Έρση Σωτηροπούλου: «Τι μένει από τη νύχτα» κριτική της Τούλας Ρεπαπή
Σε μια ταραγμένη πολιτικά εποχή, τον Ιούνιο του 1897, ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο αδελφός του Τζον –σεναριογράφος– βρίσκονται στον τελευταίο ολιγοήμερο σταθμό του ταξιδιού τους, στο Παρίσι. Εκεί, θέμα συζήτησης όλων είναι η υπόθεση Ντρέιφους. Τους έχει διχάσει. Λίγο αργότερα, στο Café de la Paix, ο Τζον και ο Κωνσταντίνος συναντούν τον Νίκο Μαρδάρα, τον άμισθο γραμματέα/φίλο του Ζαν Μωρεάς. Μόλις τον έχουν γνωρίσει και ύστερα από λίγο τους προσκαλεί να επισκεφθούν το σπίτι του Ζαν Μωρεάς και, το σημαντικότερο, τη βιβλιοθήκη του, εν τη απουσία του. Στο σπίτι του Ζαν Μωρεάς! Πόσο απρόσμενο μοιάζει αυτό, για τον Κωνσταντίνο! Δεν μπορεί να το πιστέψει. Μια κουβέντα του έφτανε για να καθιερωθεί ή να εξαφανιστεί ένας λογοτέχνης. Και θα πήγαινε εκεί. Στο σπίτι του! Ίσως εκεί, στο γραφείο του να έβρισκε και τον φάκελο με τα ποιήματά του –τη Δέηση και τα Άλογα του Αχιλλέα– που του έστειλε πριν από δύο μήνες. Δεν είχε λάβει απάντηση. Ίσως να μην έχει ανοίξει τον φάκελο ακόμη, ίσως και να τον πέταξε, σκέφθηκε.
Ο Μαρδάρας τους ενημερώνει για τον αντισημιτισμό στο Παρίσι και πως η υπόθεση Ντρέιφους ίσως να έριχνε την κυβέρνηση. Τους υπόσχεται επίσης πως ένα βράδυ θα τους οδηγήσει στην Κιβωτό – έναν χώρο λίγο απομακρυσμένο από το Παρίσι, που είναι ωστόσο «Le tout-Paris». Με την παρουσία του Μαρδάρα, ο Κωνσταντίνος διεισδύει στην κοινωνία εκείνης της εποχής, όπου σκάνδαλα, τέχνη, υπηρέτες, θαυμαστές ή κόλακες, είναι όλοι παρόντες. Και η Κιβωτός, η αντιμίμηση της Λογικής. O Καβάφης ανυπομονούσε να βρεθεί εκεί, αλλά ήταν και στιγμές που έλεγε πως δεν υπάρχει!
Κι όταν ο Καβάφης βρέθηκε στο σπίτι του Ζαν Μωρεάς, πάνω στο γραφείο αναγνώρισε τον φάκελό του. Επάνω τρεις λέξεις με κόκκινα γράμματα. «Αδυναμία έκφρασης. Κακοτεχνία». Μια καταδίκη σε τρεις λέξεις, σκέφθηκε. Αυτές οι τρεις λέξεις άρχισαν να τον καταδιώκουν.
Παρατηρητική, σε περιγραφές/εικόνες που έχει πλάσει με τη φαντασία της, στηριγμένη σε έρευνα μέσα από έναν τεράστιο όγκο κειμένων, στοιχείων και πληροφοριών προκειμένου να αποδώσει όσο πιο πιστά μπορεί εκείνη την εποχή και να ζωντανέψει τον Κ. Καβάφη με όλους τους τοίχους που έχει χτίσει γύρω του και μέσα του, που τον απειλούν, τον πνίγουν ωθώντας τον να διαφεύγει μέσα από την ποίησή του.
Μέσα στις συζητήσεις/αναλύσεις τους, η τέχνη, αν και ενίοτε αδιάφορη, καταργεί τις αποστάσεις. Η σύγκρουση του κόσμου απεικονίζεται στην Τέχνη κρύβοντας την ασκήμια και τη μιζέρια της πραγματικότητας. Το κείμενο εμβαθύνει στην τέχνη σε σχέση με τον χρόνο, στο πραγματικό και στην οπτική γωνία όχι μόνο του δημιουργού αλλά και ενός εκάστου που θα σταθεί απέναντί σε αυτό. Μοιάζει η Τέχνη να εμπνέεται από την Τέχνη περισσότερο απ ό,τι εμπνέεται από τη ζωή. Η Ιστορία επίσης γεννά ποίηση για τον Καβάφη. Ποίηση και πολιτική: αντίθετα και όμοια. Και τα δύο χρειάζονται για να εμπνευστείς. Ο μοντερνισμός, ο ιμπρεσιονισμός, η τέχνη, η ποίηση, οι Μωρεάς, Μποντλαίρ, Τολστόι, Ρεμπό, Μαλαρμέ, Βερλαίν και Μαρσέλ Προυστ, Ανατόλ Φράνς, τότε νεαροί συγγραφείς, αποτελούν τον κόσμο που έχει ορίσει το «σήμερα». Η παρουσία τους προβάλλει όχι μόνο τις τάσεις αλλά και τον εφιάλτη της καθιέρωσης. Ωστόσο, ο Κ. Κ. δεν ήθελε να ακολουθήσει κανενός την επιρροή και τάση στη δική του ποίηση. Ήθελε αυτός να γίνει μια νέα τάση. Ο πόθος του για τον Ρώσο χορευτή και οι τρεις καταραμένες λέξεις στον φάκελο σφυροκοπούν το μυαλό του. Ίσως τελικά να τις είχε γράψει και ο Μαρδάρας.
