Ελληνική πεζογραφία-Χλόη Κουτσουμπέλη: «Το Ιερό Δοχείο» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη
Το πρόβλημα που απασχολεί τη συγγραφέα, Χλόη Κουτσουμπέλη, στο πρόσφατο αφήγημα με τίτλο, Το Ιερό Δοχείο, είναι η από καταβολής Κόσμου παντοδύναμη κυριαρχία του αρσενικού και η εκμετάλλευση του αδυνάτου, της γυναίκας, επί του προκειμένου, συζύγου, κόρης, αδελφής, ακόμα και μητέρας από τον δυνατό σύζυγο, πατέρα, αδερφό, καμιά φορά και γιο.
Όλο το ευφάνταστο σκηνικό που στήνει για να στοιχειοθετήσει τις απόψεις της είναι η Κιβωτός του Νώε και τα γνωστά από την Παλαιά Διαθήκη περιεχόμενά της, με τη διαφορά ότι η αφήγηση εστιάζεται στην απόφαση του Νώε, υποθετικά βέβαια, να μην πάρει μαζί του στην Κιβωτό την Εμζάρα, τη νόμιμη, υπερήλικα σύζυγό του· αλλά μια φτωχή, όμορφη νέα, ονόματι Σιγκάλ, περίπου αγορασμένη από τον πατέρα της κόρη, που θα γίνει το «ιερό δοχείο» για την κυοφορία του τέταρτου γιου του Νώε από την ένωσή του μαζί της. Από αυτόν το γιο θα προέλθει η καινούργια γενιά ανθρώπων της μετά Κατακλυσμόν εποχής.
Διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο και πρόβλημα με βαθιές ρίζες στις ανατολικές, και όχι μόνο, θρησκείες που θεωρούν τη γυναίκα υποδεέστερο του ανδρός άτομο (εκ της πλευράς αυτού ελήφθη αύτη), υποταγμένη ψυχή τε και σώματι στον άντρα, υποχείριο, φυσικά, του δυνατού, «σκεύος ανάγκης». Μοναδική, ίσως, εξαίρεση αποτελεί η Θρησκεία του Ναζωραίου όπως την καθιέρωσε ο Απόστολος Παύλος με το καινό μήνυμα: «…Ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού», που σημαίνει: «Δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό, όλοι Εσείς είστε Ένας για τον Ιησού Χριστό». Ωστόσο, και ο Απόστολος Παύλος θέλει τη γυναίκα υποταγμένη στον άνδρα: «Η δε γυνή ίνα υποτάσσεται τω ανδρί» κι αλλού «ίνα φοβήται τον άνδρα…», με την προϋπόθεση, βέβαια, πως θα την αγαπάει. Ωστόσο, και στην Ορθοδοξία που εν μέρει, τυπικά τουλάχιστον, εφάρμοσε και εφαρμόζει στην πράξη την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, ισχύουν αρκετές απαγορεύσεις για τη γυναίκα. Η εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άνδρα έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνιών.
Διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο και πρόβλημα με βαθιές ρίζες στις ανατολικές, και όχι μόνο, θρησκείες που θεωρούν τη γυναίκα υποδεέστερο του ανδρός άτομο (εκ της πλευράς αυτού ελήφθη αύτη), υποταγμένη ψυχή τε και σώματι στον άντρα, υποχείριο, φυσικά, του δυνατού, «σκεύος ανάγκης».
