Ελληνική πεζογραφία-Ιορδάνης Κουμασίδης: «Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο» κριτική της Βιβής Γεωργαντοπούλου
Μαρτινίκα-Παρίσι, δυο σημεία της γης από και προς τα οποία επί έναν χρόνο πηγαινοέρχονται εικοσιτέσσερα γράμματα που κλείνουν εντός τους τη δραματική ιστορία ενός ανθρώπου. Στο κελί του, στο μακρινό νησί της Καραϊβικής, ο έγκλειστος αποστολέας γράφει το πρώτο γράμμα –λιτό, σύντομο, ανιχνευτικό– που θα φτάσει στην παραλήπτρια του Παρισιού, μια νεαρή γυναίκα που ζει ελεύθερη στην πολύβουη πόλη.
Στο λόγο του Κουμασίδη είναι φανερά ως προτερήματα η οικονομία, η εκφραστική ποικιλία και η νοηματική καθαρότητα.
Η νουβέλα του Ιορδάνη Κουμασίδη, που εντός της μ’ αυτή την τεχνική, των επιστολών, αναπτύσσεται με συγκρατημένη δύναμη και μεγάλη ευελιξία η ιστορία δυο αλληλογράφων, φέρει τον τίτλο Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος φέτος την άνοιξη και αφηγηματικά ξεκινά τον Απρίλιο ενός απροσδιόριστου έτους της δικής μας πάνω κάτω εποχής. Ένας άνδρας, που δεν αναφέρεται το όνομά του, δεν βρίσκεται στην πρώτη του νεότητα μα δεν είναι ούτε γέρος –φυλακισμένος για κάτι που αρκετά αργότερα μαθαίνουμε τι ήταν, κάτω από ποιες συνθήκες και πώς το έπραξε–, αρχίζει να αλληλογραφεί με την εικοσάχρονη φοιτήτρια Ροζαλί Μεντώ, η οποία ζει χιλιόμετρα μακριά, στη γαλλική πρωτεύουσα. Η επικοινωνία μεταξύ τους (θα) τροφοδοτείται με το ένα και μοναδικό κάθε μήνα γράμμα που επιτρέπεται να λαμβάνουν και να στέλνουν ο ένας στον άλλο.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις δώδεκα αργόσυρτα κλιμακούμενες ως προς την εξομολογητική τους ένταση και μελαγχολία επιστολές του άνδρα, λυπάται ή τον ψέγει περισσότερο ή λιγότερο για τις δύσκολες καταστάσεις που πέρασε και περνά ως κρατούμενος, συχνά οι διακυμάνσεις τους τον αιφνιδιάζουν και, εντέλει, από τις αμφίθυμες απαντήσεις του στην ελεύθερη –να πάει διακοπές, να σπουδάζει, να γνωρίζει αγόρια και γενικώς να κινείται όπως αυτή θέλει– Ροζαλί, πληροφορείται ένα μικρό μέρος κι από τα δικά της γραφόμενα, που ευφυώς ο συγγραφέας παρουσιάζει ως κοριτσίστικα και ανέμελα (στο γράμμα του του Ιουνίου ο αναγνώστης πληροφορείται, για παράδειγμα, ότι εκείνη του έχει ήδη γράψει πως αγόρασε ένα σαγηνευτικό πράσινο φόρεμα, γιατί αυτός τη ρωτά «Αλήθεια, τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα που κοντεύει να τελειώσει το έτος σπουδών; Και –κυρίως– πότε και σε ποια περίσταση σκοπεύεις να φορέσεις αυτό το σαγηνευτικό πράσινο φόρεμα που μου είπες πως αγόρασες;» και ενώ τη ρωτά για κάτι όμορφο, καθημερινό και λογικό –για εκείνη και κάθε ελεύθερο άτομο–, αυτός κλείνει την επιστολή «Με χαρά αλλά και πόνο», υπογράφοντας «Εγώ»).
