Ελληνική πεζογραφία-Γιάννης Ατζακάς: «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Με δεδομένη την αγάπη, την εκτίμηση, τον σεβασμό, τη συμπάθεια, που ο συγκεκριμένος δημιουργός θρέφει απέναντι στον άγιο των γραμμάτων, τον Σκιαθίτη πεζογράφο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, είναι λογικό, εμπνεόμενος από το έργο του, να κατασκευάζει ιστορίες –αληθινές, φανταστικές, μεικτές– που έρχονται σαν συνέχεια σε έναν κόσμο αληθινά αλλαγμένο, σε μια χώρα που μόνον η οικονομία σε όλα της τα επίπεδα παραμένει κυρίαρχο αίτημα. Πράγματι, τόσο το διήγημα «Ένας αλιβάνιστος», όσο και «Το κάταγμα», αλλά και «Η συμφωνία» έχουν χρώμα τέτοιο, που παραπέμπει σε ό,τι πιο σκοτεινό, ερεβώδες, ανήκουστο αλλά και συγκλονιστικό έχει προκύψει απ’ τη συγκεκριμένη συγγραφική παράθεση, σε χρόνο εντελώς άσχετο, σε στιγμές πλήρους αυτονομίας, σε περιόδους χαμένων ευκαιριών, τέλος, σε εποχές που το συναίσθημα κλίνει στο μηδέν. Έτσι, και με μόνο αυτή τη σταθερή –στη συνέχεια θα αναφερθούμε και σε άλλες παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το έργο του Ατζακά– μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε πως, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, όλοι, ακόμη και σήμερα, είναι έτοιμοι να κατανοήσουν θέματα που έρχονται από άλλες χρονικές συγκυρίες, είναι έτοιμοι να μεταλάβουν των μυστηρίων της λογοτεχνίας με τρόπο αληθινά υπερβολικό, συναισθηματικό, παραμυθιακό.
Εν κατακλείδι, ο Ατζακάς, με τα οχτώ διηγήματα μεσαίας και μεγάλης έκτασης, δρομολογεί μια αλλαγή στον θεματολογικό ιστό, ο οποίος, παρότι έρχεται από πολύ παλιά, στην ουσία είναι σύγχρονος όσο ποτέ, είναι καλοδεχούμενος, είναι σπάσιμο της δημιουργίας της επικαιρικής, είναι τομή στην πολιτική ζωή, είναι μια περιρρέουσα υπόθεση ατομικού ανθρωπισμού και παράλληλα πολιτικής ύπαρξης, αντίθετης με τις καθεστηκυίες ιδέες και απόψεις.
Πέρα απ’ την παπαδιαμάντεια επιρροή στο έργο του Ατζακά, ο οποίος τη δέχεται αγόγγυστα και με σεμνότητα, τεράστιος είναι ο πολιτικός χρωματισμός που το χαρακτηρίζει, σε σημείο μάλιστα χαμένων ονείρων, ιδεολογιών που ξέπεσαν, αγώνων που δεν δικαιώθηκαν. Ξεκινώντας απ’ τη συνάντηση του γιου με τον πατέρα στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου ο πρώην αντάρτης έχει στήσει το σπιτικό του, προχωρώντας στα γεγονότα του ’63 στη Θεσσαλονίκη, με τον θανάσιμο τραυματισμό του Γρηγόρη Λαμπράκη και ολοκληρώνοντας με την αυτοκτονία του καλύτερου φίλου, ο οποίος δεν βρίσκει διέξοδο σε έναν τόπο που τον συνθλίβει, ο πεζογράφος Γιάννης Ατζακάς δίνει τον τόνο και της προσωπικής του αριστερής επιλογής, αλλά γενικότερα και συνολικότερα και τον θρίαμβο που το βουβό πλήθος εκφράζει σε στιγμές της Ιστορίας που δεν χρειάζονται επεξήγηση. Ο φοιτητόκοσμος πάντα στην πρωτοπορία, οι αγωνιστές πάντα πρώτοι στη σειρά, οι μορφωμένοι με το τόξο έτοιμο να εκτοξεύσει το βέλος, ο συγγραφέας ο ίδιος δίνει το έναυσμα απέναντι στο πολιτικό σύστημα, που διέπει τη δεκαετία του ’60 απέναντι στη δικτατορία, απέναντι στις εξορίες, τις εκτοπίσεις και τα βασανιστήρια, απέναντι τέλος σε οτιδήποτε φιμώνει τη γνήσια λαϊκή φωνή, με την οποία οι πολίτες αγωνίζονται για αυτονόητα δίκαια. Ο Ατζακάς, έμπλεος κατά κάποιον τρόπο του προσωπικού βιώματος με τη γενικότερη ατμόσφαιρα, γράφει για τη συγκεκριμένη δεκαετία με μια μέθοδο μυθοπλαστικής εκφοράς, που συνάδει με τις μεγαλύτερες αφηγήσεις κοινωνικοπολιτικών γεγονότων, που τα τελευταία χρόνια –και λόγω της κρίσης– έχουν επιλεγεί.
