Ελληνική πεζογραφία-Χαρά Νικολακοπούλου: «Μέλισσες ιέρειες» κριτική της Αντωνίας Δημ. Παυλάκου
Η φιλόλογος-εκπαιδευτικός Χαρά Νικολακοπούλου, που ζει και εργάζεται στην Καλαμάτα, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή, με πειραματισμό στη διδασκαλία του παραπάνω αντικειμένου στο δικό της εργαστήριο και με έκδοση του βιβλίου Η δημιουργική γραφή στο Γυμνάσιο (Εκδόσεις Σιδέρη 2014), έχει δώσει ήδη δείγματα της δικής της αφηγηματικής ικανότητας, με διηγήματα και παραμύθια που έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και έχουν εκδοθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους.
Το περασμένο καλοκαίρι, όμως, εμφανίστηκε με το πρώτο λογοτεχνικό της βιβλίο, με τον ιδιαίτερο τίτλο Μέλισσες ιέρειες. Το βιβλίο έχει επιμεληθεί η ίδια η συγγραφέας, που, συνεργαζόμενη στενά με τον Κώστα Ριζάκη, έδωσε ένα εξωτερικό αισθητικό αποτέλεσμα εναρμονισμένο με το γυναικείο φύλο χρωματικά στο οπισθόφυλλο και απεικονιστικά στο εμπροσθόφυλλο. Η γυρισμένη πλάτη της γυναίκας, το ρούχο που άκομψα βαραίνει τις πλάτες της, τα σφιχτοδεμένα σε κοτσίδα μαλλιά παραπέμπουν σε μια ύπαρξη που με ταλαιπώρια έρχεται από ένα ακαθόριστο χρονικά παρελθόν. Το πρόσωπο που σκόπιμα δεν φαίνεται ίσως ταυτίζεται με την οποιαδήποτε γυναικεία ύπαρξη που γυρίζει την πλάτη στον κοινωνικά καθορισμένο ρόλο της και οδηγείται σε μια φυγή προς την ελευθερία, προς τον αυτοπροσδιορισμό, προς τη χάραξη της μοίρας που εκείνη επέλεξε. Οι σημειώσεις του οπισθόφυλλου βοηθούν στην προαναφερόμενη προσέγγιση και κινούν την περιέργεια του αναγνώστη προς την ανάγνωση.
Η επιθυμία της γυναίκας για διέξοδο από έναν κόσμο κλειστό καταγράφεται με μια αγωνιώδη φυγή προς το άγνωστο, με μια εναγώνια αναζήτηση του εσώτερου κόσμου της.
Η Χαρά Νικολακοπούλου αυτή τη φορά επιχειρεί στην εκτενέστερη αφήγηση, στο δύσκολο είδος της νουβέλας, που η έκτασή της ακροβατεί ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα με στόχο την ηθογράφηση. Και τα έχει καταφέρει θαυμάσια, όχι γιατί υπηρέτησε αυστηρά τις γραμματολογικές επιταγές του είδους –ιδιαίτερα στη δεύτερη νουβέλα–, αλλά γιατί κυρίως πρωτοτύπησε σε ό,τι έχει σχέση με αυτό, προπάντων με το περιεχόμενο.
Πρόκειται για δύο νουβέλες που διακρίνονται για την πρωτοτυπία στη σύλληψη του τρόπου με τον οποίο η συγγραφέας θέλει να υπηρετήσει τη βασική ιδέα που διατρέχει και τα δυο της αφηγήματα. Η πρώτη νουβέλα φέρει τον ομώνυμο με το βιβλίο τίτλο και είναι αφιερωμένη στην ελευθερία, είτε υποθέσουμε πως είναι η πρωταγωνίστρια της αφήγησης, είτε φίλη της συγγραφέως ή το γενικό όραμα, η ιδέα της Ελευθερίας, την οποία εναγώνια αναζητούν κυρίως οι γυναίκες σ’ έναν κόσμο που φτιάχτηκε από άνδρες για άνδρες. Έναν κόσμο κλειστό, από τον οποίο θα δραπετεύσουν τέσσερα ανήλικα κορίτσια. Στο ερώτημα «πού πήγαν» έρχεται να απαντήσει η συγγραφέας με μια εντελώς ευφάνταστη και ξεχωριστή ερμηνεία. Η αφήγηση μετά τα γεγονότα της εξαφάνισης κινείται οριακά ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, και ο αναγνώστης αφήνεται στη μαγεία των δικών του ανακαλύψεων και αποκρυπτογραφήσεων. Ξεχωρίζουμε την άνεση με την οποία η συγγραφέας χειρίζεται το αρχαίο παρελθόν, τον μύθο και την Ιστορία, στοιχεία που τα κουμπώνει με το παρόν με τρόπο που να αποπνέουν μυστήριο και μαγεία.
