Ελένη Γκίκα: «Η ωραία της νύχτας»

2018-03-22 17:43

Ελένη Γκίκα: «Η ωραία της νύχτας»

«… Για όλο τον κόσμο οι άλλοι είναι στήριγμα και παρηγοριά, αλλά για μένα η κόλασή μου υπήρξαν οι άλλοι. Αν, όπως λένε, ο άνθρωπος είναι το προϊόν των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας, τότε δεν έχω ελπίδα. Αλλά μόνο τραύματα επουλώνω, που ξανανοίγουν σαν τα πηγάδια και βγάζουν ό,τι με επιμέλεια πίστεψα πως έχω αφήσει στο παρελθόν. Το χτες είναι η κοντινή εποχή μας. Παντού χώνεται. Είναι ο φόβος που σηκώνεις σήμερα, ο φόβος που θ’ αναπνέεις για όσο θα έχεις συνείδηση, αλλά μπορεί και μετά…» (σελ. 173)

Με ένα εξώφυλλο όπου μόνη της η μαυροντυμένη, όχι όμως βαρυπενθούσα, νεαρή γυναίκα κεντάει, περνώντας με τόσο αφηρημένη συλλογή τις βελονιές στον καμβά που κάποτε ήταν λευκός και όπου ολομόναχη με το εργόχειρό της καλύπτει τη μουντή λευκότητα του άδειου χώρου που ορίζει την ερημιά της μοναξιάς της, το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα εισάγει ευθύς αμέσως στο περιεχόμενο που είναι τα πεπραγμένα της τραγικής ηρωίδας της.

Μιας ηρωίδας που «ράβε-ξήλωνε», «ύφαινε-ξεΰφαινε, δουλειά να μη σου λείπει», προσπαθεί να συναρμολογήσει, να ενώσει τα κομμάτια της κατακερματισμένης ζωής της και να τα συρράψει για να καθορίσει η ίδια τον προσωπικό της κόσμο και χώρο, τον εαυτό της πρωτίστως˙ να δει τη ζωή της σε ένα ταμπλό και τον εαυτό της σε ένα σταθερό σημείο, συμμαζεμένο από το χάος των ανασφαλειών εξαιτίας των ενοχών που την καθιστούν μετέωρη˙ να βρει τον αρχιμήδειο τόπο της. Να βγει από την ανυπαρξία που η ίδια με τις ανόσιες πράξεις της επέλεξε και η κοινωνική δεοντολογία διά της δικαιοσύνης της επέβαλε· και να υπάρξει!

Συναρμογή από κομμάτια μιας τεμαχισμένης οικογενειακής ζωής θα μπορούσε, ίσως, εύλογα να χαρακτηρίσει κανείς την Ωραία της νύχτας, το τιτλοφορούμενο έτσι πρόσφατο μυθιστόρημα της πολυγραφότατης, της αστείρευτης ποιήτριας Ελένης Γκίκα που με αυτό εγκαινίασε το 2018. Η δράση κινείται σε περισσότερα από τρία επίπεδα, ήτοι: στα συμβάντα που προηγήθηκαν του φονικού της κεντρικής ηρωίδας, δηλαδή στην προϊστορία του προσωπικού της δράματος, στον έγκλειστο βίο της και στον εκτός φυλακών πρότερο βίο της. Παράλληλα, μετέχει του νοητού και του φυσικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Και αποδεικνύει περίτρανα πως το κακό έχει πολύ βαθιές ρίζες, έχει παραφυάδες, αλλά και κλώνους.

Ωστόσο, παρά τα όσα έχουν συμβεί και μεσολαβήσει, ακόμα και οι φόνισσες εξακολουθούν να έχουν δικαίωμα στη ζωή, απαιτούν δικαίωση και μια θέση στο «αμιγώς» αναμάρτητο σώμα της οικογένειας και της κοινωνίας, από το οποίο, για διάφορους λόγους, κυρίως πληρώνοντας αμαρτίες όχι δικές τους, άλλων, σαφώς κάποιων προγόνων, αποκόπηκαν βιαίως, είτε εκουσίως είτε ακουσίως. 

