Ελληνική πεζογραφία-Ελένη Τορόση: «Όταν σου έδειξα τον ήχο του κόσμου» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Είχαμε καιρό να διαβάσουμε ένα τέτοιου συναισθηματικού επιπέδου λογοτεχνικό έργο, και το λέω με όλη την ευθύνη που ο κριτικός λόγος μπορεί να το αξιολογήσει. Πράγματι, η σχεδόν άπειρη στην πεζογραφία για ενήλικες συγγραφέας Ελένη Τορόση κυριολεκτικώς εντυπωσιάζει, μας κάνει συγκάτοικους σε ένα θέμα ασφαλώς προσωπικό, μας αποδεικνύει το πόσο δύσκολο είναι να ζει κανείς με ένα άτομο με ειδικές ανάγκες, αναλύει λεπτομερειακά κάθε αντίδραση είτε της κωφής μητέρας της είτε δική της είτε των ανθρώπων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έρχονται σε επαφή μαζί τους, ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση η οποία διακόπτεται από γεγονότα και επεισόδια του παρελθόντος, γενικώς κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό μεν, γεμάτο όμως με λογοτεχνικό ψεύδος, καθώς η μητέρα, που έχασε την ακοή της σε ηλικία δεκατριών ετών από μηνιγγίτιδα, μπορεί και χρησιμοποιεί φράσεις και νοήματα ως η πιο μορφωμένη γυναίκα στον κόσμο. Άρα, έχουμε το πρώτο συμπέρασμα, το οποίο έχει να κάνει με την παράθεση εκ μέρους της κόρης της ιστορίας μιας οικογένειας, από την οποία ο πατέρας είναι σχεδόν απών, ενώ οι δύο γυναίκες εγκαταλείπουν την Αθήνα κατά τη διάρκεια της Χούντας και ξενιτεύονται στο Μόναχο της Γερμανίας, όπου δουλεύουν και η μικρή σπουδάζει παράλληλα, όπου έρχονται σε επαφή με το ελληνικό στοιχείο της πόλης, αγωνίζονται για την πτώση των συνταγματαρχών και τέλος η μητέρα, το όνομα της οποίας αγνοούμε αφού δεν αναφέρεται πουθενά, επιστρέφει στη χώρα μας με τον Σωκράτη και λίγα χρόνια μετά αφήνει την τελευταία της πνοή, μετά από καρδιακό επεισόδιο. Ολόκληρη δηλαδή η χρονική περίοδος από το 1967 έως το 1990 περίπου όταν και πέφτει το Τείχος, οι δύο γυναίκες, μάνα και κόρη, με τα προβλήματα της πρώτης και τις ντροπές κυρίως για τη μετάφραση που είναι αναγκασμένη να κάνει η δεύτερη, ζουν όλα τα συνταρακτικά περιστατικά, παρακολουθούν τόσο τις εξελίξεις στη χώρα μας όσο και εκεί που διαμένουν, στο Μόναχο. Έτσι εμπλέκεται το ατομικό με το συλλογικό, το προσωπικό με το συντροφικό. Και παράλληλα, ένα θέμα όπως αυτό, με ηρωίδα την κωφή μητέρα, που θα μπορούσε να πέσει σε άκρατο μελοδραματισμό και λαϊκισμό, η συγγραφέας Ελένη Τορόση το μετατρέπει σε ένα έργο αισθητικό, λεπτό, καθημερινό, πλούσιο σε αισθήματα, ρεαλιστικό, άκρως υποκειμενικό, παρόλο που μπορεί να λειτουργήσει και ως πυξίδα για όσους έχουν το ίδιο πρόβλημα, τελικώς, και παρά τον ελαφρύ τόνο με τον οποίο δίνεται, σοβαρό και μετρημένο, στις όποιες του πτυχές και αποχρώσεις.
Η γλωσσική εκφορά άκρως συναισθηματική, απέριττη, με ενδιαφέρον, βοηθά στην κατασκευή –ή καλύτερα στην αναπαράσταση– ενός μύθου, ο οποίος στη βασική του εκδοχή είναι αληθινός, και συνάμα τον εμπλουτίζει με λογοτεχνικά στολίδια, στόχος των οποίων είναι η ευκολότερη και πληρέστερη αποδοχή.
