Ελένη Λαδιά: «Η εσωγραφία μιας πεζογράφου»
«Το παράδοξο είναι το πάθος της σκέψης, και αυτός που σκέπτεται χωρίς το παράδοξο είναι σαν τον εραστή που αποφεύγει το πάθος». Σ. Κίρκεγκορ
Σε αυτό το ψυχοπνευματικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Η εσωγραφία μιας πεζογράφου, η Ελένη Λαδιά πιάνει την άκρη του νήματος και κάνει τη διαδρομή της γνώσης και των γνώσεων που κατέκτησε σε συνδυασμό με τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της. Γνώσεις και ζωή τη διαμόρφωσαν. Για αυτό το δίπολο γράφει παραδίδοντας κείμενα υψηλής λογοτεχνικής αξίας, τα οποία δικαίως την κατατάσσουν στην πρώτη θέση της ελληνικής λογοτεχνίας σήμερα.
Από τις πρώτες γραμμές αναφέρει πως συνοδοιπόροι της σε αυτή τη διαδρομή ήταν από την παιδική της ηλικία το Καλό, το Κακό και οι μεταμορφώσεις τους. Η ασφάλεια και η σιγουριά που της ακτινοβολούσε το Καλό, αλλά και η γοητεία που της ασκούσε το Κακό. Προσθέτει και το ηδονικό ρίγος του φόβου για να προεκταθεί στην εσώτερη ουσία του ανθρώπου, το DNA, εκτοξεύοντας την ανθρώπινη παρουσία στο σύμπαν. Τη δημιουργία!
Και ανατρέποντας τη σκέψη της, θέτει το ερώτημα: «Υπάρχει ελεύθερη βούληση ή μας προκαθορίζουν τα κύτταρά μας, τα οποία διαμορφώνουν τη μοίρα μας;». «Μοίρα προδιαγεγραμμένη;» ρωτά ο αναγνώστης.
Ο φόβος από την παιδική της ηλικία για τους παράξενους ήχους, τις σκιές, τα δίχρωμα μάτια σ’ ένα πρόσωπο, το μοναδικό μάτι σε μια θρησκευτική εικόνα, το είδωλο του καθρέπτη… της προσέθεταν, εκτός του φόβου, και την ενοχή. Οι διεργασίες του παιδικού της μυαλού έκρυβαν μέσα τους και το Κακό που γνώρισε ή άλλοι τής έκαναν γνωστό. Με αποτέλεσμα να νιώθει «γυμνή» και διάφανη, ούσα συνεχώς συνένοχος με το Κακό. Αισθανόταν, επίσης, αναποφάσιστη και δίβουλη, καθώς μια αμφίρροπη τάση τη διχοτομούσε συνεχώς. Ήθελε να γνωρίσει τον Θεό, αλλά και τον διάβολο.
Ασαφείς ενοχές την ταλάνιζαν, ενώ στο παιδικό της μυαλό πλήθαιναν οι αναζητήσεις για τον Θεό. Η ξύλινη εικόνα του μικρού Χριστού τα βράδια κάτω από το παιδικό της μαξιλάρι και οι προσευχές της σε αυτόν την ανακούφιζαν και τη βοηθούσαν να αντιμετωπίσει τις ενοχές και την ταραχή της. Παράλληλα, εμφανιζόταν ο Σατανάς, άλλοτε με τη γοητεία του Εωσφόρου και άλλοτε με τη σκοτεινή μορφή του διαβόλου με κέρατα και ουρά, ψιθυρίζοντάς της: «Δεν υπάρχει τίποτα! Ούτε κόσμος, ούτε σύμπαν», τινάζοντας –στο παιδικό της μυαλό– τα πάντα, στον αέρα. Ένας από τους εφιάλτες της ήταν να βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό της χάρτινο. Και δεν έπαψε ενίοτε να τον βλέπει έτσι μέχρι σήμερα.
Κατά την παιδική της ηλικία έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Η δεύτερη έγινε στην εφηβεία της, με τη συνειδητοποίηση του χάρτινου κόσμου, για να ακολουθήσουν και άλλες.
Μέσα από τις γραμμές της διοχετεύει και στη δική μας ζωή γνώσεις, ήθος, αξίες, την ύπαρξη του σύμπαντος, την αμφισβήτηση και τη βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού, το κάλλος της δημιουργίας.