Ανέμελα; Ναι, όσο κάτι τέτοιο γίνεται υπό την πίεση της επίγνωσης που φέρεται να έχει η νεαρή Ροζαλί ότι αλληλογραφεί (μαζί ίσως θεωρεί ότι κάνει τη θετική πράξη που της υπαγορεύει η παιδεία και η ευγενική της ψυχή) με έναν άνθρωπο που ακόμα δεν ξέρει γιατί, μα γνωρίζει καλά πως είναι κρατούμενος. Ανέμελα και ενδεχομένως φιλάνθρωπα μα έξυπνα και διακριτικά· πραγματικά παρηγορητικά για εκείνον, ακριβώς επειδή δεν τον κρίνει, δεν τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις, δεν του κάνει οποιοδήποτε κήρυγμα, μα του μιλά έτσι απλά για το πράσινο φουστάνι της και το επερχόμενο κλείσιμο του σπουδαστικού έτους.
Ο συγγραφέας χτίζει επιμελώς και με εξόχως υπαινικτική και μαζί ποιητική διάθεση τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες, δίνοντας το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του, άρα και της δικής μας στον έγκλειστο· φυσικά, αυτός ενδιαφέρει κι εμάς τους αναγνώστες, αδημονούμε να μάθουμε τι έχει κάνει, τι (του) έχει συμβεί, για να κατανοήσουμε την ένταση και την έκταση, το είδος και την ελαστικότητα, αν υπάρχει, της ποινής του. Κοντά σ’ αυτούς, έρχονται την κατάλληλη στιγμή στο προσκήνιο δυο ακόμα σημαντικά για την πλοκή πρόσωπα-κλειδιά από το παρελθόν, που σηκώνουν στις πλάτες τους ένα κρίσιμο κομμάτι, λειτουργική προϋπόθεση της μυθοπλασίας, μια, όπως καταλαβαίνουμε, ψημένη στη ζωή νεαρή γυναίκα κι ένα παιδί. Η ερωμένη του άνδρα όταν αυτός ήταν στη Γαλλία και η ανήλικη κόρη της.
Ο έγκλειστος κάνει όνειρα, ελπίζει· σιγά σιγά ανοίγεται περισσότερο και στο γράμμα του τού Σεπτεμβρίου τραβά από το κουβάρι των αναμνήσεων και πιθανώς και των ενοχών του –άλλωστε από την αρχή τον ταλανίζουν, δεν τις κρύβει– την πρώτη τραχιά κλωστή. Το κουβάρι που μέχρι τότε κρατούσε σφιχτοτυλιγμένο ως προς το γεγονός που τον έφερε στη δυσμενή του θέση αρχίζει να ξεδιπλώνεται και να γίνεται κουκούλι προστασίας της ψυχής αλλά σάβανο της διάνοιάς του. Μόνη ελπίδα και αχτίδα φωτός η Ροζαλί. Η Ροζαλί του Παρισιού που καταλαβαίνει και συμπάσχει όταν μαθαίνει, κι εμείς μαζί της, ότι ο άνδρας με τον οποίο παιγνιωδώς και τρυφερά αλληλογραφεί έγινε η –δίχως πειστικές, για τη δική του συνείδηση πρωτίστως, δικαιολογίες– αιτία ενός τραγικού ατυχήματος.
Τον Οκτώβριο, όταν έρχεται το δικό της γράμμα, όταν δηλαδή ξέρει πια την αιτία του εγκλεισμού του αλληλογράφου της στη φυλακή της Μαρτινίκας, μιας απ’ τις υπερπόντιες περιοχές που απέμειναν στη Γαλλία μετά και το τυπικό τέλος της αποικιοκρατίας, μάλλον όμως πριν αυτές γίνουν εξωτικοί τουριστικοί προοορισμοί, εκείνος μοιάζει, το λιγότερο, ανακουφισμένος: δεν θα χάσει το ανέλπιστο στήριγμα που έχει βρει στην αλληλογραφία με τη Ροζαλί, θείο δώρο στη σκοτεινιά της ύπαρξής του στο πουθενά του χάρτη. Της γράφει:
«[...]Εδώ και λίγο καιρό όμως έχω αποκτήσει μια συντροφιά απρόσμενη. Καθώς μια μέρα περπατούσα στο προαύλιο, ήρθε και προσγειώθηκε σχεδόν πάνω στο πρόσωπό μου ένα φύλλο, ένα φύλλο που είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Δεν το είχα προσέξει, έπεσε από τον ουρανό, ξυστά από το μάγουλό μου, σαν να με χάιδεψε. Σαν να τρόμαξα και λίγο στην αρχή. Μετά έσκυψα, του χαμογέλασα και το πήρα με προσοχή στα χέρια μου. Το έσωσα, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να ξεραθεί και να διαλυθεί, να το σκουπίσουν, ή να χαθεί μέσα στη λάσπη. Τα ελάχιστα δεύτερα που ακούμπησε στο κεφάλι μου θα μπορούσα να πω ήταν σαν να υπήρξα νεφοσκεπής. Το έσωσα. Το έχω πάρει λοιπόν μαζί μου στο κελί. Το έχω πάνω στο τραπεζάκι μου. Μετά την άμμο που είχε τρυπώσει για λίγο απ’ το παράθυρο, είναι ο επίτιμος επισκέπτης μου.[...]