Οριοθετεί και δομεί μια σύγχρονη ανθρώπινη τραγωδία που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά, σχεδόν με τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά.

Τα επίπεδα όπου εξελίσσεται η μυθιστορία, εκ πρώτης όψεως και επαφής με το κείμενο, είναι επάλληλα, οπότε το πρότερο καλύπτεται από το επόμενο, που η δράση το επικαιροποιεί για να καλυφθεί και αυτό από κάποιο επόμενο, που με μαθηματική ακρίβεια σε απροσδιόριστο, ίσως και σε τακτό, χρόνο θα συμβεί. Ωστόσο, κάποτε, με τις αναμοχλεύσεις πεπραγμένων πρότερου βίου, τα γεγονότα διά της μνήμης έρχονται ξανά στην επιφάνεια και σε σχέση διαδοχής, ενίοτε, και προβάλλουν σε ένα ταμπλό ως ενιαία ενότητα πολλών επιμέρους συμβάντων ενός όλου.

Η Ελένη Γκίκα κατάφερε να στήσει αυτό το μυθιστόρημα σε γερές βάσεις πάνω σε μια μελετημένη αρχιτεκτονική. Ξεκίνησε από το σκελετό μιας τριώροφης, π.χ., οικοδομής με υπόγειους χώρους, όπου κυρίως εστιάζονται οι απαρχές διαδοχικών φονικών: α-συν-είδητο και υπο-συν-είδητο, όπου είναι εγγεγραμμένα με ανεξίτηλα γράμματα και αποτυπωμένα τα πεπραγμένα των προγόνων, τα οποία προκαθορίζουν και ορίζουν τη μοίρα των επιγόνων διαδοχικά: «Τα σπίτια θυμούνται, τα σπίτια κλείνουν στους τοίχους και στα θεμέλια τους δικούς τους θανάτους, διασώζοντας έτσι μια αιωνιότητα που σε σημαδεύει για πάντα […], ώσπου να γίνεις η ίδια πόνος, φωτιά, στάχτη και ξανά πληγή, πυρκαγιά […] Ήρθα για να τελειώσω επιτέλους τις παλιές μου αγάπες και ξανάνοιξαν δυστυχώς οι αρχαίες πληγές. Ο τόπος είναι τρόπος…», τρόπος ζωής, προσθέτω, που διαμορφώνει και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ακριβώς γιατί είναι φορτισμένος από το παρελθόν, από τον βιωμένο χρόνο των άλλων γενεών.

Έτσι, δίχως τους υπόγειους χώρους, τα διαμερίσματα των άνω ορόφων είναι κενά. Αλλά, και χωρίς το περιεχόμενο ζωής των άνω ορόφων, οι σοδειές των αιώνων στις καταπακτές των υπογείων δεν έχουν διέξοδο. Άρα μεταξύ άδηλου ασυνειδήτου/υποσυνειδήτου και συνειδότος υπάρχει αναγκαστικά, εκ προοιμίου, άρρηκτη σχέση αμοιβαιότητας.

Αυτήν ακριβώς την εξαρτημένη και σταθερή σχέση ασυνειδήτου/υποσυνειδήτου και εγκλήματος εκμεταλλεύτηκε με μεγάλη, ομολογουμένως, επιδεξιότητα η ποιήτρια/συγγραφέας, γεγονός που προκύπτει από την εξονυχιστική ανάλυση των χαρακτήρων τόσο ως φύσεων, όχι απαραίτητα εγκληματικών, σίγουρα όμως θανατικά βεβαρυμένων κληρονομικά, όσο και ως ατόμων διχασμένων με ευαισθησίες. Με αυτόν τον τρόπο, δεν απογυμνώνει τις ηρωίδες της ηθικά, δεν τις παρουσιάζει ως στυγνές φόνισσες, αλλά δείχνει και καλές πλευρές που μουντζουρώθηκαν από το αίμα κι από τους καπνούς των φονικών.

