«Ένα ασυνήθιστο βιβλίο» του Μ. Γ. Μερακλή

2016-04-06 18:22
«Ένα ασυνήθιστο βιβλίο» του Μ. Γ. Μερακλή


Πριν από αρκετόν καιρό έλαβα ένα ασυνήθιστο βιβλίο από μια παλαιά μαθήτριά μου στο Γυμνάσιο, την Αφροδίτη Κουτσίνα. Ο τόμος, εκδεδομένος το 2013, την ίδια χρονιά του θανάτου του (δείγμα κι αυτό μιας μεγάλης αγάπης!), αναφέρεται στον πατέρα της Φίλιππο Κουτσίνα και στη μητέρα της Τιτίνα Κουτσίνα. Τίτλος του: Έργα και ωραίες Ημέρες του Φίλιππου Κουτσίνα. Την επιμέλεια είχε η κυρία Ελισάβετ Πλέσσα, που έγραψε και τα κείμενα, όσα αναπτύσσουν τον τίτλο. Οι δημιουργοί του τόμου τον αφιερώνουν στην Τιτίνα (που συμμεριζόταν πλήρως τις δραστηριότητες του συζύγου της και συμμετείχε σ’ αυτές).

Η Αφροδίτη είταν μία από τις θετικά εντυπωσιακές μαθήτριες που είχα γνωρίσει. Μέσα στα περίπου σαράντα χρόνια που πέρασαν την είχα συναντήσει δύο φορές, κι αυτό στα πρώτα χρόνια, μία φορά στο σπίτι της, με τον σύζυγό της, κι άλλη μία στο δρόμο τυχαία, μ’ ένα χαριτωμένο μωρό, το παιδί της, στο αμαξίδιο. Και ξαφνικά την άκουσα να με ρωτά, στο τηλέφωνο, αν θα ήθελα να μου στείλει το ωραίο, όπως εκ των υστέρων διαπίστωσα, αυτό βιβλίο. Το είπα και ασυνήθιστο. Γιατί, όπως γράφει η επιμελήτριά του, κυρία Πλέσσα: «Αυτό είναι ένα βιβλίο που έχει τη θλίψη της άλλοτε  χαράς και την επιθυμία της τωρινής συνέχειας. Έχει διαλέξει διαδρομές δύσκολες  γιατί, για να φανερώσει εικόνες που είταν εκ πεποιθήσεως απειθάρχητες, πρέπει, για πολύ λίγο, να κόψει την ορμή τους, χωρίς να προδώσει τη φύση της ελευθερίας τους.  Τον δρόμο ίσως να δείχνουν τα ρεύματα της υπέροχης αποσπασματικότητας που γέννησε τα κεφάλαια μιας ζωής και μιας ολόκληρης εποχής που στους περισσότερους μοιάζει σήμερα “ντεμοντέ”». Το βιβλίο επιχειρεί «να συνθέσει τα κομμάτια του μαγευτικού πανδαιμόνιου που λεγόταν Φίλιππος Κουτσίνας μέσα από τις παρέες και τα έργα που εκείνος επέλεξε να συνενώσει, κάπου μετά τον πόλεμο και μέχρι πριν από λίγα χρόνια». Συναντά κανείς στο βιβλίο αυτό «τα ίχνη που άφησαν πίσω τους φιλίες μιας τολμηρής νεότητας», ίχνη ενός ατόμου, που δεν είταν καλλιτέχνης, αλλά «είχε σίγουρα και τη στόφα ενός καλλιτέχνη (που) μοιάζει να συσπείρωσε γύρω του μια παρέα ξεχωριστών ανθρώπων της γενιάς του ’50, μια παρέα που στάθηκε εφαλτήριο για τα γόνιμα χρόνια του ‘60 στην Ελλάδα». Στις δεκάδες προσώπων  που αναφέρονται ως μέλη αυτής της «παρέας» συναντούμε μεταξύ άλλων τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Θάνο Βελλούδιο, τον Γιάννη Γαΐτη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, τον Τέτση, τον Σπύρο Βασιλείου, τον Αλέκο Δεσποτόπουλο, τον Βασίλη Ζιώγα.

Το βιβλίο επιχειρεί «να συνθέσει τα κομμάτια του μαγευτικού πανδαιμόνιου που λεγόταν Φίλιππος Κουτσίνας μέσα από τις παρέες και τα έργα που εκείνος επέλεξε να συνενώσει, κάπου μετά τον πόλεμο και μέχρι πριν από λίγα χρόνια».