Για την αντιμετώπιση του απαιτητικού θέματος, που αποτέλεσε αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης, η ταλαντούχα συγγραφέας επέλεξε ένα εμβληματικό βιβλικό πρόσωπο, τον Νώε, και θέμα τον «Κατακλυσμό» της Παλαιάς Διαθήκης (έχει και η Ελληνική μυθολογία παρόμοιο κατακλυσμό). Ως πρωταγωνιστή δε τον Νώε και τη ζωή στο ιδιότυπο περιβάλλον της Κιβωτού. Προτίμησε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που θα της παρείχε η ζωή μιας ιδιόμορφης, επιλεγμένης ομάδας ανθρώπων ικανών να υπηρετήσουν συγκεκριμένο σκοπό σε έναν ιδιαίτερα διαμορφωμένο, περιορισμένο και εκ προοιμίου κλειστό χώρο, ένα περιβάλλον με ιδιότυπες συνθήκες διαβίωσης και κανόνες επιβίωσης, για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Όλο το σύντομο, άκρως περιεκτικό σε νοήματα αφήγημα αναπτύσσεται σε είκοσι πέντε πυκνογραμμένες σελίδες, με συμπυκνωμένο, συμπαγές περιεχόμενο. Υπάρχει παράγραφος που εκτείνεται σε μία ολόκληρη σελίδα και στο ένα τρίτο της επόμενης. Εικάζω πως η δημιουργός της πρωτότυπης, άκρως ενδιαφέρουσας ιστορίας θέλει να επιβάλει και τους κανόνες του παιγνιδιού που στοιχειοθετεί με τους δικούς της όρους.
Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η βιβλικής χροιάς σύνθεση που εστιάζει τη δράση στην Κιβωτό, όπου οι εκλεκτοί του Θεού ένοικοι είναι αναγκασμένοι να συμβιώνουν ακόμα και με τα επιλεγμένα ζώα για ορισμένο χρονικό διάστημα, είναι ένας μονόλογος με συνεχή, σχεδόν ασθμαίνουσα ροή. Πρόκειται για έξι μάλλον ανεπίδοτες επιστολές της Σιγκάλ, της επιλεγμένης νεαρής ερωμένης του Νώε, απευθυνόμενες από την Κιβωτό προς την Εμζάρα, τη νόμιμη σύζυγό του, την οποία άφησαν έξω σε «καταφύγιο» πάνω σ’ ένα δέντρο – και ίσως μπορέσει να επιβιώσει του Κατακλυσμού.
Η Σιγκάλ, πρωταγωνίστρια και επιστολογράφος/ αφηγήτρια, κινούμενη από ενοχές, αν και άθελά της πήρε τη θέση της νόμιμης συζύγου για συγκεκριμένο σκοπό, γράφοντας στην Εμζάρα, τη «γυναίκα του Νώε, κόρη του Ρακεέλ, γιου του Μαθουσάλα», απευθύνεται «ως γυναίκα προς γυναίκα» κι αρχίζει τον μακρύ επιστολικό μονόλογο με ένα κραυγαλέο «Χαίρε Εμζάρα», μάλλον για να κατευνάσει την οργή της εν ψυχρώ απατημένης συζύγου και περιφρονημένης γυναίκας. Για τον ίδιο λόγο υπογράφει κάθε επιστολή άλλοτε ως «η μικρή σου αδερφή», άλλοτε «αδερφή και κόρη σου», κάποτε ως «καινούργια αδερφή», και στην τελευταία επιστολή της την προσφωνεί «αγαπητή Εμζάρα», εξισώνοντάς την με τον εαυτό της. Και οι δύο είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης.
