέσεις του Κρυς έρχονται σε αντιπαράθεση με τη φτώχεια και τις στερήσεις του Κρυστάλλη. Η ζωή της υπαίθρου (ορεινά της Ηπείρου) με αυτήν του άστεως (Νέα Υόρκη, Αθήνα). Αν και πρόσφυγες και οι δύο, παρουσιάζουν εντελώς διαφορετικές προοπτικές επιβίωσης και ανάπτυξης. Ο Κρυς είναι παιδί οικονομικών μεταναστών· ο πατέρας του έφυγε πριν από χρόνια απ’ το Συρράκο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Κρυστάλλης εγκατέλειψε το ίδιο χωριό λόγω διώξεων από το Οθωμανικό Κράτος (τα Ιωάννινα δεν είχαν απελευθερωθεί). Ο Κρυς έχει εξασφαλισμένη εργασία και μέλλον. Οι στερήσεις, αντίθετα, που θα βιώσει ο Κρυστάλλης θα του στοιχίσουν τη ζωή. Θα προσβληθεί από φυματίωση και θα πεθάνει σε ηλικία 27 χρονών.
Οι βίοι είναι παράλληλοι και συσχετικοί. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες είναι πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του Κρυστάλλη, αλλά και πλαστά πρόσωπα που περιστοιχίζουν τη ζωή του Κρυς. Οι σκηνές μένουν ανοιχτές. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εναλλάσσεται με τον πρωτοπρόσωπο. Ο Ιανός, μέντορας του Κρυς και θείος του, είναι ο τριτοπρόσωπος αφηγητής. Αυτός τον μυεί στη λατρεία του Κρυστάλλη. Με την πρωτοπρόσωπη αυτοβιογραφική αφήγηση εκφράζεται ο Κρυς.
Οι συνεχείς αλλαγές της αφηγηματικής γωνίας και του χρόνου δημιουργούν την εντύπωση μιας πολυεπίπεδης πραγματικότητας. Οι εποχές μπερδεύονται ευχάριστα. Το παρελθόν εισβάλλει μέσω του συνειρμού στο παρόν. Ανασύρει στην επιφάνεια τις επιθυμίες ενός ανθρώπου που, παρότι έζησε στερημένα, μέσα σε μικρό διάστημα πέτυχε πολλά και δεν γνωρίζουμε το σημείο στο οποίο θα έφτανε, εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Αλλά και τις αντιφάσεις του Κρυς, που καταδυναστεύεται από τη θύμηση του ποιητή μέσα στη δική του πορεία αυτοπραγμάτωσης.
Ο ευρυγώνιος φακός που στήνει ο συγγραφέας με αφορμή τη βιογραφία του Κρυστάλλη συνθέτει έναν πανοραμικό πίνακα της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Από τη μια, η οθωμανική κυριαρχία στην Ήπειρο και η ρουμανική προπαγάνδα για την καταγωγή των Βλάχων. Από την άλλη, η Αθήνα των 120.000 ανθρώπων, με τις μελικοκιές και την αγράμπελη, την παράδοση να σμίγει με τη νεωτερικότητα.
Ο λόγος θυμίζει ποίημα. Ο λυρισμός καθηλώνει.
Ο Κρυστάλλης περπατά στους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας με τον φίλο του λογοτέχνη Μιχαήλ Μητσάκη. Θλιμμένοι μοναχικοί περιπατητές, αναζητούν κι οι δυο αγάπη και κατανόηση. Περνούν το Φάληρο, την Πεντέλη, την Κηφισιά. Σταματούν στο λογοτεχνικό στέκι «Ο καφενές του Γαμβέτα». Τρώνε στο εστιατόριο «Πιπεριά». Στην Οδό Οφθαλμιατρείου βρίσκεται το υγρό υπόγειο του τυπογραφείου, όπου εργάζεται ο Κρυστάλλης. Εκεί στεγάστηκε το όνειρό του για μια νέα ζωή στην Αθήνα, όταν κυνηγημένος από τους Τούρκους άφησε την Ήπειρο, αλλά και ο πόθος για λογοτεχνική καταξίωση.