Έχοντας και πολλές σκοτεινές γωνιές στο παιδικό της μυαλό διαμόρφωσε μια σκέψη δυναμική, διερευνητική, απορριπτική, σταθερή και ρευστή ταυτόχρονα. Οι ημικρανίες άρχισαν να τη βασανίζουν από εκείνη την ηλικία, ενώ μια έμφυτη πεποίθηση πως θα γίνει συγγραφέας την οδήγησε στην πρώτη σχέση της με τα βιβλία, την ανάγνωση. Μέχρι τα δεκαπέντε της είχε διαβάσει πολλά. Η μουσική μπαίνει επίσης στη ζωή της. Αγαπούσε τους Βάγκνερ, Μάλερ, Μπρούκνερ, των οποίων η μουσική ηχεί στο κείμενό της ταυτόχρονα σαν πίνακας ζωγραφικής του Ιερώνυμου Μπος, απεικονίζοντας τη συνειδητοποίηση της τριχοτόμησης του ανθρώπου και της πολλαπλάσιας δικής της.
Το βιβλίο που έπεσε στα χέρια της και τη χαροποίησε ιδιαίτερα ήταν ένα ορθογραφικό και ερμηνευτικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Το βιβλίο των λέξεων. Τις μάθαινε, τις αποστήθιζε, έπαιζε με αυτές. Ακόμη και σήμερα παίζει μαζί τους στα κείμενά της. Το κάνει με έρωτα αυτό το παιχνίδι. Είναι ο αρχικός πηλός των κειμένων της και η διάνοιά της, τους δίνει πνοή. Τα ζωντανεύει.
Το δεύτερο δώρο ήταν μια εγκυκλοπαίδεια όπου πρωτοσυνάντησε τα ποιήματα του Καβάφη: «Θερμοπύλες», «Ιθάκη» και «Παράθυρα». Έκτοτε, μελετώντας τον Καβάφη ανακαλύπτει τη μαγεία και σημασία των λέξεών του και πολύ αργότερα γράφει ένα βιβλίο για την ποίησή του. Η ποίησή του είχε γίνει η λύτρωση και διαφυγή της. Της μιλούσε σε δύο πόλους: της ηρεμούσε το μυαλό και της αγαλλίαζε την ψυχή. Η ίδια από το δημοτικό είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και διηγήματα.
Οι ημικρανίες εξακολουθούν να τη βασανίζουν στο αριστερό τμήμα του εγκεφάλου της, αναγκάζοντάς τη για μέρες να κλείνεται στο σκοτάδι και την ηρεμία. Στο συνεχές διάβασμά της βρίσκει τον αγαπημένο της συγγραφέα και αποφασίζει να μάθει και τη γλώσσα του, για να μην παρεμβάλλεται ούτε η μετάφραση μεταξύ τους. Τον Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι. Αγάπησε τόσο πολύ τα βιβλία του, συγκινήθηκε με τους ήρωές του και αισθανόταν ένας από αυτούς. Αργότερα, εντοπίζει και τον παραλληλισμό: Το υπόγειο με Το σπήλαιο του Πλάτωνα και ο ντοστογιεφσκικός κόσμος γίνεται ο κόσμος της. Μεγάλη της αγάπη είναι η ελληνική αρχαιότητα, η ελληνική γλώσσα και κυρίως οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι.
Έφηβη, με ενοχές μέσα της και την αίσθηση της αδιαίρετης σχέσης του Καλού και του Κακού –«ακόμη και στον παράδεισο κατοικεί ο όφις» αναφέρει η συγγραφέας– που την ταλανίζουν και τη διχοτομούν, ζητά ένα απόγευμα από τον Θεό να της παρουσιαστεί για να πιστέψει σε αυτόν. Τον περιμένει μέχρι αργά το βράδυ και, όταν δεν της παρουσιάζεται, τον πνίγει μέσα της, μαζί με όλα της τα δάκρυα. Αν και την εφηβεία της τη θυμάται με φρίκη, παραδέχεται πως της έμαθε πολλά. Με ασταθή συμπεριφορά, άλλοτε σεμνότυφη και άλλοτε προκλητική, προσπαθεί να εκφράσει τον εαυτό της και τα πρόσωπά της που πλήθαιναν μέσα της.
