Ελληνική πεζογραφία-Έλενα Μαρούτσου: «Οι χυδαίες ορχιδέες» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Η πεζογράφος Έλενα Μαρούτσου, ευρισκόμενη στην καλύτερη στιγμή της συγγραφικής της καριέρας, χαρακτηρίζει το βιβλίο της συλλογή διηγημάτων, η ουσία όμως είναι πως πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί οι φιγούρες και οι χαρακτήρες έρχονται και επανέρχονται, από τμήμα σε τμήμα, από μέρος σε μέρος, αλλά πολύ περισσότερο γιατί δομούνται με τέτοιον τρόπο, ώστε να γινόμαστε μάρτυρες επεισοδίων, παρελθοντικών ή μελλοντικών, σε άναρχη παράθεση, κάτι για παράδειγμα που χρησιμοποιεί στα γραπτά του, αληθινά υπαινικτικά, ο συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας. Η Κονστάνς, η Μέλανυ, η Λίλυ, η Φιόνα, η Αναστασία, η Ρεβέκκα, η Ντάλια, η Γιώτα, η Μαριλένα, η Άννα, αλλά και ο Λούκας και ο Πέτρος και ο Ανδρέας, πρωταγωνιστές που η ζωή τους, ενώ εμπεριέχεται στη ζωή των άλλων, αποκτούν, όχι απλώς συνέχεια στον πεπερασμένο χρόνο, αλλά πολύ περισσότερο, δραματική χροιά, έτσι ώστε κάθε τους συναισθηματική κίνηση να γίνεται, με την εκπληκτική πένα της δημιουργού, αληθινή και θεμελιώδης υποστηρικτική εμμονή.
Όπως ίσως γίνεται αντιληπτό, η συντριπτική πλειοψηφία των ηρώων της Μαρούτσου είναι γυναίκες. Θα πάμε κριτικά κάπως ανορθόδοξα, αφήνοντας για παρακάτω τόσο την αφηγηματικότητα –εφόδιο που η Μαρούτσου κατέχει στο έπακρο– όσο και τον έντονο ερωτισμό –ευθύς και παρεκκλίνων– που η συγγραφέας καταγράφει με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Έχουμε λοιπόν γυναίκες απελπισμένες, θλιμμένες, απαισιόδοξες, λεσβίες, καρκινοπαθείς, καλλιτέχνιδες, που παρελαύνουν ντυμένες γεγονότα ή μηνύματα, με τα καλύτερα ρούχα. Οι γυναίκες της Μαρούτσου δεν υποχωρούν προ ουδενός διλήμματος, είναι θύματα αλλά και θύτες, δέχονται τις τρικλοποδιές της ζωής αλλά παράλληλα αντιδρούν, έστω και αρρωστημένα, έχουν ιστορία που αξίζει τον κόπο να τη μάθουμε και εμείς ως αναγνώστες, είναι δηλαδή πλάσματα ζωντανά, η κοινωνικότητα των οποίων, ακόμη και αν αμφισβητείται, είναι δεδομένη. Έτσι, λοιπόν, μοιραία περνάμε στη θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο, θέση η οποία σαφέστατα είναι απελευθερωμένη –και ερωτικά–, είναι αναβαθμισμένη, είναι επαρκής, είναι προκλητική – όπως θα έπρεπε ύστερα από αιώνες καταπίεσης. Η θέση της γυναίκας αποκτά πλέον σήμερα άλλα χαρακτηριστικά: γίνεται από ερωμένη, πιστή σύζυγος· γίνεται από απελπισμένη ερωτικά, μητέρα υιοθετημένου παιδιού· γίνεται από φίλη, ερωτική σύντροφος· γίνεται πάλι από φίλη, πρόσωπο προστασίας, και πάει λέγοντας. Άρα, η τόσο μεγάλη εμμονή της πεζογράφου να μιλήσει για τις γυναίκες αναδεικνύει έναν μετατραυματικό φεμινισμό, έναν επαναστατικό γυναικείο αλτρουισμό, είναι απίστευτα παρόμοιο και παράλληλο συστατικό, που κινείται αναφορικά, ακόμη και ομοφυλοφιλικά.
Ίσως η Μαρούτσου τραβάει περισσότερο το σχοινί απ’ ό,τι θα έπρεπε, ίσως χρωματίζει το έργο της με μεγαλύτερη από το εφικτό σεξουαλική σκηνογραφία, η ουσία όμως είναι πως και όταν «παρεκτρέπεται», τίποτα δεν μας είναι δυσάρεστο, τίποτα δεν χαλά τη διάθεσή μας, τίποτα δεν μας απορροφά απ’ την παραμυθία των κειμένων.