Τονίζονται οι πρώιμες επιδράσεις του Κρυστάλλη από τον Βαλαωρίτη, η καταγωγή του εκ μητρός από τον Ψαλίδα, σημαντικό εκπρόσωπο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, η εποχή που τον διαμόρφωσε, με κυριότερο εκφραστή της τον Παλαμά, τον Βλάση Γαβριηλίδη, που έβγαζε την πρωινή εφημερίδα Ακρόπολις, τον Βλαχογιάννη, τον Νικόλαο Πολίτη, τη λαογραφία. Γίνεται αναφορά στον Βιζυηνό, κατ’ αντιπαράθεση προς τον Κρυστάλλη ο οποίος δεν βρήκε χορηγό, όπως ο Βιζυηνός, για να τον ενισχύσει οικονομικά. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον Παπαδιαμάντη, δέκα χρόνια μεγαλύτερο του Κρυστάλλη (κοσμοκαλόγεροι και οι δύο), αλλά και στην απόπειρα του ποιητή, όσο ζούσε στην Αθήνα, να του χορηγηθεί υπηκοότητα ελληνική. (Ο Κρυστάλλης ετάφη ως Οθωμανός υπήκοος. Η γραφειοκρατία δεν το επέτρεψε.)
Περιγράφονται οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί που διαμόρφωναν τις καλλιτεχνικές τάσεις, η διαμάχη καθαρευουσιάνων-δημοτικιστών, ευρωπαϊστών-ελληνοκεντρικών. Αλλά και η ανενδοίαστη στάση των πολιτικών παραγόντων της απελευθερωμένης Ελλάδας, που εκμεταλλεύονταν τον πατριωτισμό των σκλαβωμένων Ηπειρωτών για να αποσπάσουν από αυτούς χρήματα, αδιαφορούσαν όμως για τα αιτήματα των παιδιών τους στην Αθήνα, παρότι γνώριζαν πως κάποιοι από αυτούς καταστράφηκαν οικονομικά προσφέροντας όλη τους την περιουσία υπέρ του αγώνα, όπως συνέβη με τον Δημήτριο Κρουστάλλη, πατέρα του ποιητή.
Ποικίλος ο κόσμος που κινείται στο μυθιστόρημα. Άνθρωποι με τους οποίους συναναστράφηκε ο Κρυστάλλης. Αλλά και λογοτέχνες με τους οποίους συνομιλεί στη διαχρονία: Βηλαράς, Μαβίλης, Καβάφης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Βρεττάκος, Δημουλά, Γκανάς –στον οποίο αφιερώνεται το βιβλίο– και άλλοι. Ακόμα και ο Απόκοπος, ένα έργο του Μπεργαδή, στα τέλη του 15ου αιώνα, μια κάθοδος στον Άδη, εμφανίζεται στο έργο. Όμως, μια κάθοδος στον Άδη, μια νέκυια, δεν είναι και το μυθιστόρημα του Αυδίκου; Μια συνομιλία με τους νεκρούς, ένας νόστος;
Οι ονειρεμένες περιγραφές της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου κινούνται οι ήρωες, οι συνοικίες της πόλης, τα καφέ αμάν με τις Γερμανίδες χορεύτριες που ξελόγιαζαν τους άντρες, ανασυστήνουν τη ζωή στην Ήπειρο πριν από την απελευθέρωση. Οι άτυχοι έρωτες του ποιητή παραλληλίζονται με λογοτεχνικά ζευγάρια, τον Τάσο και την Γκόλφω, τον Παλαμά και τη Στέλλα, τον Γκαίτε και την Ουλρίκε. Ο ερωτισμός, που έλειψε από τη ζωή του άτυχου Κρυστάλλη, εκφράζεται μέσα από στίχους δημοτικών τραγουδιών και το υπέροχο τραγούδι της κλεφτοπούλας. Δεσπόζει το ποίημα «Ο σταυραετός» το οποίο –μετωνυμικά– καταλήγει να υποδηλώνει τον ποιητή. Το μυθιστόρημα αλληλεπιδρά επίσης με άλλες βιογραφίες, όπως αυτή του Παπαδιαμάντη.
Ο συγγραφέας εκφράζει τη λύπη του γιατί η παράδοση στις μέρες μας παραμελήθηκε. Ο Κρυστάλλης, που λάτρεψε τα βουνά και την παράδοση, δεν υπάρχει ούτε στα αναγνωστικά. Όμως η μνήμη και η παράδοση είναι σημαντικές πηγές για το μέλλον. Ο παραγνωρισμένος ποιητής ταυτίζεται με την Ελλάδα που πεθαίνει.
Τα βουνά, γράφει, ξαναζούν πλέον μέσα απ’ τον θερινό τουρισμό. Αλλά «σμπαράλια γίνονται τα βράδια της Παναγίας. Ψυχές που δεν κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων του βουνού, του πρωτεϊκού Χρούσια[1], της Τσουκαρέλας[2], της Μπουλιάνας[3]. Που ιππεύουν την αλαζονεία τους και προσγειώνονται στην Γκούρα[4] και τον Αη Νικόλα[5]. […] Τα βοσκοτόπια στέκουν μαραγκιασμένα. Βολεύονται με μουγκανίσματα αγελάδας, γενόσημα της εποχής που άσπριζε το μάτι και το αυτί δεν ξαπόσταινε από τα βελάσματα».