Και αυτός από θυμό είχε έσκισε τα ποιήματά του. Για αυτή την ελευθερία, που ένιωσε μετά.
Τον γοήτευε και τον ενέπνεε η ζωή. Επίσης και τα μοντέλα άλλων ποιημάτων. Ο Γλάρος του Ρεμπό – η απόσταση των γραμμάτων μέσα σε αυτό, οι ήχοι ή η θέση των λέξεων βασάνιζαν το μυαλό του. Τι άραγε από αυτά ήταν περιττό; Αυτά σκεπτόταν και έπεφτε σ’ ένα πηγάδι λέξεων για να πνιγεί μέσα σε αυτές, μέχρι να διαλέξει τη σωστή που θα τον ανέβαζε στην επιφάνεια. Όλα αυτά έσκαβαν το μέσα του. Ζωή, θάνατος και το ενδιάμεσο αποτελούν την τέλεια δομή ενός ποιήματος. Όχι μόνο ζωή, όχι μόνο θάνατο, όχι μόνο ενδιάμεσο, μονολογούσε θαυμάζοντας. Ήθελε αυτό το σύμπαν να περιέχουν και τα δικά του ποιήματα.
Με ανυπομονησία περίμενε τις στιγμές που στην Αλεξάνδρεια πια θα διηγιόταν όλα αυτά. Όλα υπήρχαν στην Αλεξάνδρεια. Το πιο υψηλό και το πιο ποταπό. Άλλοτε σαν αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια και άλλοτε σαν περιγραφή του τότε, του τώρα και άλλοτε σαν φαντασία του μέλλοντος. Ο πόθος και το βάσανο κυρίαρχα για τον έρωτα και την ποίηση. Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο, διότι το ένα εμπεριέχεται στο άλλο. Ο πόθος, η αμφισβήτηση και η αβεβαιότητα των λέξεων που τον συνέπαιρναν δεν χάνονταν ούτε στο φως της ημέρας, αν και είχαν αφήσει τα ίχνη τους στα τσαλακωμένα σεντόνια του ύπνου. Και να που, την επόμενη μέρα, όλα μπορούσαν να ξαναφωτιστούν από το φως δύο νεαρών ματιών.
Έτσι περιγράφει τον Καβάφη η συγγραφέας μπαίνοντας μέσα στη σκέψη, αποτυπώνοντας τη βάσανο των λέξεων, την περιπέτεια και το μάτωμα της γραφής του. Αποζητούσε την αρτιότητα στην ποίησή του.
Η Έρση Σωτηροπούλου είναι εξαιρετική στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ενώ ταυτόχρονα εμβαθύνει στη σκέψη του Κ. Καβάφη μέσα από τη δική της μελέτη και τον δικό της απεριόριστο θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητά του. Αφηγείται για αυτόν από την παιδική του ηλικία μέχρι εκείνες τις ημέρες όπου, τριάντα τεσσάρων ετών, βρίσκεται για δεύτερη φορά στο Παρίσι. Διεισδύει όλο και πιο πολύ στην εποχή και την προσωπικότητά του, στη βάσανο των πόθων και των λέξεων. Εικόνες θεατρικές ή πίνακες ζωγραφικής συναγωνίζονται σε ομορφιά, ενώ ο ρεαλισμός συνωμοτεί στις απόκρυφες σκέψεις σαν αντίβαρο που δίνει ισορροπία στη γραφή. Πόθος και επιθυμία σέρνονται στις σελίδες δημιουργώντας μια συνεχή καλυμμένη ή απροκάλυπτη διάθεση, αυτή του πρωταγωνιστή. Αναμνήσεις και πραγματικότητα μπλέκονται, όπως το Παρίσι, ο Σηκουάνας, οι γέφυρές του και η Αλεξάνδρεια με τη σκόνη της, τα αρώματα από τα μπαχαρικά και το φούλι. Όλα μαζί ένα. Στην ίδια εικόνα, για να λάμψει η έμπνευση, το πάθος και η συγγραφική δεινότητα της Έρσης Σωτηροπούλου, που κατά την αφήγησή της προσέχει την τελειότητα της λεπτομέρειας αντανακλώντας αυτό που εκφράζει στους ενδόμυχους συλλογισμούς του και ο Κ. Καβάφης.
