Ελληνική πεζογραφία-Κατερίνα Καριζώνη: «Η πόλη των αθώων» κριτική της Χλόης Κουτσουμπέλη
Η πόλη των αθώων είναι ο τίτλος του καινούργιου μυθιστορήματος της Κατερίνας Καριζώνη, από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το μυθιστόρημα αφορά την πόλη Θεσσαλονίκη, μία πόλη γεωγραφικά οριοθετημένη στη Βόρεια Ελλάδα, μέσα στην οποία η Κατερίνα Καριζώνη υφαίνει συχνά τον καμβά των μυθιστορημάτων της. Εδώ όμως δεν πρόκειται για τη βυζαντική πολυπολιτισμική πόλη που εκτείνεται από τα κάστρα ως το λιμάνι, εδώ πρόκειται για τη γυμνή Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του σαράντα. Η Θεσσαλονίκη-πόλη μέσα στη γερμανική Κατοχή και στον Εμφύλιο ζωντανεύει μέσα στο βιβλίο. Μέσα στην πείνα, τη φτώχεια, τη φρίκη, τις καθημερινές εκτελέσεις, τα βασανιστήρια στα κρατητήρια, τους βομβαρδισμούς, το φόβο, την τρομοκρατία, τις σφαγές, τα εγκλήματα και αργότερα τις εξορίες και τις διώξεις. Δίπλα στην λέξη «πόλη», όμως, υπάρχει μία άλλη λέξη που προσδιορίζει, μία γενική πληθυντικού που επεξηγεί. Των αθώων. Αμέσως, αμέσως, λοιπόν, η συγγραφέας, από τον τίτλο ακόμα του βιβλίου, παίρνει θέση. Η ιστορία που θα μας αφηγηθεί δεν είναι από την πλευρά των τότε ισχυρών και νικητών, αλλά από αυτήν των αθώων ανθρώπων που εκδιώχτηκαν, εκτελέστηκαν, συντρίφθηκαν. Η ιστορία των ανθρώπων που πίστεψαν, που αγωνίστηκαν για τα ιδανικά τους, που αντιστάθηκαν, που είπαν το μεγάλο «ΌΧΙ». Δεν είναι η ιστορία των ταγματασφαλιτών, των δωσίλογων, των συνεργατών των Γερμανών, αλλά των απλών ανθρώπων που δεν υποτάχθηκαν, που θυσιάστηκαν, που συντρίφθηκαν συχνά κάτω από το πέλμα του κατακτητή και των συνεργατών του, αλλά δεν συνθηκολόγησαν ποτέ.
Το μυθιστόρημα αυτό έχει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που το χαρακτηρίζει. Είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, σε μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν στην αντίσταση κατά των Γερμανών, που πρωτοστάτησαν στην ΟΠΛΑ η οποία ήταν μια ένοπλη οργάνωση, με καθήκοντα ασφαλείας, συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης ειδικών αποστολών, που έδρασε στις πόλεις της Ελλάδας από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το 1947, δηλαδή στην Κατοχή, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Η παράνομη οργάνωση ΟΠΛΑ, τα αρχικά της οποίας σημαίνουν Οργάνωση Περιφρούρησης/Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών, είτε Οργάνωση Περιφρούρησης/Προστασίας Λαϊκών Αγώνων, αναλάμβανε να δολοφονεί και να τιμωρεί τους δήμιους συνεργάτες των Γερμανών που επωφελούνταν από την Κατοχή για να κάνουν μεγάλες περιουσίες σκοτώνοντας, εκβιάζοντας, απειλώντας.
Το ότι το μυθιστόρημα αυτό βασίζεται σε μια ιστορική πραγματικότητα δεν αφαιρεί τίποτε από τη γοητεία του, αντίθετα δίνει άλλη αξία στην αφήγηση και τη μυθοπλασία, αφού ο μύθος πατάει γερά στη βιωμένη πια αλήθεια.
Το ότι το μυθιστόρημα αυτό βασίζεται σε μια ιστορική πραγματικότητα δεν αφαιρεί τίποτε από τη γοητεία του, αντίθετα δίνει άλλη αξία στην αφήγηση και τη μυθοπλασία, αφού ο μύθος πατάει γερά στη βιωμένη πια αλήθεια.
