Ελληνική πεζογραφία-Αλέξης Πανσέληνος: «Η κρυφή πόρτα» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Το γεγονός ότι ο πεζογράφος Αλέξης Πανσέληνος είναι ένας μεγάλος χειριστής των διανθρώπινων σχέσεων και των αναπόδεικτων καταστάσεων, που εντρυφούν στη ζωή μας ως μικρά γνωμικά, είναι και δεδομένο και πασιφανές. Πράγματι, και στο παρόν έργο ο συγγραφέας στήνει μια ιστορία απλή φαινομενικά, κατανοητή, προσιτή ως προς το θέμα της, λεπτή ως προς την έκφανση, και καταφέρνει με την τελική ανατροπή –η οποία δεν δίνεται ως έξοδος κραυγαλέα και με γκροτέσκα διάθεση αλλά όπως σβήνουμε με το κρασί το κρέας– να ξυπνήσει μέσα μας πανάρχαιους μύθους, παραμυθίες αλλά και καταγεγραμμένη λογοτεχνική παράδοση, η οποία και υπεισέρχεται στη σύγχρονη εποχή, στη χώρα που βιώνει την κρίση, μέσα δηλαδή στον χαμό. Καθώς και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, η ένταξη του θεματικού μοτίβου ένα ή δύο ή τρία χρόνια πριν από την χρονιά που ζούμε, καταγράφοντας όλα τα δρώμενα που αυτή η περίοδος γέννησε και όλα τα φαινόμενα που έκαναν την εμφάνισή τους χωρίς κανείς να το περιμένει, πλην ίσως των ειδικών, μάς παρέχει την ευκαιρία να δούμε τη ζωή πολύ πιο πριν από τους ιστορικούς, που έτη αργότερα θα την ερευνήσουν και θα την παραθέσουν, πολύ νωρίτερα από όσους θα ασχοληθούν με τις γενιές των ανέργων, τις γενιές των αποφοίτων που φεύγουν στο εξωτερικό, τις γενιές των συνταξιούχων που ουσιαστικά στηρίζουν με τον μισθό τους ολάκερη οικογένεια. Έτσι ώστε να έχουμε μπροστά στα μάτια μας το δίλλημα αντιεξουσιαστές ή ΜΑΤ, Εξάρχεια ή Δημοκρατία, κυβέρνηση ή Τρόικα, άστεγοι ή καλοζωισμένοι μικροαστοί.
Αυτή η αναντιστοιχία του μυθιστορήματος, ο διπολισμός του, η όψη του Ιανού αλλά και η ναρκισσιστική πένα ενός συγγραφέα που ολοκληρώνει ό,τι γράφει πάντοτε υποσχόμενος εκπλήξεις είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον μπορεί να υπάρξει, ό,τι πιο τολμηρό μπορεί κανείς να εμπνευστεί, ό,τι πιο απροσδόκητο περιμένει έναν ανυποψίαστο δέκτη.
Καθώς ο Πανσέληνος αναπτύσσει, σε λογικά βέβαια πλαίσια, μια ερωτική ιστορία, το ένα μέρος της οποίας γνωρίζει, το άλλο όμως –το κεντρικό, το πρωταγωνιστικό– όχι, χαρτογραφώντας το κέντρο της πόλης το οποίο γίνεται ένα μεγάλο κινηματογραφικό πλάνο, στην ουσία καταφεύγει στην τακτική μιας γραμμικής γραφής, με αρχή μέση και τέλος και με μη αναμενόμενη και σαφή, αλλά και ψυχολογική κατάληξη. Έτσι ώστε ως αναγνώστες στο τέλος της ανάγνωσης να αισθανόμαστε όχι ίσως εξαπατημένοι, όχι ίσως ανίδεοι, όχι ίσως εμπαιγμένοι από την αφήγηση που ο δημιουργός μας πρόσφερε με αθώο, έξυπνο και ρεαλιστικό τρόπο, αλλά σίγουρα πολιορκημένοι από λογοτεχνικό ψεύδος, μια που εμείς βρισκόμαστε με το μέρος εκείνου που δεν γνωρίζει, ο ίδιος όμως βρίσκεται με την πλευρά αυτού που γνωρίζει. Αυτή η αναντιστοιχία του μυθιστορήματος, ο διπολισμός του, η όψη του Ιανού αλλά και η ναρκισσιστική πένα ενός συγγραφέα που ολοκληρώνει ό,τι γράφει πάντοτε υποσχόμενος εκπλήξεις είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον μπορεί να υπάρξει, ό,τι πιο τολμηρό μπορεί κανείς να εμπνευστεί, ό,τι πιο απροσδόκητο περιμένει έναν ανυποψίαστο δέκτη. Άρα –και βέβαια δεν θα αποκάλυπτα ποτέ το φινάλε ενός έργου που ποντάρει πολύ σε αυτό– ο Πανσέληνος αλλάζοντας εντελώς και τη γλωσσική εκφορά –η οποία γίνεται απείρως προσλήψιμη– αλλά κυρίως και τον θεματικό ιστό, ασχολούμενος πλέον με άλλα πράγματα, μακριά από προηγούμενες καταθέσεις, πετυχαίνει να δομήσει μια καθαρόαιμη πεζογραφική πρόζα, η οποία και δεν χάνει σε συναίσθημα και δεν φείδεται αισθητικής και ψυχολογίας και δεν μειώνει την διαδικασία του απόλυτου χαδιού κάποιων υπάρξεων και δεν αφήνει να πέσει κάτω η έννοια άνθρωπος.