Μέσα από ζωντανούς διαλόγους, με προσμείξεις γαλλικών λέξεων, η συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη στο Παρίσι, στα στέκια του, στις γέφυρες, τον κάνει να ακούει τον βηματισμό από τα μόνιππα, τα omnibus, έχοντας ταυτόχρονα την αίσθηση πως ακούει ακόμη και τη ροή του Σηκουάνα. Παράλληλα, με πολλή τέχνη και παρατηρητικότητα η Έρση Σωτηροπούλου αποτυπώνει και τη συνήθεια των αστών και μεγαλοαστών Ελλήνων που ζούσαν σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια να χρησιμοποιούν πλήθος γαλλικών λέξεων στην καθημερινότητά τους. Οι περιγραφές της δεν μένουν στην ψυχρότητα των αντικειμένων αλλά ζωντανεύουν με την πνοή της ανθρώπινης παρουσίας, αρκετές φορές ερωτικής, ηδονικής. Παρατηρητική, σε περιγραφές/εικόνες που έχει πλάσει με τη φαντασία της, στηριγμένη σε έρευνα μέσα από έναν τεράστιο όγκο κειμένων, στοιχείων και πληροφοριών προκειμένου να αποδώσει όσο πιο πιστά μπορεί εκείνη την εποχή και να ζωντανέψει τον Κ. Καβάφη με όλους τους τοίχους που έχει χτίσει γύρω του και μέσα του, που τον απειλούν, τον πνίγουν ωθώντας τον να διαφεύγει μέσα από την ποίησή του. Η ποίηση, το μόνο ασφαλές μονοπάτι για αυτόν. Μέσα στους στίχους του κυλούσαν η μοναξιά και τα φαντάσματά του. Το εγώ του. Παράλληλα, κι οι λέξεις τού έπαιζαν ένα παράξενο παιγνίδι. Τον πίεζαν κι αυτές. Αιχμάλωτος των Λέξεων! Έψαχνε την πλέον αρμόζουσα για να εκφράσει τον ίδιο και την Ιστορία. Οι λέξεις στο μυαλό του και τα μελάνια στα δάχτυλά του. Από μικρό παιδί!
Στο σπίτι του Ζαν Μωρεάς! Πόσο απρόσμενο μοιάζει αυτό, για τον Κωνσταντίνο! Δεν μπορεί να το πιστέψει. Μια κουβέντα του έφτανε για να καθιερωθεί ή να εξαφανιστεί ένας λογοτέχνης. Και θα πήγαινε εκεί. Στο σπίτι του! Ίσως εκεί, στο γραφείο του να έβρισκε και τον φάκελο με τα ποιήματά του –τη Δέηση και τα Άλογα του Αχιλλέα– που του έστειλε πριν από δύο μήνες. Δεν είχε λάβει απάντηση.
Η συγγραφέας μένει πολύ στον Γλάρο, στην ανάλυση αυτού του ποιήματος, τη γοητεία που ασκεί η σύλληψή του στον Κ. Καβάφη, αλλά και την τελειότητα της ανάπτυξής του. Η διττότητα και η αντιπαλότητα της ανθρώπινης φύσης. Όμως και το περιστέρι υπερίπταται συνεχώς στο γραπτό της δίνοντας πνοή και έναν άλλον ορίζοντα σε αυτό. Υποδηλώνοντας, ταυτόχρονα, την αστάθεια και την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ή κάνοντας το περιστέρι, αλλού, να εμπεριέχει ψυχές αλλοτινών ανθρώπινων υπάρξεων.
Η Έρση Σωτηροπούλου, σε θέση σκηνοθέτη αλλά και σεναριογράφου, μας εισάγει, όχι en passant αλλά εις βάθος, στον τόπο και τον χρόνο του δικού της ταξιδιού που μοιράζεται μαζί μας ρίχνοντας φως στην προσωπικότητα, στις μύχιες σκέψεις και στους πόθους του Κωνσταντίνου Καβάφη. Με γοητευτική γραφή βάζει τον αναγνώστη σ’ έναν κόσμο αισθήσεων. Η γραφή της, βουτηγμένη στην ποίηση, αποτυπώνει τις σκέψεις του και με συνεχείς περιγραφές κάνει το βιβλίο της να μοιάζει μ’ έναν δίχως τέλος πίνακα ζωγραφικής από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία. Ένα tableau vivant, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν ο Καβάφης, η ποίηση και ο πόθος. Ο πόθος του σώματος και ο πόθος των λέξεων. Άλλοτε πόθοι και άλλοτε πάθη∙ αυτά τον βασανίζουν. Το μεγαλείο της ερωτικής ένωσης και η τελειότητα στην επιλογή της λέξης που θα ενώσει τον στίχο και θα αποδώσει το νόημα και τη βαρύτητα που θέλει αυτός να εκφράσει. Μοιάζει, δε, τα σεντόνια του να γίνονται το πρώτο «χαρτί» πάνω στο οποίο γράφει κάθε βράδυ την ποίησή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Τι μένει από τη νύχτα
Έρση Σωτηροπούλου
Πατάκης
329 σελ.
ISBN 978-960-16-6517-7
Τιμή: €15,40
πηγή : diastixo.gr