Στη δεύτερη νουβέλα, με τίτλο «Ως τον μεγάλο Ωκεανό», η συγγραφέας αφηγείται την περιπλάνηση μιας γυναίκας με ερημωμένη ψυχή στην έρημο. Θίγονται τα βασικά θέματα της απουσίας του αληθινού έρωτα και της μητρότητας μέσ’ από το διαθλαστικό φως της ερήμου. Τα ζητήματα μεγιστοποιούνται, μεγιστοποιώντας και την ψυχική ερήμωση, ώσπου το άγγιγμα του ωκεανού δεν είναι πια προορισμός αλλά μοίρα – θάνατος.
Η επιθυμία της γυναίκας για διέξοδο από έναν κόσμο κλειστό καταγράφεται με μια αγωνιώδη φυγή προς το άγνωστο, με μια εναγώνια αναζήτηση του εσώτερου κόσμου της. Αυτά τα στοιχεία δένει με υπόγεια νήματα στις δύο νουβέλες η συγγραφέας με μια αφήγηση εξόχως συναρπαστική, που σμιλεύει με μαστοριά και καλοδουλεμένη γραφή, γιατί έχει ταλέντο αφενός και γιατί γνωρίζει καλά τα μυστικά των αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών και του χειρισμού της γλώσσας αφετέρου. Αυτοβιογραφικά ψήγματα για την απελευθέρωση, για την ελευθερία που απολαμβάνει ο κάθε συγγραφέας όταν γράφει, πιθανόν υπάρχουν στην επιθυμία της ηρωίδας, της Ελευθερίας, να γίνει συγγραφέας και που την παρακολουθούμε στη φράση «η ελευθερία της Ελευθερίας μέσα σ’ ένα δωμάτιο με λιγοστό φως».
Ταυτόχρονα, η συγγραφέας γνωρίζει καλά και ανατέμνει χειρουργικά σε πάμπολλα σημεία την ψυχολογία των γυναικών, τη συμπεριφορά τους και τον προκαθορισμένο ρόλο τους απ’ όταν ακόμη αυτές είναι μωρά. «Τα κορίτσια περπατούσαν με στοιχημένη σειρά με το κεφάλι ψηλά. Αγέλαστες και με ονειροπόλο ύφος. Κοιτούσαν κάπου μακριά, όχι σε συγκεκριμένο σημείο. Κάτι σιγοψιθύριζαν χωρίς να κοιτάζει η μία την άλλη, μυστηριώδης επικοινωνία που μόνον τα κορίτσια ξέρουν να πετυχαίνουν». Επιπλέον, παρατηρεί: «Τα κορίτσια είναι τα άγραφα χαρτιά που ρουφάνε το μελάνι της ίδιας τους της πορείας». Και για την απουσία του ιδανικού έρωτα στη ζωή των γυναικών αναφέρει: «Το έχουν μάθει καλά από αιώνες: να κόβουν και να ράβουν το πατρόν της ιδανικής φορεσιάς που ποτέ δεν θα έχει ο έρωτάς τους». Συγκινητική και η ερωτηματική διαπίστωση της Καλλιόπης, που αφορά τόσες και τόσες γυναίκες. «Ποιος είχε απαγάγει τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής της;»
Τεχνίτρα της αφήγησης, η Χαρά Νικολακοπούλου αξιοποιεί με μοναδικότητα το ταλέντο της, τα φιλολογικά της εργαλεία, τις γνώσεις της από ταξίδια και φτιάχνει με το δικό της πολύ προσωπικό –ονειρικό, θα λέγαμε– ύφος τις δύο μυθοπλασίες.