Ο ευρυγώνιος φακός που στήνει ο συγγραφέας με αφορμή τη βιογραφία του Κρυστάλλη συνθέτει έναν πανοραμικό πίνακα της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα.
Οι δράκοι, τα στοιχειά, οι νεράιδες, στήνουν χορό στο μυθιστόρημα. Μεταφέρουν τις διηγήσεις των γιαγιάδων, την τοπιογραφία της Ηπείρου, τις λαϊκές εκφράσεις, την ντοπιολαλιά, τις βλάχικες λέξεις, εφόσον τα χωριά στην περιοχή ήταν βλαχόφωνα. Τα γεγονότα και οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται ποιητικά, μέσα από στίχους. Η γραφή μοιάζει θραυσματική. Το όνειρο διαπλέκεται με τον ρεαλισμό. Ο ευθύς λόγος με τον πλάγιο. Η λογική με το άλογο. Ο συγγραφέας συνομιλεί με τα αγάλματα του ποιητή, με Έλληνες και ξένους λογοτέχνες. Αυτή όμως είναι η γοητεία του βιβλίου. Το μεταμοντέρνο αυτό παιχνίδι της γλώσσας και της σκέψης. Ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας του. Η διακειμενικότητα.
Ο λόγος θυμίζει ποίημα. Ο λυρισμός καθηλώνει. Τα ασταμάτητα γλωσσικά παιχνίδια ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, ο πλούτος των εκφραστικών μέσων, η ενσωμάτωση της επιστολής στη μυθοπλασία, το σασπένς, μαρτυρούν τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη· οι λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του Κρυστάλλη, τον μόχθο του μελετητή· τα δημοτικά τραγούδια, οι μαντινάδες, η λαϊκή και λόγια κληρονομιά, τη γνώση του καθηγητή.
Ο Κρυστάλλης έζησε στην εποχή της ανόδου της λαογραφίας και της ηθογραφίας, όταν ο δημοτικισμός άρχιζε να καταλαμβάνει τη θέση του στο γλωσσικό βάθρο. Ο ίδιος τάσσεται υπέρ του. Δεν μπόρεσε όμως να δώσει πολλά. Έγινε το σύμβολο των απανταχού ξεριζωμένων, των ανθρώπων της υπαίθρου που μετακινήθηκαν στο κέντρο εγκαταλείποντας τις πατροπαράδοτες εστίες τους, αλλά και των φυσιολατρών. Στη συνέχεια όμως ξεχάστηκε.
Με το μυθιστόρημά του ο Ευάγγελος Αυδίκος δικαιώνει τον παραγνωρισμένο ποιητή. Ο ιδανισμός με τον οποίο τον αντιμετωπίζει σχετίζεται με την εποχή στην οποία έζησε και την κοινή τους αγάπη για τη λαογραφία. Οπωσδήποτε και με την απόσταση που εξωραΐζει καταστάσεις· και, φυσικά, την κοινή εντοπιότητα. Όμως, κυρίως, σχετίζεται με τον άνθρωπο και τη συμπόνια του για ένα πρόσωπο που το βιώνει ως πρόγονο.
Η ενδελεχής έρευνα που κάνει ο Κρυς για τον συντοπίτη του λογοτέχνη Κώστα Κρυστάλλη τον κρατά σε συνεχή επαφή, τον ταυτίζει μαζί του στην κακοτράχαλη πορεία της δικής του ενδοσκόπησης. Μόνον όταν τελειώνει η αναζήτηση-μελέτη, απελευθερώνεται από την εμμονική σχεδόν αυτοαναφορά στο πρόσωπό του.
Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου Οδός Οφθαλμιατρείου αποζημιώνει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Το παρελθόν, το τόσο αγαπητό στον συγγραφέα, πυρακτώνει δημιουργικά τον λογοτεχνικό του οίστρο. «Σαν άγγελος τετραφτέρουγος» τον ανεβάζει στις ψηλότερες κορφές της τέχνης του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Παραπόταμος του Άραχθου.
[2] Κορυφή βουνού πάνω από το Συρράκο.
[3] Τοποθεσία πριν από την είσοδο στο χωριό.
[4] Η κεντρική πλατεία του Συρράκου με την ομώνυμη βρύση.
[5] Η εκκλησιά στο κέντρο του χωριού.
Οδός Οφθαλμιατρείου
Ευάγγελος Αυδίκος
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
216 σελ.
ISBN 978-960-05-1746-0
Τιμή €12,00
πηγή : diastixo.gr