Η θετική ενέργεια που προσδίδει σε όποιον το διαβάσει είναι αληθινά σχεδόν αφοπλιστική. Χωρισμένο, λοιπόν, το έργο σε μικρές ενότητες, τεσσάρων, πέντε ή δέκα σελίδων το πολύ, ακόμη και εκεί που κάποιος θα έλεγε πως παρουσιάζει κενά –ιδίως στα χρόνια της ζωής στην Βαυαρία– εγώ σημειώνω με κατηγορηματικό τρόπο πως όλα τα δρώμενα έχουν μεγάλη σημασία, είναι ένα λογοτεχνικό παζλ όπου όλα τα κομμάτια είναι απαραίτητα. Η γλωσσική εκφορά άκρως συναισθηματική, απέριττη, με ενδιαφέρον, βοηθά στην κατασκευή –ή καλύτερα στην αναπαράσταση– ενός μύθου, ο οποίος στη βασική του εκδοχή είναι αληθινός, και συνάμα τον εμπλουτίζει με λογοτεχνικά στολίδια, στόχος των οποίων είναι η ευκολότερη και πληρέστερη αποδοχή. Σε κανένα σημείο ο αναγνώστης δεν λυπάται την κόρη για ό,τι υφίσταται, αλλά το αντίθετο, την ενδυναμώνει και τη συμπαραστέκεται, με τρόπο άκρως συγκινητικό. Όπως επίσης και τη μητέρα, η οποία, μάλιστα, με όλα τα χαρίσματα της καλλιτεχνίας αλλά και του μαγειρέματος που διαθέτει, γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, αγαπιέται, ζει μια ζωή όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, και θεωρείται από τον αναγνώστη ως ένα άτομο όχι ειδικών αναγκών αλλά ειδικών δυνατοτήτων. Η Τορόση με εξαιρετική συγγραφική μέθοδο παραθέτει ό,τι για τους περισσότερους είναι άγνωστο, ή έστω λόγω κινηματογράφου και τηλεόρασης κάπως γνωστό, χαρακτηρίζοντας τη μητέρα με ό,τι καλύτερο κόσμημα μπορεί να δεχθεί, και τον εαυτό της ως ένα θύμα, που στην ουσία ζει δύο παράλληλες ζωές ή, αν δούμε καλύτερα τα λεγόμενά της, ούτε μια.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό και χορταστικό και χειμαρρώδες, καθώς περιγράφει χωρίς υπερβολές την κοινή ζωή μιας μάνας και μιας κόρης, που η τύχη το ‘φερε να ζουν η μια για την άλλη, η κορύφωση όμως έρχεται με τον έρωτα της μητέρας για τον Σωκράτη, παλιό εργάτη στη Γερμανία, με τον οποίο αποφασίζει να ενώσει τα συναισθήματά της. Είναι αληθινά συγκινητικό ένα νέο κορίτσι να περιγράφει ερωτικά σκιρτήματα του γονιού της, να τη βλέπει ευτυχισμένη και χαρούμενη, να αναφέρει τα παιχνίδια της και τις αγαπημένες της συνταγές, προκειμένου να ευχαριστήσει τον σύντροφό της, και ακόμη όταν εκείνη πεθαίνει, πάλι με τον Σωκράτη χαριεντίζεται στο πλοίο της επιστροφής, με γνώμονα και βάση εκείνη, που τώρα είναι απλώς απούσα. Αυτό το μέρος του έργου κυριολεκτικώς ανυψώνει ολάκερη την προσπάθεια, της προσδίδει θετικό πρόσημο, της επισημαίνει πως έχει πετύχει και, ειλικρινά, παρά το ελαφρό ύφος με το οποίο ολοκληρώνεται αυτή η προσπάθεια, μεταφράζεται σε μια αξιόλογη δημιουργία, επιβεβαιώνοντας πως στα παιδιά των ανθρώπων με αναπηρία οι αισθήσεις δεν είναι πέντε αλλά πολύ περισσότερες και πολύ ειδικότερες.
Το βιβλίο της Τορόση, όντας συναρπαστικό, μπορεί να διαφοροποιήσει την εντύπωση που οι περισσότεροι έχουν, πως δηλαδή ένα θέμα τραγικό, όπως είναι η αναπηρία, μόνο με δραματικό τρόπο μπορεί να ανιχνευτεί. Και όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι – ή τουλάχιστον δεν είναι μόνον έτσι. Καθώς η συγγραφέας ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί, βρίσκει την τομή, καταφέρνει να υπερβεί όλα τα εμπόδια, και να αποδείξει πως η ζωή δίπλα στην κωφή μητέρα υπήρξε το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο.
Όταν σου έδειξα τον ήχο του κόσμου
Ελένη Τορόση
Πατάκη
365 σελ.
ISBN 978-960-16-6351-7
Τιμή: €15,40
Πηγή : diastixo.gr