[...]Οι νύχτες είναι πιο δύσκολες. Έχω ένα κερί και τίποτα άλλο. Δεν θα σου πω άλλα για τις νύχτες. Δεν θέλω να σε κάνω μάρτυρα –έστω και γραπτώς– σε αυτό τον ατελεύτητο εφιάλτη. Μόνο μερικές φορές... Μερικές φορές μπαίνει λάθρα η σελήνη στο κελί. Το φως της εννοώ. [...] εγώ δεν κοιμάμαι, περιμένω, περιμένω, περιμένω το τίποτα ή το βιολογικό τέλος του οποίου έχει προηγηθεί το συναισθηματικό».
Τον Νοέμβριο η απόγνωσή του μεγαλώνει, η ελπίδα λιγοστεύει. Επιχειρεί να της στείλει ένα γράμμα παραπάνω, να πιαστεί από τις λέξεις. Δεν τα καταφέρνει. Τη μικρή απελπισμένη ατασθαλία του την παίρνουν χαμπάρι, τι στο καλό, δεν είναι και καμιά αχανής φυλακή! Ο χρόνος αρχίζει να μετρά, αν όχι αντίστροφα, πάντως σαν να γλιστρά, γίνεται γλυφό νερό ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών του. Των χεριών που έκαναν το αθέλητο μα μεγάλο και μη αναστρέψιμο κακό. Κάποτε.
«Τα γράμματα που λαμβάνω από σένα είναι το πιο σημαντικό πράγμα που βρίσκεται μέσα στο κελί μου.[...] Είναι αλήθεια πως προσπάθησα να εκμεταλλευτώ μια αβλεψία στην οργάνωση της αλληλογραφίας της φυλακής και να σου στείλω ενδιαμέσως ένα επιπλέον γράμμα. Με αντιλήφθηκαν. Δεν τιμωρήθηκα, ευτυχώς.[..] Μα, πάλι, νομίζω πως διαβάζουν τα γράμματα πριν τα σφραγίσουν. [...] και κάποιος τρίτος ανάμεσά μας, αυτός που ελέγχει την αλληλογραφία μας. Και το γράφω παρακινδυνεύοντας να εκνευριστεί που το αναφέρω. Σε παρακαλώ όμως, άνθρωπέ μου –ναι, σ’ εσένα απευθύνομαι–, δεν έχω κανέναν δόλιο σκοπό, ούτε σχέδιο απόδρασης ούτε τίποτα. Μια ανάσα μόνο γυρεύω κι εγώ».
Έναν μήνα μετά, η ωμή αλήθεια της πράξης του και των συνεπειών της τον πνίγει και ξεσπά, της γράφει περισσότερα. Της αποκαλύπτει τα ψέματά του ή μάλλον όλα εκείνα που από δειλία και τύψεις της έκρυψε, λειψά και μίζερα, μη ομολογώντας της τα πάντα. Η συνέχεια εκπλήσσει και τον ίδιο· η Ροζαλί συνεχίζει να του γράφει. Να τον μαλώνει –όπως αυτός μας αποκαλύπτει, επιτρέποντας κατά βάθος στον ίδιο του τον δυστυχή εαυτό να θυμηθεί ότι υπήρξε κι εκείνος εραστής κάποιων γυναικών– για τον πότε λανθάνοντα πότε σαφέστερο ερωτισμό των γραμμάτων του. Να του ζητά να της επιτρέψει να πάει μέχρις εκεί! Να τον πειράζει που τη θεωρεί όμορφη ενώ δεν την έχει δει ποτέ. Να του μιλά για δικές της μικρές ενοχές. Να του εξομολογείται πως της λείπει, ενώ κι αυτή, φυσικά, δεν τον έχει δει ποτέ.