«Μεγαλώνοντας χωρίς θεό», ένας εσωτερικός ηθικός κώδικας αναδύεται, ο οποίος την οδηγεί στο Καλό και την απομακρύνει από το Κακό. Η ένδειξη του Καλού ή όχι ήταν ένας εσωτερικός πόνος. Αυτή γίνεται η εσωτερική πάλη του εαυτού της μεταξύ του Καλού και του Κακού, η «θεομαχία», οι φοβίες και οι ενοχές, τα όνειρα, οι εφιάλτες, ο άγγελος και ο διάβολος, καθώς και ο πλούτος γνώσεων που αποκτά συνεχώς, στοιχεία τα οποία μεταφέρονται στα βιβλία της.
Έγραφε –και γράφει– με πάθος, σαν η έμφυτη αίσθησή της πως θα γίνει συγγραφέας να είχε μετατραπεί σε αποστολή ζωής. Αυτός ο «παράδοξος άνδρας» που τρύπωσε στο μυαλό της από παιδί, την ωθούσε στη συγγραφή απαιτώντας την καθημερινή της αποκλειστικότητα. Η έμφυτη αυτή τάση την απομάκρυνε από χαρές και απολαύσεις της ζωής, για να αφιερωθεί αποκλειστικά σε αυτήν. Η συγγραφή είχε γίνει αποστολή ζωής, που την υπηρετούσε με στρατιωτική πειθαρχία και αυταπάρνηση ιεραποστόλου.
Έγραφε –και γράφει– με τρόπο εμπνευσμένο και μοναδικό ως προς τα θέματα, την πλοκή και τον πλούτο των γνώσεων. Η γλώσσα σαν κόσμημα λαμπερό έπαιρνε στα χέρια της την ομορφότερή της μορφή και απλωνόταν στις σελίδες για να εκφράσει τις σκέψεις και τις ιδέες της. Εσωτερική πάλη τής στερούσε την ηρεμία. Ποτέ δεν έγινε ομάδα. Ένας έμφυτος αριστοκρατισμός την κρατούσε μακριά από ομάδες, κοινωνικότητα, οπαδούς, κόμματα, συγκεντρώσεις, κι ας της το ζητούσαν.
Μεγαλώνοντας, η μελαγχολία, η αγοραφοβία, η κλειστοφοβία, και αργότερα η κατάθλιψη έκαναν την καθημερινότητά της δύσκολη, ωστόσο η γνώση κυριαρχούσε στη ζωή της. Αποκορύφωση σε αυτή την πνευματική της πορεία υπήρξε η «συνάντησή» της με τον Φρειδερίκο Νίτσε και η επί δεκαετία «συμβίωση» μαζί του. Κατόπιν, «συμπορεύεται» και με τους Κίρκεγκορ, Κάφκα, Γιουνγκ. Οι πανεπιστημιακές της σπουδές στην Αρχαιολογία και Ιστορία τη γεμίζουν γνώσεις, οι οποίες αργότερα γίνονται η πλοκή, τα «ενδύματα» των ηρώων της και οι μάσκες του εαυτού της. Την οδηγούν και σε πολλά ταξίδια σε χώρες όπου ο ελληνισμός και η ορθοδοξία είχαν ακμάσει. Όμως, σε κρίσιμες στιγμές της ζωής της ο κόσμος φαντάζει χάρτινος, καταβυθίζοντάς τη στην απώλεια.
Αφηγείται από απόσταση, σαν να στέκει μπροστά σ’ ένα κάτοπτρο που ελευθερώνει διαδοχικά εικόνες τις οποίες κατακράτησε μέσα του εδώ και εβδομήντα τρία χρόνια.
Μέσω του κριτικού λογοτεχνίας Ανδρέα Καραντώνη γνωρίζει τον ποιητή Δ.Π. Παπαδίτσα. Έκτοτε, αρχίζει με τον ποιητή μια εξαιρετική φιλία, γεμάτη από έμπνευση και δημιουργία, καθώς η κοινή τους αγάπη για την αρχαιότητα, την Ελευσίνα και τους Ορφικούς Ύμνους γεννά αριστουργηματικά λογοτεχνικά κείμενα και μεταφράσεις.
