Ελληνική πεζογραφία-Χ. Α. Χωμενίδης: «Νεαρό άσπρο ελάφι» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Γράφοντας το τελευταίο του βιβλίο, ο ευρισκόμενος σε απραξία συγγραφέας Μηνάς Αυλάμης έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος, με όλους: γονείς, αδελφή, φίλους, ερωμένες, συναδέλφους, κοινωνία. Όλα όσα παραθέτει ο συγγραφέας-πρωταγωνιστής και ο συγγραφέας-αφηγητής είναι καθαρόαιμη φαντασία, είναι γεγονότα που σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Το ίδιο ισχύει και για κάποια επεισόδια που φαίνονται αληθοφανή –η εγκατάσταση στην Κέρκυρα, η Κυδωνία, ο φίλος, ο έρωτας για την αστυνομικίνα, το ναυάγιο, η σωτηρία–, στην ουσία όμως ακόμη και αν αυτά επικροτούν την άποψη ότι η μυθοπλαστική ικανότητα του Χωμενίδη δεν είναι απλώς επινοημένη· σε καμιά περίπτωση δεν γίνονται πιστευτά, εμπεριέχουν τεράστιο λογοτεχνικό ψεύδος και μεγάλη εκφραστική και δομική παράθεση, που τείνει προς μια πεζογραφική μυθικών διαστάσεων εκτροπή. Έτσι, το δόλωμα, που είναι ένα δείπνο με νεαρό άσπρο ελάφι, γίνεται ολόκληρο μυθιστόρημα, καθώς ο συγγραφέας, μετά από πολλές αντιξοότητες, φθάνει στην Κυδωνία, όπου γίνεται πανηγυρική παρουσίασή του, διέρχεται από ένα σωρό δοκιμασίες που φέρνει εις πέρας –τι να πρωτοαναφέρουμε, το ξενοδοχείο, τον ράφτη του πατέρα του, τον έρωτα με την κόρη της φίλης του, το παιδικό δωμάτιο, το εργοστάσιο, το φαρμακείο, το τραπέζι, τη στολισμένη πλατεία, την αστυνομικής πλοκής απόδρασή του– ούτως ώστε να μιλάμε για μια ολόκληρη φαντασμαγορία, στόχος της οποίας είναι σίγουρα η αναγνωστική ηδονή. Και πράγματι ο Χωμενίδης όχι απλώς μας κάνει να ξεχνάμε όλα όσα μας ταλαιπωρούν ως άτομα και πολίτες στη δύσμοιρη αυτή εποχή, αλλά μας παρέχει τη δυνατότητα να συγκρίνουμε και να αποθηκεύσουμε τη λογοτεχνία η οποία, όταν είναι τόσο ζωηρή και παραστατική, φέρνει αποτελέσματα τέτοια που μόνο ως θετική προσφορά μπορούν να αξιολογηθούν.
Σε ένα ακόμη βιβλίο, ο Χωμενίδης είναι ακριβώς ό,τι γνωρίζουμε. Αυτή την φορά με νέες διηγήσεις και περιγραφές, με νέα έντονα εικονοπλαστικά χαρακτηριστικά, με εντελώς καινούργιες αριστουργηματικές εκπλήξεις. Ο αυτοσαρκασμός κυριολεκτικά σε πρώτο πλάνο, η αποκαθήλωση των γονιών γραμμικά συνδεδεμένη με την κοινωνική απιστία, ο ερωτισμός της αδελφής που αντιμετωπίζεται συντηρητικά. Ο λόγος ευθύς, απλός, απέριττος, κατασκευάζει τις αιτίες αλλά και τις αιτιάσεις, που στήνονται με άφθαστη δεξιοτεχνία. Η ατμόσφαιρα χαλαρή και επίπεδη, αν και υπάρχουν και στιγμές που κορυφώνεται απότομα δίνοντας μια πικρή γεύση στο όλο εγχείρημα. Τέλος, το ύφος, εξαιρετικά τοποθετημένο στο πρόσωπο και των ηρώων αλλά και της πλοκής, δίνει στο έργο σαγηνευτικό χρώμα. Άρα, η αθυροστομία του Χωμενίδη, ήδη αφομοιωμένη από προηγούμενες καταθέσεις, και πάλι εκφέρεται αχαλίνωτη, κάτι όμως που ενδυναμώνει τον μύθο, χωρίς να προκαλεί δυσμενή συναισθήματα. Γενικώς έχουμε ένα ακόμη βιβλίο στο οποίο ό,τι κάποιοι θεωρούν ως μη θεμιτό δεν είναι τίποτα άλλο από βιωμένες πολιτικές θέσεις, κοινωνικά θέματα, προσδιορισμός της τέχνης και ό,τι τέλος πάντων διέπει τη ζωή μας –ακόμη και στα πλαίσια της ονειροφαντασίας– σε σημείο τέτοιο που κανείς να μένει αποσβολωμένος από την εις βάθος, εκ μέρους του συγγραφέα, φιλοσοφική και ιδεολογική του προτίμηση, χωρίς να τις προδίδει χάριν άλλων, ακόμη και οικονομικών απολαβών και αναγνωστικής αναγνωρισιμότητας.