Η απελπισία και η μοναξιά, η θλίψη του καταδικασμένου στη σιωπή των λέξεων άνδρα μεταφέρεται από τον συγγραφέα ατόφια στον έκπληκτο και συγκινημένο αναγνώστη, που αναρωτιέται ολοένα σε ποια ακριβώς εποχή (μπορεί να) τοποθετείται μια τέτοια αυστηρά βάσει ενοχών διαστρωματωμένη συναισθηματική εμπλοκή και πόσο παλιά και χωρίς αναμορφωτικό νόημα μπορεί να είναι η στείρα εκδικητική τιμωρία –εξορία σ’ ένα νησί–, πόσο κούφια να αποβαίνει η σκληρότητα ενός δικαϊκού συστήματος που δεν αντιλαμβάνεται μεγαλόψυχα τη μεταμέλεια εκείνου που έκανε το φοβερό –οπωσδήποτε φοβερό– λάθος, όμως ίσως τώρα δικαιούται να του δοθεί (μια) χάρη.
Συμπάσχοντας πλέον ο αναγνώστης, μπαίνοντας στη μεγαλύτερη από τις αγωνίες του κρατούμενου που τον αγγίζει ως τα βάθη της ψυχής του, σκέφεται μήπως και πώς, με ποιον άραγε και για όλους –ζωντανούς και νεκρούς– πιο δίκαιο και ηθικό τρόπο θα έπερεπε να αναγνωριστεί και στον ευγενικό σ’ αυτήν τη φάση άνδρα της νουβέλας μια ευκαιρία μέσα στην ατυχία που επί χρόνια τον κυνηγά (ή αυτός ο ίδιος έλκει), για να γυρίσει επιτέλους τη μουντζουρωμένη σελίδα της ζωής του και να εγγράψει στιγμιότυπα καινούργιας αρχής σε μιαν άλλη, λευκή, εξαγνισμένη από την αναζωπυρωμένη ζέση του να ξεχάσει τον πόνο, να λειάνει την ανάμνηση του κακού που έκανε, με οδηγό του την πνευματική αθωότητα της άγνωστης κοπέλας, που η Ειμαρμένη σε μια έκρηξη επιείκειας «έστειλε» στο δρόμο του, αμόλυντη από τέτοια φριχτά βάσανα. Ή μήπως όχι;
Ο συγγραφέας ωθεί σταθερά και διακριτικά τον αναγνώστη στις παραπάνω σκέψεις, τολμώντας και μόνο να αναπτύξει μια σχετικά ασυνήθιστη για την εποχή μας ιδέα και αποδεικνύοντας πως ακριβώς ένα θέμα εκλαμβανόμενο ως διαφορετικό μπορεί να γίνει λογοτεχνία αξιώσεων πέρα από τα στενά όρια της εποχής στην οποία επιλέγεται να τοποθετηθεί. Στο λόγο του Κουμασίδη είναι φανερά ως προτερήματα η οικονομία, η εκφραστική ποικιλία και η νοηματική καθαρότητα. Επιπλέον, εδώ υφαίνεται ένα λεπτό μυστήριο που συντηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενσταλάζεται δημιουργική (όχι αστυνομικού τύπου) αγωνία για το τι θα επακολουθήσει, υπάρχει τρυφερότητα, εσωτερικότητα, συνεχής υπαινιγμός και επιτυγχάνεται αρμονική σύνδεση όλων αυτών που λέγονται με εκείνα που μένουν στη σκιά των φράσεων των επιστολών, χωρίς να απεμπολούνται η σύνεση και το μέτρο στην παράλληλη ανάπτυξή τους με τη ρεαλιστική πλοκή.
Ο έγκλειστος άνδρας οδηγείται ευρηματικά στην έξοδο του μαρτυρίου του χωρίς να μπορεί να την ορίσει εκείνος, η Ροζαλί Μεντώ φτάνει στο κατώφλι για την απόκτηση μιας εμπειρίας που θα είναι, ίσως, η πιο καθοριστική στην ενήλικη διαμόρφωσή της και εμείς αναρωτιόμαστε γιατί να είναι ατελείς και επιφανειακοί οι κανόνες που ρυθμίζουν τα των κοινωνιών μας.
