Ελληνική πεζογραφία-Κώστια Κοντολέων: «Μέσα από τις ζωές των άλλων» κριτική του Ανδρέα Καρακίτσιου
«Πάντα με τρομάζουν τα μυθιστορήματα από γυναίκες... ο ποιητής είπε πως είναι το μισό του ουρανού...»
Σχεδόν όλες οι αναγνώσεις του μυθιστορήματος της Κώστιας Κοντολέων Μέσα από τις ζωές των άλλων συγκλίνουν στην ανάδειξη και ανάδυση των κεντρικών γυναικείων χαρακτήρων και των μέγιστων ιστορικών σταθμών της νεότερης ιστορίας μας: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Αλβανικό Έπος-Κατοχή-Εμφύλιος και ύστερα Χούντα, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση. Αυτό προσφέρει την πολυτέλεια στον αναγνώστη να διαμορφώσει μια ειδική σχέση με το περιεχόμενο του μυθιστορήματος, το θέμα του, την ανάπτυξή του, τις οπτικές γωνίες θέασης και αναπαράστασης των γεγονότων και επεισοδίων, εντέλει με τη συνολικότερη μυθοπλασία/ιστορία του και παράλληλα να νοηματοδοτήσει με τον δικό του τρόπο τις περιπέτειες και ανησυχίες των ηρώων. Κι αυτό γιατί η μυθιστορηματική μυθοπλασία προσλαμβάνεται σε μια πρώτη ανάγνωση ως γνωστικό υλικό, ως οργανωμένη και συστηματοποιημένη γνώση σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα και ως κάτι πιο διαφορετικό, και πιο υποκειμενικό/προσωπικό, εφόσον προκαλεί και σηματοδοτεί παράλληλες σκέψεις και ατομικά νοήματα, καθώς η μυθοπλασία συσχετίζεται με τις μνήμες, τις ατομικές εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα του εκάστοτε αναγνώστη.
Η Κώστια Κοντολέων πιάνει και στηλιτεύει όχι γενικώς την πορεία των τεσσάρων γυναικών αλλά κυρίως τη διαδικασία της υποταγής τους σε κάτι που έρχεται όχι μόνον από τις συνήθεις κοινωνικές στερεότυπες αιτίες αλλά και από αλλού.
Η λογοτεχνία αγκαλιάζει και καταγράφει με τεράστια δεκτικότητα και ευαισθησία το κοινωνικό γίγνεσθαι, την πορεία του ανθρώπου στο χρόνο, δηλαδή, την ιστορία του. Δεν είναι όμως δημοσιογραφία να καταγράψει τα γεγονότα, ούτε Ιστορία. Η λογοτεχνία αφορά κυρίως το αόρατο, το άφατο πίσω από το γεγονός, δίνει μεγαλύτερη σημασία στη σιωπή, σ’ αυτά που δεν λέγονται και εκφράζονται μέσω της μυθοπλασίας, των συμβολισμών, της μεταφοράς. Ιστορία και δημοσιογραφία έχουν να κάνουν με τα πραγματικά γεγονότα, με την πραγματικότητα, η λογοτεχνία έχει να κάνει με την αλήθεια ή με αυτό που φαίνεται σαν αλήθεια, το αληθοφανές έναντι του πραγματικού, το γεγονός έναντι του πιθανού να συμβεί. Ενίοτε, μάλιστα, θα λέγαμε ότι έχει να κάνει με τη δική της αλήθεια.
Αυτή η κοινώς αποδεκτή λειτουργία της πρόσληψης του λογοτεχνικού έργου υποχρεώνει τον αναγνώστη να προσλαμβάνει το μυθιστόρημα της Κώστιας ως ένα πολύ φιλόδοξο και ευρύχωρο μυθιστόρημα με ηρωίδες τριών γενεών, ως ένα διαγενεακό οικογενειακό μυθιστόρημα και ως ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, εάν η ανάγνωση επικεντρωθεί στο χαρακτήρα της νεαρότερης ηρωίδας, της Πέτρας. Μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί και ως ένας μικρός οδικός χάρτης της πορείας κάποιων ανθρώπων που επιβίωσαν μέσα σε αντίξοες συνθήκες, και ανάμεσά τους αναγνωρίζονται ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά και οι δικοί μας άνθρωποι με τις δικές τους περιπέτειες, τις δικές τους μικρές και μεγάλες νίκες και πικρές ήττες. Πέρα από αυτά, το μυθιστόρημα δεν παύει να είναι μια μίνι χαρτογράφηση του προηγούμενου αιώνα που εκκινεί από τον Μεσοπόλεμο, διαπερνά τον μεγάλο πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, που αγγίζει τη Μεταπολίτευση αλλά κουβαλάει σαν σπέρμα ηδονικό τη σημερινή κρίση των πάντων με τον μεγάλο δράκο... την υποταγή στην αδυσώπητη μοίρα, στην τύχη, στο πεπρωμένο...
