Ελένη Γκίκα: «Ιδεολογικά ύποπτη» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη
Με την εκπνοή του εφιαλτικού έτους 2016, η Ελένη Γκίκα πρόσθεσε ένα ακόμα δυναμικό έργο στον μεγάλο κατάλογο των βιβλίων και των συμμετοχών της σε συλλογικές εκδόσεις. Έδωσε μια όμορφη συλλογή είκοσι τριών ιδιότυπων κειμένων που η ίδια η έμπειρη συγγραφέας και αισθαντική ποιήτρια χαρακτηρίζει «διηγήματα».
Πρόκειται για ένα σύνολο ποιοτικών σύντομων κειμένων με έκδηλη την ποιητική διάθεση που χαρακτηρίζει την πυκνή, περιεκτική, πολυσυλλεκτική γραφή της. Θεωρώ περιεκτική τη γραφή της Ελένης Γκίκα γιατί, λόγω της πολυγνωσίας και της κατοχής τεράστιας έκτασης και κυριαρχίας στο πεδίο της λογοτεχνίας, με σταθερό σημείο το κεντρικό της θέμα ή πρόσωπο την ίδια στιγμή έχει την ευχέρεια και τη δυνατότητα να κάνει ανοίγματα και αναδρομές με αναφορές σε κείμενα άλλων συγγραφέων, να παίρνει είτε ό,τι έχει σχέση με το θέμα που διαπραγματεύεται είτε ό,τι θεωρεί απαραίτητο στην εξέλιξη του προκείμενου δικού της και να ενσωματώνει αριστοτεχνικά συναφή ή ετερόκλητα, μπορεί και τα μεν και τα δε, στο δικό της κείμενο.
Αν και κάθε επιμέρους αφήγημα διατηρεί την αυτοτέλεια και την ιδιαιτερότητά του, στο υπόστρωμα υπάρχει συνδετικός ιστός πλεγμένος από όνειρα και άνθη ευλαβείας που δημιουργεί συνοχή, τρόπον τινά ένα «σύστημα ασφαλείας», και δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια στη συγγραφέα να επεκτείνει το εύρος της δημιουργίας της ίσαμε το τελικό στάδιο με τη σιγουριά ότι «Όλα θα τα νικήσει, αυτή», όπως «Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί».
Οι 23 μικρές, καθημερινές –όχι και τόσο– ιστορίες, κομμάτια, θαρρείς από τη σάρκα, από την ψυχή της, διαπνεόμενες στο σύνολό τους από άρωμα αισθησιασμού, διαρθρωμένες αρμονικά πάνω σε ποιητικό υπόβαθρο με σιγανούς μελωδικούς ρυθμούς, δημιουργούν ένα πολυεπίπεδο, συγκροτημένο, πολύ ενδιαφέρον αφήγημα, συνθέτουν το συγγραφικό, ποιητικό σύμπαν της Ελένης Γκίκα.
Τώρα, στον ανθόκηπο και τα μυστήρια της «Ιδεολογικά ύποπτης» κυρίας των λουλουδιών και των αρωμάτων. Λουλούδια, μια ολόκληρη ζωή λουλουδότοπος ποιητικός η ζωή της συγγραφέως. Δεκάδες λουλούδια, ένας τεράστιος κατάλογος με ονόματα λουλουδιών εγχώριων και εισαγόμενων δημιουργούν ευχάριστη διάθεση με τις ιλαρές εικόνες που σχηματίζουν, καθώς ο χρωστήρας της γραφής τοποθετεί το καθένα στη θέση που του αρμόζει ώστε να δημιουργούνται ζωγραφικά σύνολα.