Η απελπισία και η μοναξιά, η θλίψη του καταδικασμένου στη σιωπή των λέξεων άνδρα μεταφέρεται από τον συγγραφέα ατόφια στον έκπληκτο και συγκινημένο αναγνώστη, που αναρωτιέται ολοένα σε ποια ακριβώς εποχή (μπορεί να) τοποθετείται μια τέτοια αυστηρά βάσει ενοχών διαστρωματωμένη συναισθηματική εμπλοκή.
Ο Ιορδάνης Κουμασίδης, πριν απ’ αυτή την άρτια μονολογική επιστολική νουβέλα του, είχε εκδώσει και παλιότερα κάποια βιβλία (Εν ονόματι της ποιήσεως, Ερωτικό παραλήρημα, κ.ά.). Ο αναγνώστης νιώθει πως θέλει να τα γνωρίσει κι αυτά επειδή στα Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο τον κερδίζει η μειλίχια και την ίδια στιγμή έντονη, η διανθισμένη με λεπτή και γλυκόπικρη ειρωνεία γραφή και ο χαμηλών τόνων, που δεν περνάει όμως απαρατήρητος –γιατί είναι άριστος τεχνικά–, τρόπος του να αφηγείται ιστορίες αναζήτησης και απώλειας της ελπίδας, ιστορίες ζωής και θανάτου, σύνθετων με μια λέξη καταστάσεων, που έρχονται ξαφνικά στις μπερδεμένες ζωές απλών, συνηθισμένων ανθρώπων οι οποίοι δεν μοιάζουν να είναι ακριβώς οι άνθρωποι της τρέχουσας παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, όμως στη ροή της μυθοπλασίας και σ’ ένα δεύτερο, συνακόλουθό της επίπεδο γίνονται διαχρονικά οικείες φιγούρες και στον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
Ας μην ειπωθούν όμως άλλα για το ωραίο, αλλιώτικο αυτό βιβλίο, που δείχνει πιο κοντά στην αισθητική της ευρωπαϊκής επιστολικής λογοτεχνίας και περιέργως πλην καλόδεχτα στέκεται κόντρα –από μια ριζοσπαστική οπτική ιδωμένο έτσι– στη διαφαινόμενη προσκόλληση της ελληνικής λογοτεχνίας των ημερών μας σε θέματα που αντλούνται εμμονικά από το ρεαλισμό της κρίσης· το καλά σχεδιασμένο βιβλίο του Ιορδάνη Κουμασίδη με τη διακριτή κειμενική, δομική και γλωσσική του ενάργεια και στο οποίο το εξομολογούμενο βίωμα ενός μετανιωμένου για τις πράξεις του μα αδικαίωτου ανθρώπου περασμένων μα ποτέ, ως φαίνεται, οριστικά τελειωμένων εποχών εδώ μετατρέπεται εξαιρετικά καλά σε τρανή αφορμή για να ψηλαφήσει και ο σύγχρονος αναγνώστης, αν θέλει, τη δική του εποχή, την εδώ και τώρα κοινωνική συγκυρία και να επανεκτιμήσει την αξία της ζωής όλων μας πάνω στη Γη και το δικαίωμα ή την αυθαιρεσία και ποιων, πότε, γιατί αυτή αφαιρείται και αντιστοίχως πότε και γιατί (πρέπει να) χαρίζεται και από ποιους, σαν μια δεύτερη ή μια πολλοστή ευκαιρία εμβαπτισμένη στη μεταμέλεια για την όποια απεχθή πράξη ανέκοψε απότομα την ορμή του καθενός να ζει με πάθος και ελευθερία μα και διάκριση, κρίση και ατομική βούληση.
Ναι, τα Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο του Ιορδάνη Κουμασίδη είναι ένα ωραίο, αλλιώτικο βιβλίο...
Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο
Ιορδάνης Κουμασίδης
Κέδρος
96 σελ.
ISBN 978-960-04-4611-1
Τιμή: €9,90
Πηγή : diastixo.gr