Αδυσώπητα ερωτήματα έρχονται και επανέρχονται. Είναι οι ατομικές καταστάσεις που διαμορφώνουν τους ανθρώπους, είναι ο χαρακτήρας τους και οι συναισθηματικές τους ισορροπίες... είναι η τύχη, είναι η μοίρα;
Η ίδια ομολογεί: «...Ήθελα να μιλήσω για όλους αυτούς που προσπαθούσαν να επιβιώσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο...».
Εκείνο που πρώτα-πρώτα χρωματίζει το μυθιστόρημα και αξίζει να τονιστεί είναι η χρήση της γλώσσας, μια γλώσσα που αποδεσμεύει τα νοήματα και τις σημασίες των λέξεων από το περίτεχνο, το εντυπωσιακό και πολυσύνθετο ύφος. Αντιθέτως, η γλώσσα της οδηγεί τον αναγνώστη σε μονοπάτια ακρίβειας και λιτότητας. Είναι μια γλώσσα που αποφεύγει την πληθωρικότητα εκφράσεων και μονοπωλεί το ουσιαστικό έναντι του επιθέτου. Πίσω από αυτές τις γλωσσικές επιλογές φανερώνεται αδρομερώς η προηγούμενη μαθητεία τη συγγραφέως στο χώρο της γραφής κειμένων βραχείας φόρμας, όπου το βλέμμα της επιλέγει μια ειδική τεχνική αφήγησης με επικεντρωμένη την οπτική γωνία θέασης στο κύριο και ουσιαστικό επεισόδιο, χωρίς βερμπαλισμούς και αργοπορίες, έτσι ώστε να στρέφεται άμεσα στα γεγονότα που ρυθμίζουν τις ζωές των ηρώων και να μην επιτρέπει στο κείμενο ούτε να πλατειάζει ούτε να μετατρέπεται σε φτηνό μελό και επιφανειακή συναισθηματολογία. Έτσι, επιλέγει λιτές και συμπυκνωμένες εκφράσεις, που προσδίδουν αμεσότητα και αληθοφάνεια στο κείμενο και οδηγούν τον αναγνώστη στην ουσία των γεγονότων, είτε με αυτό το λιτό ύφος είτε με την πληθωρική παρουσία των προσημάνσεων. Ειδικότερα, οι τελευταίες προετοιμάζουν τον αναγνώστη να σταθεί υποψιασμένος μπροστά στο μοιραίο που έρχεται και στη συμφορά που επελαύνει...
Ένα δεύτερο και σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί το μυθιστόρημα αυτό έναντι άλλων είναι ότι ο χρόνος του μυθιστορήματος, o δεδομένος και ο ορισμένος, που εκκινεί από τα χρόνια του Μεσοπολέμου και φθάνει ως τη δικτατορία των συνταγματαρχών και τη Μεταπολίτευση, στηρίζεται πάνω στο σώμα των γυναικών που ενηλικιώνονται, που μεγαλώνουν, που ωριμάζουν και γερνούν και διαμορφώνει έτσι ένα κατώφλι, ένα πλαίσιο ευνοϊκά προκλητικό για μια αναλυτική προσέγγιση της γυναικείας ταυτότητας έναντι άλλων ταυτοτήτων, κάτι σαν μια μικρή ελεγεία στην περιπέτεια της γυναίκας, της Ελληνίδας μητέρας, συζύγου και κόρης στη διαδρομή του 20ού αιώνα.
Δείχνει όμως και κάτι περισσότερο: ότι πέρα από τους ιστορικούς και πολιτικούς δείκτες και πάνω από τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες της εποχής, εκείνο που φαίνεται στο τέλος να ορίζει τη ζωή τους δεν είναι η πολιτική, η ιστορία που εισβάλλει δυναμικά στη ζωή τους, όσο το γεγονός ότι οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν πάσχουν πρωτίστως από τα ανεξίτηλα σημάδια που αφήνει στην ψυχή και στο σώμα αυτό που ορίστηκε σχεδόν από μια αόριστη και ασαφή σημασία της μοίρας ή από κάποιο άγραφο χαρτί στο μέτωπό της. Μπορεί να προσδιοριστεί ασαφώς ως ο ήσκιος, η οσμή ενός θεσμοθετημένου κοινωνικού αποκλεισμού για τις γυναίκες και ιδίως εκείνες που έχουν κάτι που ξεπερνά το μέτρο, που έχουν ένα χάρισμα εξαιρετικό, ιδίως η ομορφιά. Έτσι, στο πρόσωπο της Ροδάνθης είναι αυτή η σπάνια ομορφιά που λειτουργεί ως ύβρις στην εξέλιξη του μυθιστορήματος και που μοιάζει όχι μόνο να προδιαγράφει τη δική της τιμωρία αλλά να ταλανίζει τις κόρες και την εγγονή της. Οι παράλληλες συγκρίσεις της Ροδάνθης με το μυθικό πρόσωπο της ωραίας Ελένης είναι σχεδόν αυτονόητες, όπως είναι προκλητικές οι ταυτίσεις της Φωτεινής με τις Τρωαδίτισσες γυναίκες, αλλά και με άλλες ηρωίδες των σελίδων της ελληνικής λογοτεχνίας. Άλλωστε εδώ η διακειμενικότητα χτυπάει κόκκινο.
Ας δούμε σχηματικά τις γυναικείες φιγούρες, τις τέσσερις ηρωίδες. Η Ροδάνθη, η Φωτεινή, η Δέσπω και η Πέτρα, τέσσερις γυναίκες με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, που χάνουν και κερδίζουν καθώς η ζωή της καθεμιάς εισέρχεται στις ζωές των άλλων. Η Ροδάνθη είναι μια νέα γυναίκα σπάνιας και εξαιρετικής ομορφιάς, που μετατρέπεται σχεδόν άθελά της σε σημάδι ανεξίτηλο μιας μοίρας απειλής και «σκληρής τιμωρίας» πάνω από τα κεφάλια των υπόλοιπων γυναικών της οικογένειας. Είναι ο σύζυγός της ο Θωμάς, με όνομα βαρύ από τους συμβολισμούς, που θα ορίσει την τύχη των δυο κοριτσιών με βάση την πατροπαράδοτη, ισχύουσα, κυρίαρχη λογική των ανδρών που επιβάλλει τον κυνικό κοινωνικό ευνουχισμό των γυναικών, που ορίζει και κατανέμει ρόλους, καθήκοντα και υποχρεώσεις ανάλογα με το φύλο.
Είναι τότε που τα όρια των σχέσεων των δυο κοριτσιών της, της Φωτεινής και της Δέσπως, θα αναδιατυπωθούν και όλα θα αλλάξουν, καθώς θα χαθεί η παιδική τους αθωότητα και η παιδική τους ηλικία. Η Φωτεινή, η μεγαλύτερη, αναλαμβάνει να προσέχει τα μικρότερα παιδιά και ο ρόλος που ήτανε να βιώσει και να εκπληρώσει έχει σχεδόν οριστεί από την αρχή, λίγο μετά το θάνατο της μητέρας της. Η Δέσπω αναγκάζεται/ορίζεται να εγκαταλείψει το σχολείο, για να αφοσιωθεί στην κουζίνα του σπιτιού. Εδώ είναι που τα θέλω και τα όνειρα εξαϋλώνονται και οι δυο αδερφές θα αγγίξουν τα όρια της τρέλας και της υστερίας. Χωρίς να χαρίζεται σε καμιά τους, η Κώστια Κ. ζωντανεύει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία δυο τελείως διαφορετικές προσωπικότητες. Αμφότερες τραγικές και μοιραίες, έστω και αν η Φωτεινή επιβιώνει.