Ας έρθουμε τώρα στην αφηγηματικότητα, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίον η συγγραφέας τοποθετεί στον καμβά το γλωσσικό και εκφραστικό της ιδίωμα. Είναι πράγματι συγκλονιστική η μέθοδος με την οποία το κείμενο κυλάει, όχι με άνοστες, μελό ή τετριμμένες αναλύσεις, αλλά το αντίθετο, με σημαντικά γεγονότα που ορίζουν την εκάστοτε θεματολογία. Έτσι, και με βάση το ανθρώπινο του σώματος και όχι της εξόδου, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: καθώς η αφήγηση προχωρά, καθώς οι ήρωες επανεμφανίζονται συχνά πυκνά, καθώς οι μύθοι συμπλέκονται, η συγγραφέας δίνει έμφαση στο τι και πώς θα αναλύσει και όχι στο πώς θα το κλείσει, στο πώς θα το ολοκληρώσει. Η γλώσσα, ολοκληρωτικά επαρκής, ξεφεύγει απ’ την παγίδα της άναρθρης παράθεσης, το ύφος, κοινό σε όλο το βιβλίο, συμπαρίσταται υμνώντας τη δραματικά. Η ατμόσφαιρα, χωρίς την παραμικρή διάθεση ελαφρότητας, και η δομή εν γένει –θα το ξαναπώ– άναρχα τοποθετημένη, είναι πράγματι υλικά απ’ τα οποία και μπορεί να μετουσιωθεί ένα μέγιστων προδιαγραφών έργο, ένα έργο που μιλάει για γυναίκες, που συντηρείται με γυναικείες πρακτικές, που αντλεί γυναικείες συμπεριφορές, και σε κανένα σημείο του δεν περιπέφτει στη ροζ λογοτεχνία, τη μεγαλύτερη δηλαδή παγίδα, στην οποία άλλες γυναίκες συγγραφείς κατά καιρούς έχουν δρομολογήσει, και με ανάλογα οικονομικά και αναγνωστικά οφέλη.
Και ας έλθουμε τώρα στον ερωτισμό ενός βιβλίου, που από μόνο του δεν διεκδικεί το προνόμιο να διαβαστεί μόνον έτσι. Πράγματι, Οι χυδαίες ορχιδέες εκπέμπουν έναν γνήσιο, αυθόρμητο, νεανικό, προκλητικό ερωτισμό, φυσιολογικό ή όχι, μια σεξουαλικότητα που περιγράφεται με όλους τους τρόπους, που η κάθε της εκδοχή επιθυμεί. Έχουμε εξωσυζυγική σχέση, η οποία όμως δεν ευοδώνεται, έχουμε λεσβιακές σχέσεις, έχουμε αντρικές ομοφυλοφιλικές επαφές, έχουμε έρωτες στην τουαλέτα, έχουμε όμως και ρεαλιστική και ομαλού ερωτικού δοσίματος περιγραφή που παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ίσως η Μαρούτσου τραβάει περισσότερο το σχοινί απ’ ό,τι θα έπρεπε, ίσως χρωματίζει το έργο της με μεγαλύτερη από το εφικτό σεξουαλική σκηνογραφία, η ουσία όμως είναι πως και όταν «παρεκτρέπεται», τίποτα δεν μας είναι δυσάρεστο, τίποτα δεν χαλά τη διάθεσή μας, τίποτα δεν μας απορροφά απ’ την παραμυθία των κειμένων. Άρα, ενώ έχουμε ένα πεζογράφημα που εστιάζει εκεί με όσο το δυνατόν εντονότερη εφαρμογή, ως αναγνώστες το εισπράττουμε ως μέρος του όλου, ως τμήμα της συνολικής συναλλαγής, η οποία φυσικά θέλει να πει πολλά, γενικότερα και ειδικότερα, να τα αναλύσει, να τα μορφοποιήσει και να τα παρουσιάσει ως λογοτεχνικό επίτευγμα, που αξίζει να επιχειρηθεί η επικοινωνία του – έστω και μέσα απ’ το παρόν, ελλιπές κείμενο.
Το πεζογράφημα αυτό θα πλησίαζε το τέλειο –και έχω πλήρη επίγνωση των λέξεων που χρησιμοποιώ– αν δεν συνέβαινε το εξής τεχνικό περιστατικό: ενώ το κύμα της ανάγνωσης ανεβαίνει, καθώς ο βρασμός αναπτύσσεται επικίνδυνα, η συγγραφέας «σβήνει» τις μηχανές, όπως οι γυναίκες που μαγειρεύουν, και όταν η φωτιά μεγαλώνει, «σβήνουν» το φαγητό με κρασί. Δεν ξέρω τον λόγο για τον οποίο μια γνήσια δημιουργός, όπως η Έλενα Μαρούτσου, διαλέγει αυτόν τον τρόπο για να κλείσει τα κομμάτια της, το σίγουρο όμως είναι πως αυτά αδυνατίζουν, έτσι κόβω μια-δυο μονάδες στη διαδικασία της εξέτασης. Χωρίς αυτό παράλληλα να σημαίνει πως θα με απέτρεπε απ’ το να προτείνω το βιβλίο της ανεπιφύλακτα και με την πίστη πως, οι δέκτες που θα το πάρουν στα χέρια τους, θα έχουν την ίδια με εμένα γνώμη.
Οι χυδαίες ορχιδέες
Έλενα Μαρούτσου
Κίχλη
384 σελ.
Τιμή € 16,00
πηγή : diastixo.gr