Η συγγραφέας, λοιπόν, δεν μασάει τα λόγια της. Ξεσκεπάζει, ανατέμνει, παρουσιάζει έκθετη την πληγή, το συλλογικό τραύμα της πόλης. Στη σελίδα 85 διαβάζουμε για τους ταγματασφαλίτες, συνεργάτες των Γερμανών. Ένα από τα μέλη της ΟΠΛΑ, ο Αλέκος Γκίντης ζήτησε να μιλήσει: «Τα Τάγματα Ασφαλείας στήνουν μπλόκα και έχουν την υποστήριξη των Γερμανών. Εκτελούν επιτόπου αγωνιστές και μαζί τους κι απλούς πολίτες. Στην Ξηροκρήνη το τάγμα του Δάγκουλα εκτέλεσε δέκα τρία παιδιά που έγραφαν στους τοίχους. Στην Καλαμαριά συνέλαβαν εξήντα τέσσερα άτομα και τα μετέφεραν στη Γερμανία».
Η Καριζώνη όμως δεν διστάζει να θίξει και το μεγάλο έγκλημα που συντελέστηκε εκείνα τα χρόνια και σε βάρος των Εβραίων. Οι Εβραίοι συγκεντρώνονται και εξευτελίζονται στην κεντρική πλατεία της πόλης, εξοντώνονται και στέλνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι δωσίλογοι και οι χαφιέδες που τους κατέδωσαν καρπούνται τις περιουσίες τους. Διαβάζουμε στη σελίδα 146: «Είχε διπλώσει μία εφημερίδα πλάι στο πιάτο του ο Κώστας και καθώς έτρωγε της έριχνε λοξές ματιές.
«Ακούστε τι γράφει η Απογευματινή», διάβασε δυνατά. «Να φύγουν οι Εβραίοι. Να αποκαθαρθεί η γάγγραινα με τους κίτρινους αστέρες από την πόλη. Τι ζόρι τραβάνε όλοι αυτοί με τους Εβραίους;»
«Θέλουν να φαν τις περιουσίες τους», πετάχτηκε ο Λάζαρος. Σήμερα πέρασα έξω από το βιβλιοπωλείο Μόλχο. Έκαναν πλιάτσικο οι δικοί μας. Άρπαζαν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Δεν έμεινε τίποτε στο μαγαζί, ούτε οι πάγκοι.
Πρώτα το λήστεψαν οι Γερμανοί κι άφησαν τα ψίχουλα για τους ντόπιους. Έκλεισαν τις επιχειρήσεις μας, άρπαξαν τα λεφτά μας και τα σπίτια μας και τώρα θέλουν να μας εξολοθρεύσουν. Ας όψεται ο Μέρτεν. Τρίβουν τα χέρια τους οι δωσίλογοι και οι μεσεγγυούχοι. Θα πλουτίσουν από τις παρατημένες περιουσίες των Εβραίων».
Η Κατερίνα Καριζώνη, πεζογράφος και ποιήτρια, γράφει και με τις δύο αυτές ιδιότητές της. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο, Θεσσαλονίκη 1940, ιταλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν την πόλη, δύο κορίτσια, η Ρίτα που κουτσαίνει και η Τασούλα που λυπάται την αδελφή της και γυρνάει πίσω να τη βοηθήσει γλιτώνουν παρά τρίχα από το θάνατο, όταν το καταφύγιο στο οποίο θα έμπαιναν, αλλά δεν τα κατάφεραν ευτυχώς τελικά να μπουν, ανατινάζεται. Και εδώ έχουμε μία σκηνή εξόχως ποιητική και μεγαλειώδη μέσα στη φρίκη της, μία σκηνή που θυμίζει το παιδικό καροτσάκι του Αϊζενστάιν όταν κατρακυλά από τις σκάλες. Το άλογο είναι σωριασμένο, τα πορτοκάλια πέφτουν από το κάρο και χύνονται γύρω από το πτώμα του νεκρού μανάβη, μετά τον βομβαρδισμό. Αυτά τα μπαρουτοκαπνισμένα πορτοκάλια κυλούν μέσα στις σελίδες του βιβλίου από την πρώτη ως την τελευταία και συμπυκνώνουν όλη τη φρίκη του πολέμου.