Η πόλη του Ατζακά είναι σίγουρα η Θεσσαλονίκη. Είναι αληθινά απίστευτο με πόσο διευκρινιστικό τρόπο ο πεζογράφος μπορεί να σε καθοδηγεί στο σώμα της πολιτείας, είτε στα κεντρικά της σημεία είτε στα πιο απομακρυσμένα. Ακόμη και αν δεν γνωρίζει κανείς τίποτα για τους δρόμους, τα στέκια, τις τοποθεσίες της πόλης, μπορεί άνετα να προσανατολιστεί, να ακολουθήσει τον δρόμο που χαράζει και να αισθανθεί τη βαθιά του αγάπη για αυτόν τον τόπο. Δεν είναι όμως λίγες οι πληροφορίες που μας παρέχονται για το βορειοανατολικό Πήλιο, όπου εικάζεται πως ο ίδιος κατέχει ένα εξοχικό, όπως επίσης και για το νησί της Σκιάθου, τη γενέτειρα του Παπαδιαμάντη, την οποία με τον φίλο του κάνουν φύλλο και φτερό σε μια προσπάθεια να μπουν μέσα σε ένα παρελθόν ένδοξο, όσο εκείνο. Όλα τα παραπάνω, που κάποιος κακεντρεχής θα πει πως μπορείς να τα βρεις μ’ ένα κλικ στον υπολογιστή –πράγμα που βιάζει την ανθρώπινη περιπλάνηση, πεζοπορία και περιπέτεια– καταγράφονται και αξιολογούνται στα θετικά μιας προσπάθειας, η οποία όντως, πλήρης πληροφοριών και γνώσεων απ’ την υποκειμενική εμπλοκή, την αυταπόδεικτη ειρωνεία και την προσωπική εμμονή, μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως οδηγός, τόσο πολιτικών και κοινωνικών αναγνωρίσεων, όσο και γεωπολιτικών θεωρήσεων.
Και θα τελειώσουμε με την εκπληκτική γλωσσική και εκφραστική μέθοδο με την οποία ο Ατζακάς διευθύνει το έργο του. Πράγματι, τόσο οι εικόνες όσο και τα δρώμενα, άλλοτε παραμυθίες και άλλοτε ακαριαίες αλήθειες, είναι τόσο έντονα καταγεγραμμένα, που θα αργήσουν να χαθούν από τη μνήμη. Το κείμενο ρέει σαν νερό, δεν υπάρχουν δυσκολίες πρόσληψης, το ύφος είναι δραματικό –σε ένα διήγημα παίρνει χαρακτήρα χιουμοριστικό– ενώ η ατμόσφαιρα, και θερμή αλλά και ψύχραιμη, προϊδεάζει σε έναν τρόπο εμμονικής ταύτισης. Εν κατακλείδι, ο Ατζακάς, με τα οχτώ διηγήματα μεσαίας και μεγάλης έκτασης, δρομολογεί μια αλλαγή στον θεματολογικό ιστό, ο οποίος, παρότι έρχεται από πολύ παλιά, στην ουσία είναι σύγχρονος όσο ποτέ, είναι καλοδεχούμενος, είναι σπάσιμο της δημιουργίας της επικαιρικής, είναι τομή στην πολιτική ζωή, είναι μια περιρρέουσα υπόθεση ατομικού ανθρωπισμού και παράλληλα πολιτικής ύπαρξης, αντίθετης με τις καθεστηκυίες ιδέες και απόψεις.
Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη
Γιάννης Ατζακάς
Άγρα
173 σελ.
ISBN 978-960-505-202-7
Τιμή € 15,00
Πηγή : diastixo.gr