Ένα σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθούμε στο έργο του Χωμενίδη –και δεν ανέφερα παραπάνω ούτε την λέξη γιατί ήθελα να το δούμε διεξοδικά– είναι η ειρωνεία που διακατέχει τόσο τους ήρωες, τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται αλλά και τον αφηγητή. Πράγματι, ο ενδιαφέρων κατά τα άλλα πεζογράφος στην άλλη πλευρά της ζωής των πρωταγωνιστών του θέτει την παράμετρο της ειρωνείας, συναίσθημα που ούτε οι αρχαίοι δούλεψαν τόσο πολύ, παρά τις σημερινές φρικιαστικές αναπαραστάσεις. Είναι γεγονός ότι την ειρωνεία δεν την ακουμπούν πολλοί δημιουργοί, είναι γεγονός πως είναι πιο επώδυνη και απ’ τον σαρκασμό ή τον αυτοσαρκασμό, γιατί οι τελευταίοι εμπεριέχουν την λογική της κριτικής και της αυτοκριτικής. Αντιλαμβανόμαστε τον λόγο –γιατί χρειάζονται συγγραφικά κότσια– που ο τολμηρός συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης ειρωνεύεται ολόκληρο το έργο του, τις φιγούρες που αγάπησε, τα επεισόδια που του έμειναν στον νου χρόνια αργότερα, κάποιες σταθερές, που όλοι έχουμε για να μην χανόμαστε στο χάος, κάποιες συνιστώσες που αποτελούν την προσωπικότητά μας. Με την ειρωνεία βέβαια, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, ανεβαίνουμε σκάλες, χαμογελάμε ευκολότερα, η αίσθηση του γελοίου παίρνει νόημα, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορείς να δημιουργήσεις πάνω της, δεν θα έλεγα παραλογοτεχνικά, ίσως όμως πάραυτα ιδεολογικά, πράγμα που σημαίνει ακόμη περισσότερη αυτοκάθαρση απ’ τη διαυγή εγκεφαλική διεργασία ακόμη και αφομοίωσης ενός προϊόντος άκρως ερεθιστικού.
Το νεαρό άσπρο ελάφι φυσικά ουδέποτε ο συγγραφέας σκότωσε, προκειμένου να γλυκάνει τον ουρανίσκο του, το αντίθετο κατάφερε με την βοήθειά του να ξυπνήσει από το κώμα στο οποίο βρισκόταν την κόρη του φίλου του. Έτσι τελειώνει ένα βιβλίο, με μια εύθυμη νότα, μετά τα όσα δεινά υπέστη κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Κυδωνία. Και είναι το φινάλε όχι απλώς ένδειξη ζωοφιλίας και αγάπης προς τα τετράποδα, αλλά επιπλέον ένα δείγμα πως η ζωή συνεχίζεται, ακόμη και για όσους θεωρούνται ξεγραμμένοι από γονείς και συγγενείς, ακόμη και αν κάποιοι γράφουν για την ζωή τους παραποιώντας την, ακόμη και αν κάποιοι διερευνούν, μέσω της πεζογραφίας, την προσωπική τους εμμονή, ανατρέποντας με μαστοριά το σύνολο των αξιών μας.
Νεαρό άσπρο ελάφι
Χρήστος Α. Χωμενίδης
Πατάκης
317 σελ.
ISBN 978-960-16-6376-0
Τιμή € 16,60
Πηγή : diastixo.gr