Δεν ξέρω αν λογοτεχνικότητα σημαίνει πως ένα πόνημα είναι τόσο μυστηριωδώς δομημένο που δεν αφήνει περιθώρια εύκολης πρόσβασης, που δεν αφήνει διόδους προσαρμογής, που χρησιμοποιείται με στόχο την ποιητική αποκρυπτογράφηση του μηχανισμού γραφής, που δυσκολεύει με τα βαθιά του νοήματα τον μέσο παραλήπτη, που τέλος πάντων βρίσκεται ένα ή δύο επίπεδα υψηλότερα της καθομιλουμένης γλώσσας, πάντως στον Πανσέληνο –και όχι μόνο ειδικά στην Κρυφή πόρτα– κάτι τέτοιο είναι απολύτως επιβεβλημένο. Είναι δηλαδή η αγωνία ενός ανθρώπου – του ήρωά του– ο οποίος βλέποντας τα χρόνια να περνούν επιθυμεί, καθώς όντας χωρισμένος συνθλίβεται από τη μοναξιά, να ερωτευτεί, και όχι φυσικά μια γυναίκα της ηλικίας του με την οποία θα περάσει άνετα γεράματα, αλλά μια νέα, χυμώδη, όμορφη, προκλητική κοπέλα η οποία θα μπορούσε να είναι και κόρη του. Μια κοπέλα που δέχεται άντρες εραστές, ασκώντας το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, που τον αγαπά ως προστάτη της, που απορρίπτει στο μεγαλύτερο διάστημα τη σωματική επαφή και που η «κρυφή πόρτα» για αυτήν είναι ολάνοιχτη, καθώς γνωρίζει το ηθικό βάρος που ο άνδρας κατέχει, και ο οποίος δεν θα την έσπρωχνε ποτέ ώστε να εισέλθει στον προσωπικό της χώρο. Ένας συγγραφέας λοιπόν, ένας μεταφραστής, ένα μέλος της κοινωνίας που δέχεται τον σεβασμό και την εκτίμηση από τους συμπολίτες του, και μια πόρνη που στο τέλος ερωτεύονται – πόσα και πόσα για αυτούς τους δυο δεν έχουν γραφτεί στο παρελθόν.
Πολλές φορές η κριτική, παρασυρόμενη από την απόλυτη ελευθερία που της παρέχει η φύση της, βγάζει βαρύγδουπα συμπεράσματα –και αυτό δεν το λέω επιτιμητικά– βρίσκει υποψίες, σκέψεις που ο ίδιος ο συγγραφέας, κατά την διάρκεια της δημιουργίας, ουδέποτε έκανε, γράφει για γεγονότα κατά την γνώμη της σοβαρά, ενώ ο πεζογράφος διαλέγει ακριβώς τα αντίθετα. Γι’ αυτό, διαβάστε την Κρυφή πόρτα απαλλαγμένοι από ταμπού, συντηρητισμούς, αντιδράσεις ή έστω ενστάσεις, αφεθείτε στην μαγεία της, απολαύστε τον δυναμισμό της, παρά τον καθαρά αστικό της χαρακτήρα που ίσως την περιορίζει, και δείτε χωρίς παρωπίδες μια αφήγηση στρωτή αλλά βαρύνουσα, η οποία αποδεικνύει πως οι άνθρωποι είναι όχι μόνο έρμαια της μοίρας, αλλά πολύ περισσότερο, καταδικασμένοι να βιώσουν την πελώρια ατυχία τους.
Η κρυφή πόρτα
Αλέξης Πανσέληνος
Μεταίχμιο
184 σελ.
ISBN 978-618-03-0390-2
Τιμή € 11,00
Πηγή : diastixo.gr