Η Ελένη Λαδιά, στην Εσωγραφία μιας πεζογράφου, χωρίς κανένα προσωπείο καταγράφει μια πορεία γεμάτη από αντιφάσεις, αναιρέσεις, διαπιστώσεις, βεβαιώσεις, πόνους εσωτερικούς, σωματικούς και εγκεφαλικούς, αλλά πάντα με αγάπη για τη συγγραφή. Αφηγείται από απόσταση, σαν να στέκει μπροστά σ’ ένα κάτοπτρο που ελευθερώνει διαδοχικά εικόνες τις οποίες κατακράτησε μέσα του εδώ και εβδομήντα τρία χρόνια. Βλέπουμε το είδωλό της να περπατά, να μεγαλώνει, να μαθαίνει, να ζει, να ματώνει και να πεθαίνει κάθε στιγμή που η ζωή της γίνεται λιγότερη των προσδοκιών της και πιο πτωχή. Και μέσα από αυτές τις αφηγήσεις της τη θαυμάζουμε και την αγαπάμε πιο πολύ. Μέσα από τις γραμμές της διοχετεύει και στη δική μας ζωή γνώσεις, ήθος, αξίες, την ύπαρξη του σύμπαντος, την αμφισβήτηση και τη βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού, το κάλλος της δημιουργίας.
Γράφει με έμπνευση για τη ζωή, αναβαθμίζοντάς τη στο επίπεδο της μεγαλύτερης εκπαίδευσης. Έτσι βιώνει και τη δική της ζωή στα βιβλία της, αμφισβητώντας και απορρίπτοντας συνεχώς για να της δώσει αξίες και νόημα, έχοντας τον χρόνο σύμμαχό της. «Η προσωπική μνήμη είναι ισχυρότερη του χρόνου» δηλώνει η συγγραφέας, και χρόνος, όνειρα και μνήμη έχουν στα κείμενά της διαδραστικές σχέσεις. Ο χρόνος σημαντικός παράγοντας, έχει τη δύναμη να συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του, και η συγγραφέας τον αυξομειώνει, τον παγώνει, τον προεκτείνει, αναμειγνύοντας το παρόν με το παρελθόν, κάνοντάς τον ρευστό και αιώνιο.
Η Ελένη Λαδιά, σεμνή, γοητευτική, συγκινητική και με αφοπλιστική ηρεμία και ειλικρίνεια στο βιβλίο της αυτό στέκει «γυμνή» εμπρός στον αναγνώστη, ξαναζώντας μαζί του αυτό το επίπονο, μοναχικό και κοπιαστικό ταξίδι της στη γνώση, στη ζωή και τη συγγραφή. Αφήνεται τελείως απροστάτευτη και ειλικρινής, για να θαυμάσουμε για μια ακόμη φορά τη συγγραφέα Ελένη Λαδιά και να την αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο ως προσωπικότητα. Και αυτόματα ο αναγνώστης, όπως κι εγώ, θα υποκλιθεί στο συγγραφικό μέγεθός της.
Το βιβλίο Η εσωγραφία μιας πεζογράφου είναι μια βιογραφία η οποία απαιτεί πολλές αναγνώσεις, όχι μόνο για τη γοητεία της γραφής και του «ταξιδιού», αλλά για τις γνώσεις και τις αξίες που το κοσμούν. Προσωπικά θα επανέλθω στο βιβλίο αυτό με ένα εκτενέστερο κείμενο. Ίσως, ένα μικρό δοκίμιο. Είναι η περιεκτικότητα των νοημάτων του η οποία το καλεί, καθώς και η εκλεπτυσμένη τέχνη της γραφής του, η οποία θα το κατατάξει στα αριστουργήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Θεωρώ τυχερή στιγμή όταν, το 2000, το βιβλίο της Ελένης Λαδιά Η Χάρις βρέθηκε στα χέρια μου για να γράψω για αυτό. Έκτοτε διαβάζω και γράφω για τα βιβλία της, κάνοντας κι εγώ αυτή την υπέροχη διαδρομή μαζί της, όπως θα κάνει και κάθε αναγνώστης διαβάζοντας την Εσωγραφία μιας πεζογράφου.
Η εσωγραφία μιας πεζογράφου
Από ένα ψυχοπνευματικόν μυθιστόρημα
Ελένη Λαδιά
Αρμός
352 σελ.
ISBN 978-960-615-199-6
Τιμή €16,50
πηγή : diastixo.gr