«Ένα χρόνο μετά» την έναρξη της επιστολογραφίας και τη γέννηση του γιου της, η Σιγκάλ την αποκαλεί «αγαπημένη μου αδελφή και μάνα, Εμζάρα, γυναίκα του Νώε, κόρη του Ρακεέλ, γιου του Μαθουσάλα…», της θυμίζει έτσι όλους τους κτήτορες της ζωής και της ύπαρξής της, με σκοπό ίσως να αποποιηθεί των ευθυνών που της αναλογούν επειδή δέχτηκε να ακολουθήσει τον Νώε! Σ’ αυτό το τελευταίο γράμμα, προσδιορίζει και τον χώρο που βρίσκεται «η Κιβωτός της ποίησης», η οποία φιλοξενεί «το ιερό δοχείο» όπου κυοφορείται ο γιος της νεαρής Σιγκάλ από το σπέρμα του Γενάρχη Νώε, που θα δημιουργήσει την καινούργια γενιά των ανθρώπων. Της εκθέτει όλα όσα συνέβαιναν εντός της Κιβωτού ωμά, ρεαλιστικά, με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς καθόλου να εξωραΐζει την κατάσταση, προσπαθώντας με κάθε τρόπο αφενός να απαλύνει τον πόνο της απατημένης κι από την άλλη να απαλλαγεί από τις ενοχές της η ίδια. Οπωσδήποτε, νιώθει ευνοημένη που την επέλεξε ο Νώε για σύντροφό του στην Κιβωτό, κάπου βαθιά μέσα της νιώθει υπερήφανη που υπήρξε Ιερό δοχείο, σκεύος επιλογής, κι ας χρησιμοποιήθηκε, μπορεί και εγνωσμένα, ως σκεύος υπολογισμού για εξυπηρέτηση συγκεκριμένης σκοπιμότητας. Εκεί, μέσα στην Κιβωτό, η Σιγκάλ γεύτηκε χαρές, λόγω της υπεροχής έναντι των άλλων γυναικών, των συζύγων των γιων του Νώε, αλλά δοκίμασε και μεγάλες λύπες, υπέστη μύριες ταπεινώσεις, απόκτησε εμπειρίες, αλλά δεν θα απαλλαγεί από τις ενοχές, αφού πήρε τη θέση της νόμιμης συζύγου κι ας μην ήταν δική της επιλογή. Κανείς δεν τη ρώτησε, και πρώτος ο πατέρας της, αν θέλει να ακολουθήσει ένα γέρο αξούριστο, τον βιβλικό Νώε που στην πλούσια γενειάδα του κατοικοεδρεύουν πλήθη εντόμων.
Το καταστάλαγμα όλης της υπόθεσης, για υπόθεση πρόκειται, το συναντάμε στην τελευταία επιστολή της Σιγκάλ προς την Εμζάρα, από την κορυφή του Αραράτ όπου άραξε και άνοιξαν επιτέλους οι θύρες της Κιβωτού στη νέα ζωή με τον περιχαρή Νώε να χορεύει στα γόνατά του το καινούριο βλαστάρι του και να ονειρεύεται τον καινούργιο κόσμο, με την ευλογία του Θεού. Η καινούργια ζωή και για τον Νώε ξεκίνησε να δομείται ευάερη και ευήλια πάνω στα παλιά πρότυπα με τις παλιές συνήθειες, τα μεθύσια, τις απιστίες, να πλαγιάζει με όποια από τις νύφες του γουστάρει, να ζει την «καινούργια» ζωή του ο βιβλικός άρχων με τη φτωχή Σιγκάλ περιφρονημένη, παραμελημένη, περιορισμένη στο περιθώριο των ημερών και των έργων του, υποταχτική ως ανύπαρκτη.
Πρόκειται για βιβλίο χαριτωμένο εξωτερικά, καλογραμμένο, ευφυέστατο, ευανάγνωστο ως απολαυστικό, ένα ποιητικό εν πολλοίς κείμενο, καθώς η ικανή συγγραφέας/ ποιήτρια εξομαλύνει έντεχνα τις γωνίες της ανισότητας και κατευθύνει τη δράση προς την επίτευξη του σκοπού της· και πείθει.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θίνες τυπογραφικά άψογο, με επιμέλεια Κώστα Θ. Ριζάκη, καλλιτεχνικό εξώφυλλο και τρία χαρακτηριστικά σχέδια της Μιχαήλας Καπασκέλη.
Το Ιερό Δοχείο
Χλόη Κουτσουμπέλη
Εικονογράφηση Μιχαήλα Καπασκέλη
Θίνες
36 σελ.
ISBN 978-618-80209-7-9
Τιμή € 6,36
Πηγή : diastixo.gr