Ονόματα όχι μόνο λουλουδιών, αλλά και βιβλίων, μυθιστορηματικών ηρώων και ηρωίδων, κυρίως ποιητών και ποιητριών, όπως και αναφορές σε άλλων δημιουργών κείμενα, ένας κατάλογος κοντολογίς ανεξάντλητος, με προβλημάτισαν θετικά πριν αρχίσω τις «διαπραγματεύσεις» με τα γεγονότα και τα φαινόμενα, με τις μεταξύ τους σχέσεις και με την αναγκαιότητα ύπαρξής τους σε μια ιδιότυπη συλλογή διηγημάτων που συναποτελούν τα κομμάτια ενός παζλ ετερόκλητων «συμβιούντων» πραγμάτων, όπως άλλωστε επισημαίνεται πληροφοριακά στο οπισθόφυλλο:
«23 ιστορίες για τη γέννηση, τη μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο, για το πρόσωπο και το προσωπείο, με όλους τους αφηγηματικούς τρόπους, σαν παραμύθι, θεατρικός μονόλογος, εγκιβωτισμένη ιστορία, κινηματογραφική σκηνή» – όλα αυτά συνθέτουν «το κατακερματισμένο μυθιστόρημα μιας ιδεολογικά ύποπτης ζωής», ενός ιδεολογικά ύποπτου, κοινωνικοπολιτικά και ηθικά κατακερματισμένου κόσμου. Όπως είδε τον εαυτό της σ’ ένα όνειρο ποίημα κι εφιάλτη μαζί:
«...Καθόταν στην κούνια της, λέει, πάνω από τις αγριοτριανταφυλλιές, κουνιόταν στον άνεμο και φούσκωνε όνειρα κι ευδαιμονία η καρδιά της. Το άρωμα έφτανε ως τα σπλάχνα της [...]. Ξύπνησε πέφτοντας απ’ την κούνια της, σαν πορσελάνινη κούκλα, κομμάτια. Μισά μπουμπούκια π’ εδώ, μισά απ’ εκεί, στη μέση ένα μπουμπούκι, η καρδιά της. Κοτσάνια τα μικρά της χέρια, ριζούλες το αριστερό της πόδι, το δεξί κρίνος. Τα μαλλιά της αγριοτριανταφυλλιές. [...] Όλη τη μέρα το σκεφτότανε: “Πού τις θυμήθηκα τώρα τις αγριοτριανταφυλλιές;” Πώς έσπασε έτσι σαν την παιδική της κούκλα!»
Ο κόσμος της, μια πορσελάνινη κούκλα, ένα παιδί που δεν λέει και δεν θέλει να μεγαλώσει σ’ έναν αδιάφορο, διαλυμένο κόσμο. Και γιατί, άλλωστε. Αν και, ως ιδεολογικά ύποπτη, «έδειχνα δυνατή, υπήρξα το πιο αδύναμο και τρομαγμένο πλάσμα της γης. [...] Μέσα μου μια μοναξιά κατρακυλούσε σαν σκαντζόχοιρος και με μάτωνε [...] έμπαινα στο σπίτι όπως πάντα ντυμένη καθώς πρέπει με μια μονόχρωμη μονοτονία».
Η μοναξιά με το χρώμα της ερημιάς είναι παντού: Στο εδώ, στο εκεί, στο πουθενά, στις άδειες Κυριακές κυρίως, που «όλα είναι σιωπηλά» και «θέλεις δεν θέλεις τους ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου...».
Ξεκινώντας από τη βάσιμη υποψία πως η ξανθιά κυρία με το φουντωτό μαλλί κάποιο μυστήριο κρύβει στον κόρφο της, και ότι κάποιο μυστικό πάει ν’ αποκαλύψει βαδίζοντας προσεχτικά κι αμέριμνα σαν σε «σταθερή τροχιά» στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους ανάμεσα στις ανθισμένες ορτανσίες που σχηματίζουν αρμονικές ομοιόμορφες βραγιές, την ακολούθησα, ερήμην της, διατηρώντας πάντα μια απόσταση ασφαλείας που με προφύλασσε από το να πέσω στην αντίληψή της, και βρέθηκα μπροστά σε ομηρικές εικόνες εκπάγλου αρχαϊκής ωραιότητας, με πρώτη και σταθερή αξία την κούνια της ηρωίδας της:
«Η κούνια της ήταν στερεωμένη σε έναν παμπάλαιο πεύκο. Διχαλωτό σαν αγκαλιά, με ρίζες που υπήρχαν ήδη όταν το σπίτι της Κηφισιάς ήταν χωράφι», εικόνα που παραπέμπει άμεσα στην αμετακίνητη ξύλινη κλίνη, ή άλλως στο «ριζωμένο κρεβάτι» της Πηνελόπης και του Οδυσσέα (Οδύσσεια ψ 183 και εξής έως 204).