Στη συνέχεια η συγγραφέας αρχίζει σιγά σιγά να ανεβάζει στη σκηνή και τους υπόλοιπους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, μας τους συστήνει μεθοδικά. Έτσι, έχουμε τον υποδηματοποιό Κώστα, πατέρα των κοριτσιών που μένουν αγκαλιασμένα και σοκαρισμένα από το προηγούμενο κεφάλαιο, εντυπωμένα στη μνήμη του αναγνώστη, και τη γυναίκα του Παγώνα, τη μητέρα τους, που ράβει, φέγγει και διατηρεί σε τάξη και αρμονία το σπιτικό. Ο Κώστας είναι αριστερός, γενναιόδωρος, ιδεαλιστής και αθώος, είναι έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμα για τα πιστεύω του, το μαγαζάκι του γίνεται η ψυχή του αγώνα, συντρέχει και φιλοξενεί, υποστηρίζει και περιθάλπει τους κατατρεγμένους, στεγάζει τις παράνομες συγκεντρώσεις. Από την άλλη πλευρά του γενεαλογικού δέντρου έχουμε την οικογένεια του Γεράσιμου Αναγνωστάκου: ο πατέρας, Μανιάτης ξεριζωμένος από τη γενέτειρά του εξαιτίας μίας βεντέτας, αξιωματικός της Χωροφυλακής και η μητέρα Πολυτίμη, που ο αναγνώστης αντικρίζει πεθαμένη από το δεύτερο κιόλας κεφάλαιο, τρεις αδελφές, η Σωτηρία, η Ερατώ και η Ερμιόνη, τρεις μοίρες, αγέρωχες, σκληρές, δυνατές, με το μανιάτικο αίμα να κυλάει στις φλέβες τους, ο Άρης, αυτός που αργότερα στην αληθινή ζωή, όταν τελειώσει το μυθιστόρημα, θα γίνει ο πατέρας της Κατερίνας Καριζώνη, αυτός που θα αφηγηθεί την ιστορία. Ο Άρης που σπουδάζει δικηγόρος και θα τελειώσει την Νομική, παιδί φιλότιμο και ευαίσθητο συνειδητοποιείται από την αρχή του μυθιστορήματος.
Γράφει η Καριζώνη: «Αντίθετα οι Γερμανοί τριγύριζαν αμέριμνοι στην πόλη, λεηλατούσαν μαγαζιά, έτρωγαν και έπιναν στα εστιατόρια... ο πληθωρισμός κάλπαζε, τα μηδενικά στα χαρτονομίσματα αυξάνονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα... Χειμώνα του ‘41 με ‘42 τα πράγματα αγρίεψαν. Ο εφιάλτης της πείνας μεγάλωνε διαρκώς, το ψύχος αφόρητο... το κρύο σε συνδυασμό με την πείνα άρχισαν να αφανίζουν τους κατοίκους... Η καρότσα του δήμου μάζευε κάθε μέρα νεκρούς... Τα τρόφιμα, το λάδι, τα όσπρια, οι ελιές, ο καφές, η ζάχαρη, οι κονσέρβες βγήκαν στη μαύρη αγορά και οι τιμές τους έφθασαν σε δυσθεώρητα ύψη. Ντόπιοι χαφιέδες, μαυραγορίτες, συνεργάτες των Γερμανών, άνθρωποι που θησαύριζαν από βρώμικες δουλειές με τους υπουργούς και τους ξένους, αγόραζαν κοψοχρονιά ό,τι πουλούσαν οι εξαθλιωμένοι πολίτες για να γλιτώσουν απ’ την πείνα: ρολόγια, δαχτυλίδια, έπιπλα, χαλιά ακόμα και ακίνητα».