Ανατόμος της γυναικείας ψυχής και των γυναικείων συνηθειών, η συγγραφέας δεν υπολείπεται και στην ηθογράφηση των αντίδικων προς τους γυναικείους ανδρικών χαρακτήρων, αλλά και των δευτερευόντων γυναικείων με εύστοχες λεπτομέρειες, υποβοηθούμενη και από τη χρήση της ειρωνικής διάθεσης, η οποία διαπερνά σαν ελαφρύς ηλεκτρισμός ολόκληρο το βιβλίο και ιδιαίτερα τα στοιχεία που η συγγραφέας επιθυμεί να επικρίνει.
Οι διάλογοι στις ιστορίες είναι χαλαροί, φυσικοί, υπηρετούν την εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ ισχυρή είναι και η περιγραφική δύναμη στην αφήγηση καταστάσεων, συναισθημάτων και λεπτομερειών, όπως και οι καθαυτό περιγραφές είναι λεπτομερειακές, πρωτότυπες, ευφάνταστες, καλοδουλεμένες, ποιητικές. «Βρέχει. Μια πολύ δυνατή λέξη. Έχει ένα β που βρυχάται και ένα ρ που ρέει. Έχει και ένα χ που χουχουλιάζει».
Διάχυτος είναι και ο κοσμητικός φόρτος που δεν ενοχλεί, αντίθετα ξαφνιάζει ευχάριστα και βοηθά την έκπληξη του αναγνώστη, που ακολουθεί τις συχνές ανατροπές στην πλοκή. Ευφυείς μεταφορές και προσωποποιήσεις, π.χ. «η ευτραφής κοιλιά του απειλούσε να ξετινάξει τα κουμπιά του πουκαμίσου του», αλλά και ξεχωριστές παρομοιώσεις μέσα στη μεταφορικότητα του λόγου: «Το χωριό μοιάζει με απλωμένο κουνάβι που αναπαύεται αιώνες στη χούφτα των πανύψηλων βουνών».
Ο πλούτος του λεξιλογίου προέρχεται από τη δημοτική αλλά και την καθαρεύουσα, ενώ η χρήση φράσεων της λαϊκής ομιλουμένης αποδίδει τον ρεαλισμό που απαιτεί η περίσταση ή εναρμονίζεται με τον χαρακτήρα ή την εργασία των ηρώων, οι οποίοι διαθέτουν και τα ανάλογα προς αυτόν ονόματα ή προσωνύμια, π.χ. Γιουρούκας, Φυσέκας. Αξίζει επιπλέον να αναφερθεί ότι, κυρίως τα ονόματα των κεντρικών ηρωίδων –Ελευθερία, Πανδώρα, Σταματία, Ασπασία, αλλά και το μεγαλοπρεπές Φιλομήλα– μόνο τυχαία δεν είναι και παραπέμπουν στην αγάπη της γυναίκας για την ελευθερία και τη γνώση, πάντα όμως με γνώμονα τη λεπτότητα της ιδιαίτερης φύσης της.
Τεχνίτρα της αφήγησης, η Χαρά Νικολακοπούλου αξιοποιεί με μοναδικότητα το ταλέντο της, τα φιλολογικά της εργαλεία, τις γνώσεις της από ταξίδια και φτιάχνει με το δικό της πολύ προσωπικό –ονειρικό, θα λέγαμε– ύφος τις δύο μυθοπλασίες. Αυτές, είτε φανταστικές είτε κινούμενες μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, παρωθούν τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τον άγνωστο κόσμο των γυναικών ή εκείνον που μόνο οι γυναίκες επιχειρούν να εξερευνήσουν, όταν σπάσουν τα δεσμά που τις κρατούν γειωμένες και εγκλωβισμένες και φύγουν, για να ορίσουν μόνες τους αυτό που θα γίνει και η πραγματική τους μοίρα.
Μέλισσες ιέρειες
Χαρά Νικολακοπούλου
Γαβριηλίδης
99 σελ.
ISBN 978-960-576-380-0
Τιμή € 8,52
Πηγή : diastixo.gr