Ο κόσμος της, μια πορσελάνινη κούκλα, ένα παιδί που δεν λέει και δεν θέλει να μεγαλώσει σ’ έναν αδιάφορο, διαλυμένο κόσμο. Και γιατί, άλλωστε. Αν και, ως ιδεολογικά ύποπτη, «έδειχνα δυνατή, υπήρξα το πιο αδύναμο και τρομαγμένο πλάσμα της γης. […] Μέσα μου μια μοναξιά κατρακυλούσε σαν σκαντζόχοιρος και με μάτωνε […] έμπαινα στο σπίτι όπως πάντα ντυμένη καθώς πρέπει με μια μονόχρωμη μονοτονία».
Δεν έχει σημασία αν αυτή η αναφορά είναι συνειδητή – και γιατί να μην είναι; Η Ελένη Γκίκα έχει τόσον αποθησαυρισμένο μέσα της πλούτο γνώσεων, τόσον όμορφο ποιητικό κόσμο εσωτερικευμένο, έρωτες ανθοβολημένους, δυνατά πάθη. Και μπορεί να πραγματοποιεί πτήσεις «υπεράνω πάσης υποψίας» – αλλού τη χάνω από τα μάτια μου για να την ξαναβρώ στην «Πόλη των γλάρων» της αείμνηστης Νένης Ευθυμιάδη και σε πολλών άλλων τα κείμενα, στις υπέροχες ανεπίδοτες επιστολές όπου η ηρωίδα της προβάλλει ξέσκεπη, χωρίς προκαταλήψεις και ενδοιασμούς, τρυφερά, απόλυτα ερωτική, παθιασμένη, αποκαλυπτικά εξομολογητική:
«Έχει ο έρωτας σύνεση να δεις το πώς θα σ’ αγαπήσει ο άλλος; [...] Δίχως δεύτερη σκέψη σ’ ακολούθησα... Αναζητούσα το βλέμμα σου πίσω απ’ τα χοντρά υπερμετρωπικά γυαλιά σου και την καρδιά σου μέσα απ’ το γκρίζο κοστούμι. Αγάπησα ό,τι δικό σου. Τα παιδιά σου, τ’ αμάξι σου, τη γυναίκα σου. Το δρόμο που περπατούσες, το σπίτι που γυρνούσες...», κυνηγώντας το άπιαστο, ανεκπλήρωτο όνειρο ίσαμε «να διεκδικήσει μια δεύτερη ολοδική της μυστική ζωή».
Οι 23 μικρές, καθημερινές –όχι και τόσο– ιστορίες, κομμάτια, θαρρείς από τη σάρκα, από την ψυχή της, διαπνεόμενες στο σύνολό τους από άρωμα αισθησιασμού, διαρθρωμένες αρμονικά πάνω σε ποιητικό υπόβαθρο με σιγανούς μελωδικούς ρυθμούς, δημιουργούν ένα πολυεπίπεδο, συγκροτημένο, πολύ ενδιαφέρον αφήγημα, συνθέτουν το συγγραφικό, ποιητικό σύμπαν της Ελένης Γκίκα, μιας τόσο γνωστής και τόσο άγνωστης, τόσο κοντινής και τόσο απόμακρης, τόσο προσεγγίσιμης και τόσο απροσπέλαστης ποιήτριας, «ιδεολογικά ύποπτης» συγγραφέως, μιας ιδιαίτερης μορφής της Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Ιδεολογικά ύποπτη
Ελένη Γκίκα
Καλέντης
136 σελ.
ISBN 978-960-594-017-1
Τιμή: €8,00
πηγή : diastixo.gr