Υποθέτω ότι η Αφροδίτη μου έστειλε το βιβλίο, γιατί θα έχει ακούσει πως στην επιστήμη πορεύθηκα στους λαογραφικούς δρόμους, τόσο υποτιμημένους από πολλούς δήθεν επαΐοντες και, έχοντας εμπιστοσύνη τουλάχιστον στη σοβαρότητα του δασκάλου της, θα πίστεψε πως αυτός βρήκε στη Λαογραφία και στο λαϊκό πολιτισμό κάτι σημαντικό και πολύτιμο. Στο τηλεφώνημά της μου είπε ότι ο πατέρας της, ανάμεσα σε πολλά άλλα, αναβίωσε τους Μάηδες, γνωστό γονιμικό, με αρχαϊκή καταγωγή, δρώμενο, που τελούνταν την παραμονή και ανήμερα της Πρωτομαγιάς στη Μακρυνίτσα. Καταλυτικό ρόλο στον Κουτσίνα και την πορεία του έπαιξε «αναμφίβολα ο παγανιστικός κόσμος του Πηλίου στον οποίο ο Φίλιππος μεγάλωσε και έφερε μέσα του μέχρι το τέλος, όπου κι αν βρισκόταν, και τον οποίο γνώρισε με πάθος σε όσους συναναστράφηκε». Έτσι το βιβλίο αυτό «είναι μάλλον μια ματιά έκθαμβη στη μποέμικη ζωή και μιας παρέας που, σαν ένας διονυσιακός εγέρτης, μάζεψε γύρω του, σε μια εποχή υπερσυντηρητική, με νωπές ακόμα τις μνήμες του πολέμου», γράφει η κυρία Πλέσσα. Τους Μάηδες τέλεσε (στο τέλος της δεκαετίας του 1950) «ένας σουρεαλιστικός πολύχρωμος θίασος, δεκαπέντε με είκοσι άτομα του χωριού», πατώντας ωστόσο στα βήματα των παλαιών. Στη γερμανική κατοχή είχαν σιγήσει τέτοιες εκδηλώσεις. Ο Κουτσίνας το ξανάφερε στη ζωή. Το διέκοψε το 1967, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία. Το αναβίωσαν πάλι φίλοι του δρωμένου, όμως ο Κουτσίνας και η γυναίκα του «δεν είχαν πια καμιά ανάμειξη». Ο Κουτσίνας έλεγε το δρώμενο «διονυσιακό», θα έλεγα όχι τόσο παραπέμποντας εξάπαντος στο ζήτημα της πολιτισμικής συνέχειας, αλλά για να εξάρει, και με τα παραδοσιακά ήδη όργανα και σχήματα της τελετουργίας (π.χ. με φαλλικά σύμβολα και σεξουαλικές κινήσεις) τη «διέγερση των αισθήσεων». Ο Κουτσίνας γαλβάνισε ακόμα πιο πολύ τις γενεσιουργές δυνάμεις του παλαιότερου λαϊκού πολιτισμού. Λάτρευε τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα τραγούδια. Ακόμα και «το λαϊκό κιτς για την ελαφρότητα και την αθωότητά του».  Ίσως αυτό το τελευταίο, για το κιτς, είναι που έφερε το βιβλίο αυτό, και τον ίδιο τον Κουτσίνα, πιο κοντά μου, γιατί το κιτς αποτελούσε εγγύηση για τη γνησιότητα λαϊκού ήθους, το οποίο κρατούσε ακόμα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (σπανιότερα τώρα πια). Μιλώ για μιαν «αθωότητα» που εμπεριείχε μιαν αρχαϊκότητα αλλά μαζί και μιαν αυθόρμητη τάση να μην απαρνηθεί το νεότερο που έφερνε το παρόν. Ίσως γι’ αυτό και ο Θεόφιλος είταν ο αγαπημένος του καλλιτέχνης, ακριβώς γιατί «αποτελεί τέλειο παράδειγμα χρυσής τομής ανάμεσα στη λαϊκή και την κοσμική ζωγραφική». Τον ενδιάθετο αυτό συγκερασμό παραδοσιακού και νεότερου δεν τον είχαν προσέξει και οι πιο διακεκριμένοι θαυμαστές του, π.χ. ο Σεφέρης. Ο Θεόφιλος αγαπούσε να αντιγράφει και έντυπες καρτ-ποστάλ, αλλά και να χρησιμοποιεί, όπως και όσο μπορούσε, την καθαρεύουσα! Μιλώ ευρύτερα γι’ αυτό στο βιβλίο μου Ελληνική Λαογραφία (2007, σ. 296-298): «Διά σχοινίου σκάλα αναβιβαζόμενος ο Ερωτόκριτος χαιρετών την Αρετούσαν» ή: «Οθωμανίς πιανίζει τουρκικόν παιγνίδιον μπαγλαμά» κ.ά. (ο Σεφέρης ατυχώς απεχθανόταν την καθαρεύουσα).

Ίσως αυτό το τελευταίο, για το κιτς, είναι που έφερε το βιβλίο αυτό, και τον ίδιο τον Κουτσίνα, πιο κοντά μου, γιατί το κιτς αποτελούσε εγγύηση για τη γνησιότητα λαϊκού ήθους, το οποίο κρατούσε ακόμα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (σπανιότερα τώρα πια). Μιλώ για μιαν «αθωότητα» που εμπεριείχε μιαν αρχαϊκότητα αλλά μαζί και μιαν αυθόρμητη τάση να μην απαρνηθεί το νεότερο που έφερνε το παρόν.

Συγχρόνως μ’ αυτά ο Κουτσίνας αγαπούσε (μαζί και η παρέα του) καθετί το περιθωριακό, στο οποίο ωστόσο συμπεριλάμβανε και τα ταπεινά, μικρά πράγματα, που και αυτά τα συνέλεγε με πάθος: σαπουνάκια από τα ξενοδοχεία, πλαστικά μπουκάλια, παλιά παπούτσια, μπομπονιέρες κάθε είδους κι άλλα αναρίθμητα συναφή. Και θεωρητικότερα, κι ας μοιάζει για κάποιους αντιφατικό, είχε ταχθεί υπέρ «του εχθρικού προς κάθε είδους συντήρηση».

Τη δεκαετία του 1950, όπου έγιναν εμφανέστερες οι προθέσεις και οι δραστηριότητες του Κουτσίνα, η ελληνική κοινωνία, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της, επιχειρούσε με σπασμωδικές, ασυντόνιστες, δραματικές κινήσεις να σταθεί στα πόδια του μέσα σε πλήρη αστάθεια και σ’ ένα κλίμα τρομοκρατικά φορτισμένο, κυρίως για τους ηττημένους του Εμφυλίου, που τους συνόδευε ωστόσο, κι αυτούς ακόμα, η προσδοκία για καλύτερες μέρες. Το κλίμα αυτό της αγωνίας και του άγχους από τη μια και των ψυχόρμητων προσδοκιών από την άλλη δεν αφορούσε όλους, εντούτοις όλους τους άγγιζε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και βρίσκω εύστοχη την παρατήρηση της κυρίας Πλέσσα ότι ο Κουτσίνας έδινε «στη θαμπή καθημερινότητα μια αληθινά σουρεαλιστική διάσταση». Πολλοί άλλωστε υποστηρίζουν, ότι ο σουρεαλισμός, όχι μόνο ως λογοτεχνικό κίνημα, αλλά και ως στάση ζωής, παρουσιάστηκε αμέσως μετά τον απροσμέτρητα ανθρωποκτόνο πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Είταν κι αυτός μια κάποια λύση – τον σουρεαλισμό εννοώ.

Το βιβλίο είναι κυριολεκτικά γεμάτο από ζωγραφικούς πίνακες. Οι πιο πολλοί ανήκουν στους σύγχρονους γνωστούς καλλιτέχνες. Ακόμα, υπάρχουν μικρά ως επί το πλείστον κείμενα γραμμένα από τον Κουτσίνα για άλλους και, προπάντων, από άλλους γι’ αυτόν και για την Τιτίνα που καλύπτουν τον ελεύθερο ανάμεσα στους πίνακες (υπερβαίνουν τους 200) και τις φωτογραφίες χώρο. Την εξαιρετική γραφιστική επιμέλεια του βιβλίου είχε ο κύριος Γιώργος Τζαμτζής.

Πηγή : diastixo.gr