Δεν περιγράφει σκηνές τρόμου. Ακολουθώντας τη δομή της αρχαίας τραγωδίας, συνειδητά ή ενστικτωδώς, δεν έχει σημασία, οριοθετεί και δομεί μια σύγχρονη ανθρώπινη τραγωδία που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά, σχεδόν με τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά. Το δράμα περνάει από τις ίδιες περίπου διαδικασίες και φάσεις και καταλήγει σε πανομοιότυπο αποτέλεσμα: την απώλεια φυσικής ζωής, που είναι ορατή και αδιαμφισβήτητη, καθώς και σε παράπλευρες απώλειες ηθικών και άλλων σημαντικών κοινωνικών αξιών.

Τον βασικό κορμό της τραγωδίας κρατάει ο μυθιστορηματικός χρόνος και τόνος, η εξιστόρηση των γεγονότων πότε διαδοχικά, πότε με αναδρομές στο παρελθόν και υπόμνηση παλαιών συμβάντων, ενίοτε και υποτιθέμενα μελλοντικώς. Γιατί υπάρχουν και άδηλα φονικά, εκείνα που επωάζονται σε άδηλο χώρο και χρόνο. Αυτός ο κορμός κυλάει και ανεξάρτητα από τα εμβόλιμα και τα πέριξ κινούμενα πρόσωπα και γεγονότα. Με τον τρόπο αυτό, η Ελένη Γκίκα αναδεικνύει σφαιρικά τα γεγονότα και προβάλλει ολοκληρωμένα τα πρόσωπα είτε ως θύματα είτε ως θύτες, κυρίως ως θύματα και ακολούθως ως θύτες, που κάποια στιγμή παραφροσύνης παίρνουν στα χέρια τους την απονομή δικαιοσύνης και εκτελούν. Έτσι, όταν πια ο σύζυγος πέρασε κάθε όριο, από θύμα η ηρωίδα της έγινε ο θύτης του βασανιστή της:

«Ο σύζυγος έπινε πολύ και τη ζήλευε παθολογικά. Την υποπτευόταν ότι είχε εξωσυζυγική σχέση με κάποιον κάτοικο της περιοχής. Δεν δίστασε μάλιστα να επιτεθεί στον υποτιθέμενο εραστή […] Τότε ήταν που η 26χρονη αποφάσισε να δολοφονήσει τον σύζυγό της. Προμηθεύτηκε τρία μπιτόνια βενζίνη […] Το βράδυ […], όταν ο Παναγιώτης αποκοιμήθηκε τυλιγμένος με μια κουβέρτα, εκείνη τον περιέλουσε με βενζίνη και πέταξε πάνω του ένα αναμμένο σπίρτο. Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα…»

Από δεκατεσσάρων ετών που την είχε βιάσει, την «έψηνε» με τη συμπεριφορά του ίσαμε που την έφερε στο αμήν της αντοχής και της υπομονής, στο «δεν έχει άλλο». Και τον εκδικήθηκε, «βάζοντας τέλος στις λεπτομέρειες…» (σελ. 161)

Η εγγονή της, ωστόσο, πενήντα χρόνια μετά, στα 26 της, όπως η γιαγιά της, για διαφορετικούς λόγους εκείνη, γίνεται «η τίγρης του Κορωπίου» (σελ. 182), πηγαίνει στο σπίτι του εραστή της, από τον οποίο έχει αποκτήσει δύο παιδιά, και δολοφονεί τη νόμιμη σύζυγό του, μητέρα, επίσης, δύο ανήλικων παιδιών. 

Ως αισθαντική ποιήτρια, πρωτίστως, η Ελένη Γκίκα δεν αρκείται στην περιγραφική εξιστόρηση των γεγονότων και στον τρόπο εκτέλεσης, στο αποτέλεσμα. Ερευνά το γιατί, χώνεται στις καταπακτές των υπογείων, στα καταχθόνια της ψυχής, στα άδυτα των αδύτων των ηρωίδων της.