Η Φωτεινή θα παλέψει, θα αρνηθεί τον προσωπικό της ευνουχισμό. Γνωρίζει τον Πέτρο, τον παντρεύεται, αλλά θα τον χάσει πολύ γρήγορα «για ένα κομμάτι φέτα» σε ένα επεισόδιο στη διάρκεια του Εμφύλιου... Είναι ένα επεισόδιο το οποίο αφηγείται η συγγραφέας με μια εξαιρετική θεατρικότητα και με μια απαράμιλλη τεχνική γραφής και καταφέρνει να συνθέσει μια ολοκληρωμένη σκηνή και ένα ολοκληρωμένο διήγημα. Γιατί πρέπει να τονιστεί εν τη παρόδω ότι ορισμένα κεφάλαια του μυθιστορήματος στέκονται ως αυτόνομα και ολοκληρωμένα διηγήματα. Είναι η προίκα από τα πρώτα της διηγήματα. Η Φωτεινή θα κρατήσει το παιδί αυτό που μεγαλώνει στα σπλάχνα της, παρά την προτροπή για το αντίθετο από όλους γύρω της. Είναι άλλωστε «σάρκα από τη σάρκα εκείνου και αίμα από το αίμα του».
Η Δέσπω, ένα δυστυχισμένο πλάσμα, μια χαίνουσα, ανοιχτή πληγή για τα χαμένα όνειρα για μια οικογένεια και για έναν ολοκληρωμένο έρωτα που δεν γεύτηκε ποτέ. Σταδιακά η μικρή αδερφή περνάει «απέναντι» και μετατρέπεται σε έναν σκληρό δυνάστη για την Πέτρα, την οποία μεγαλώνει εκείνη τις ώρες που η μητέρα της η Φωτεινή λείπει στη δουλειά. Σκέψεις και συναισθήματα αγχογόνα, κοινωνικά μη αποδεκτά, τα αποδίδει σε άλλους, συγκεκριμένα στη Φωτεινή, και καταλήγει σε τιμωρητικές και άδικες συμπεριφορές έναντι της κόρης της Φωτεινής και ανιψιάς της, της Πέτρας. Μια τυπική περίπτωση σχηματισμού συμπεριφοράς «κατ’ αντίδρασιν» μέσα από διαδικασίες αρνητικής προβολής. Πρόκειται για έναν βασικό ψυχοπαθολογικό μηχανισμό που εμπλέκεται σε έναν φαύλο κύκλο λανθασμένων προσδοκιών, πίστεων, που καταλήγει τελικά σε μια σειρά λαθών στις αντιληπτικές διεργασίες, που οδηγεί αναπόφευκτα σε παραληρηματικές ιδέες και συμπεριφορές.
Η Πέτρα από νωρίς θα νοιώσει στο πετσί της την ορφάνια, την κακομεταχείριση και τον κοινωνικό στιγματισμό που την ακολουθεί, ορφανή και αδύναμη κοπέλα ανάμεσα σε ένα εχθρικό πλήθος, έρμαιο στη βούληση διεστραμμένων γειτόνων και ψυχρών συγγενών. Όμως αντέχει και θα αντέξει. Έτσι, για να σηματοδοτήσει με τη στάση της το προσωπικό της ταξίδι προς την ελευθερία της ψυχής, την ελπίδα για σωτηρία. Η Πέτρα θα πετάξει από πάνω της ό,τι εμποδίζει το μέλλον της. Για εκείνη, η τάξη που επέβαλλε ο παππούς Θωμάς, τότε, είναι ένας κοινωνικός ευνουχισμός στα όρια του καθωσπρεπισμού που υπήρχε από τις προηγούμενες δεκαετίες, αποτέλεσμα ενός πατριαρχικού συστήματος που η συνείδησή της δεν αποδέχεται. Η μικρή Πέτρα θα καταφέρει να απομακρυνθεί από τις καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις της κοινωνίας και θα πάρει στα χέρια της τη δική της μοίρα. Βεβαίως οι πληγές δεν επουλώνονται ποτέ. Η πληγή δεν κρύβεται αλλά το μέγεθος ναι.
Εκείνο που πρώτα-πρώτα χρωματίζει το μυθιστόρημα είναι η χρήση της γλώσσας, μια γλώσσα που αποδεσμεύει τα νοήματα και τις σημασίες των λέξεων από το περίτεχνο, το εντυπωσιακό και πολυσύνθετο ύφος.
Μπορούμε να δούμε την Πέτρα να νοηματοδοτεί με την παρουσία της αυτό που έρχεται, αυτό που θα απαλλάξει από τις ενοχές ολόκληρη την κοινωνία και θα είναι παράλληλα το δικό της ταξίδι στην προσωπική της ελευθερία, είτε είναι κοινωνικός αποκλεισμός είτε είναι απλά βίαιη επιβολή κανόνων καθωσπρεπισμού και συντήρησης. Είναι η εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς που καταφέρνει να διατηρεί λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, ανάμεσα στο παρωχημένο και το επερχόμενο. Γίνεται το σύμβολο της νέας συλλογικής συνείδησης που σκέφτεται διαφορετικά, κρίνει, εναντιώνεται σε ό,τι την υποβαθμίζει, μετριάζει τους κοινωνικούς περιορισμούς που της επιβάλλονται και ταυτόχρονα δεν συμβιβάζεται με τα πρότυπα της παλιάς εποχής. Είναι μια νέου τύπου σύγχρονη γυναίκα με τις δικές της επιλογές και απόψεις σε κρίσιμα βασικά θέματα: τεκνοποίηση, γάμος συνύπαρξη των δυο φύλων κ.λπ. Η σκηνή στο μπάνιο με τη χρωματική παρήχηση/συσχέτιση ανάμεσα στην ενηλικίωση της Πέτρας και στο κρίσιμο ιστορικό γεγονός της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι μια συμβολική σκηνή που δείχνει πως ο άνθρωπος συνθλίβεται, συνδέεται, ανασταίνεται ως άθυρμα ανάμεσα σε ποικίλα γεγονότα και δύσκολες καταστάσεις.
Η Κώστια Κοντολέων με αυτό το βιβλίο κινείται μέσα στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα, ενώ απλώνει μπροστά στα μάτια μας σαν τριαντάφυλλο στις χούφτες της το πορτρέτο της Ελληνίδας γυναίκας, της πρώην και της μελλούμενης. Κοιτώντας όμως πίσω από τις γωνίες και τις γκρίζες σκιάσεις των ηρωίδων της, μια περίεργη σκέψη, ένα είδωμα ψυχής πιο διαφορετικό, πιο περίεργο αναδύεται. Κι αυτό συνέβη διαβάζοντας το βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ Η υποταγή.
Η Κώστια Κοντολέων πιάνει και στηλιτεύει όχι γενικώς την πορεία των τεσσάρων γυναικών αλλά κυρίως τη διαδικασία της υποταγής τους σε κάτι που έρχεται όχι μόνον από τις συνήθεις κοινωνικές στερεότυπες αιτίες αλλά και από αλλού. Στο κάδρο των περιπετειών και βασάνων των ηρωίδων/γυναικών προσθέτει σχεδόν ανεπαίσθητα μια ατμόσφαιρα, ένα αίσθημα υποταγής που φαίνεται να ελέγχει τη ζωή των ηρώων, καθώς τις παρουσιάζει να αφήνονται και να σιγολιώνουν σχεδόν έρμαια της μοίρας τους. Έχω την αίσθηση ότι ένα βαθύ αίσθημα υποταγής περιτριγυρίζει όλη την ψυχολογία των ηρώων. Γιατί θα μπορούσαμε να δούμε ότι και η Πέτρα δεν επαναστατεί ακριβώς, αλλά μάλλον «προσαρμόζεται» και προβάλλει έναν τύπο γυναίκας με εκσυγχρονιστικό πρόσωπο, βλέμμα και άποψη, χωρίς βέβαια να «ψιλοβολεύεται», όπως η μάνα της η Φωτεινή. Ναι, λύνει τα υπαρξιακά της και τα προσωπικά της, αλλά αισθάνομαι ότι πνίγεται και αυτή όπως και οι υπόλοιπες ηρωίδες από την πένθιμη υγρασία της εποχής, στην υποταγή ή έστω σε μια υφέρπουσα συμπεριφορά, γνωστή ως επίκτητη αίσθηση αδυναμίας...
Και αυτό είναι κάτι που βαθιά με ανησυχεί...
Μέσα απ’ τις ζωές των άλλων
Κώστια Κοντολέων
Ψυχογιός
400 σελ.
ISBN 978-618-01-1467-6
Τιμή: 16,60€
Πηγή : diastixo.gr