Μέσα σ’ αυτό τον εφιάλτη λοιπόν ο Άρης, όταν η μητέρα του πεθαίνει επειδή δεν υπάρχουν χρήματα για σωστή περίθαλψη, φαγητό και φάρμακα, αποφασίζει να ενταχθεί στον αγώνα κατά του κατακτητή. Αυτό το μυθιστόρημα είναι η ιστορία του Άρη και της Τασούλας, των δύο παιδιών που ερωτεύονται μέσα στη ζοφερή αυτή περίοδο, είναι η ιστορία μιας γειτονιάς που εκτείνεται ανάμεσα στο Αλατζά Ιμαρέτ, το Γενί Χαμάμ και το Ναό του Αγίου Δημητρίου, είναι η ιστορία μίας πόλης, είναι η ιστορία της ΟΠΛΑ, μέλος της οποίας θα γίνει ο Άρης. Θα έχουμε λοιπόν ως αναγνώστες την ευκαιρία να εισχωρήσουμε στην οργάνωση και να παρακολουθήσουμε τα χτυπήματα που καταφέρνουν τα μέλη στους προδότες δωσίλογους. Ο Άρης θα συμμετέχει σε κάποια από αυτά.
Είπαμε όμως. Η Κατερίνα Καριζώνη έχει μία ιδιότητα με την οποία είναι σφραγισμένη και που μάλιστα εκδηλώθηκε πολύ νωρίς στη ζωή της. Είναι ποιήτρια και μάλιστα από τις πιο σημαντικές. Μέσα λοιπόν στο μυθιστόρημα εξελίσσεται και μία άλλη ιστορία, μαγευτική, ποιητική, μυστικιστική. Στον Άγιον Όρος, στις Καρυές, εισβάλλει ένα γκρουπ Γερμανών, ο καθηγητής Βυζαντινών Σπουδών Φραντς Ντέλγκερ μαζί με κάποιους αξιωματούχους της Βέρμαχτ. Μαζί τους θα ταχθεί και ένας Έλληνας καθηγητής. Σκοπός τους είναι να κλέψουν το Άγιο Δισκοπότηρο, που υποψιάζονται ότι βρίσκεται στη Μονή. Εκεί όμως ο καθηγητής θα έρθει σε επαφή με τους αόρατους ασκητές, μία χορωδία καλογέρων που ψέλλουν νύχτα σε ένα φωταγωγημένο μοναστήρι, άφαντων τελικά όπως και το ίδιο το Δισκοπότηρο που θα εμφανιστεί στιγμιαία μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ντέλγκερ. Αυτό το όραμα της ανύπαρκτης χορωδίας του Χάους, μέσα στη νύχτα, στο απόμερο εκκλησάκι στο βουνό, θα είναι και η ήττα του Ντέλγκερ και η βαθιά του μεταμόρφωση και αλλαγή. Θα είναι, σύμφωνα με τη συγγραφέα, και η νίκη του πνεύματος της Ορθοδοξίας, συστατικό της ψυχής του έθνους που δεν υποτάσσεται.
Η λογική, μας λέει η Κατερίνα Καριζώνη, δεν φτάνει όταν έχει κανείς να κάνει με τα μεγάλα θέματα. Ίσως και το ότι αντιστάθηκαν τόσοι πολλοί αθώοι μέσα στους αιώνες λοιπόν, ότι πάλεψαν με τον τρόπο τους για έναν καλύτερο κόσμο, να μην είναι θέμα λογικής.
Η λογική, μας λέει η Κατερίνα Καριζώνη, δεν φτάνει όταν έχει κανείς να κάνει με τα μεγάλα θέματα. Ίσως και το ότι αντιστάθηκαν τόσοι πολλοί αθώοι μέσα στους αιώνες λοιπόν, ότι πάλεψαν με τον τρόπο τους για έναν καλύτερο κόσμο, να μην είναι θέμα λογικής.
Η πόλη των αθώων πάντα θα είναι γεμάτη από τους μεγάλους μικρούς ανθρώπους που βγήκαν από το μικρόκοσμό τους και θυσιάστηκαν για το όραμά τους.
Αν, όπως λέει ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, η ποίηση γράφεται με δάκρυα, η πεζογραφία με αίμα και η ιστορία με αόρατη μελάνη, αυτό το μυθιστόρημα της Κατερίνας Καριζώνη εμπεριέχει δάκρυα, αίμα και αόρατη μελάνι σε ίσες ποσότητες. Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία του.
Η πόλη των αθώων
Κατερίνα Καριζώνη
Καστανιώτης
208 σελ.
ISBN 978-960-03-6011-0
Τιμή: €14,84
Πηγή : diastixo.gr