Και τα πάθη των γυναικών δεν τελειώνουν…

Μίλησα για τραγωδία, ερμηνεύοντας με τις δικές μου προσλαμβάνουσες τις δομές του έργου της συγγραφέως, τις προθέσεις και τις δυνατότητές της να κατευθύνει τη ροή κατά το δοκούν, κρατώντας η ίδια τον ρόλο του αφηγητή, αλλά και ως μετέχουσα στα δρώμενα και, ως εκ τούτου, αποτελεί μέρος τους είτε για να διαλευκάνει μια κατάσταση είτε για να βοηθήσει στην ανίχνευση των αιτίων·και κάποτε, όταν θεωρεί αυτό σκόπιμο ή απαραίτητο, παρεμβαίνει ή επεμβαίνει, αφενός να δώσει τα φονικά στις πραγματικές τους διαστάσεις και στις επιπτώσεις τους σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο· και, παράλληλα, να αποδείξει ως αίτιον και απαρχή όλων των κακών τον πραγματικό δολοφόνο, αναλύοντας εξονυχιστικά τους χαρακτήρες, ψάχνοντας το αίτιο ή τις αιτίες που δημιούργησαν τα πάθη, τα οποία οδήγησαν τις ηρωίδες της επαναλαμβανόμενης οικογενειακής τραγωδίας στο αιτιατό, στο αποτέλεσμα που είναι το πρόσφατο φονικό.

Ως αισθαντική ποιήτρια, πρωτίστως, η Ελένη Γκίκα δεν αρκείται στην περιγραφική εξιστόρηση των γεγονότων και στον τρόπο εκτέλεσης, στο αποτέλεσμα. Ερευνά το γιατί, χώνεται στις καταπακτές των υπογείων, στα καταχθόνια της ψυχής, στα άδυτα των αδύτων των ηρωίδων της, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τα εγκλήματα βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, αναλύοντας τους χαρακτήρες. Σκοπός της είναι να ρίξει φως στις σκοτεινές πτυχές του δράματος που βιώνουν οι τραγικοί ήρωές της, όχι μόνο οι φανεροί εκτελεστές, αλλά κι εκείνοι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μετείχαν των εγκλημάτων, αλλά είναι ανίκανοι να αντισταθούν στα σκοτεινά ένστικτά τους που κινούν τα πάθη, ικανοί ωστόσο να αφαιρέσουν τη ζωή του άλλου, άσχετα αν είναι ή δεν είναι ένοχος.

Όμως η τραγωδία έχει και στάσιμα, χορικά που άλλοτε ερμηνεύουν και άλλοτε προειδοποιούν τους θεατές για τα επόμενα, σαφώς, στις πιο δραματικές καταστάσεις, παρουσιάζουν ευχάριστες πλευρές της ζωής, παρηγορητικές στιγμές που ενισχύουν την αντοχή των θεατών για να υπομείνουν τα επόμενα κακά. Αυτό κάνει και η Ελένη Γκίκα, με την παρεμβολή περιγραφών μιας άλλης υπαρκτής, μπορεί και υποτιθέμενης ή επιθυμητής, ευχάριστης πραγματικότητας, που δείχνει πως υπάρχουν και άλλες όψεις της ίδιας πραγματικότητας και δημιουργούν διαλείμματα για πρόσκαιρη ανάσα.

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα που δίνει μια άλλη, εύοσμη διάσταση στα δεδομένα:eleni gkika

«Από το ανοιχτό παράθυρο το μελτέμι δίνει στα κεντημένα κουρτινάκια φτερά, μια πεταλούδα κίτρινη με μοβ ανταύγειες δεν φοβάται, έχει καθίσει πάνω στο βάζο με τα μανουσάκια, ο αμάραντος δίπλα είναι πάντοτε μια σταθερά, δίπλα στα εφήμερα ταπεινά βασιλικά […] τα χαϊδεύω και μυρίζω τα δάχτυλά μου βαθιά, φτάνει το άρωμα μέχρι τα φυλλοκάρδια […]. Καταπίνω τον γευστικότατο εικοστό κεφτέ και ευελπιστώ, όσο γράφω την ιστορία, να τη δω ν’ ανθίζει εδώ στο χωριό. Της το λέω κιόλας:

“Σ’ εσένα, Φωτεινούλα, να δεις που θ’ ανθίσει”».

Της το εύχομαι ολόψυχα.

 

Η ωραία της νύχτας
Ελένη Γκίκα
Διάπλαση
248 σελ.
ISBN 978-960-567-143-3
Τιμή: €13,50
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr