Ελένη Γκίκα: «Η κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα»
Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της Ελένης Γκίκα με τον αντιφατικο τίτλο: Η κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα, αναρωτήθηκα: Πώς είναι δυνατόν μια κούκλα, ακόμα και η… πιο ευφυής, να ονειρεύεται την Έλενα. Και γιατί οι Κυριακές να είναι τόσο βαρετές για την Έλενα, για την όποια Έλενα. Και πώς της ήρθε και γιατί να το γράψει η Ελένη Γκίκα αυτό το πανέμορφο, το συναρπαστικό από κάθε άποψη βιβλίο, μια συγγραφέας έμπειρη, που ό,τι γράφει στηρίζεται σε συγκεκριμένους λόγους, και σίγουρα ξέρει ότι πίσω από κάθε πρόβλημα υπάρχουν τα γενεσιουργά αίτια, για κάθε αιτιατό υπάρχει πίσω του μια αιτία που το δημιούργησε. Και πίσω από τα λαμπερά χρώματα, την υπέροχη πλοκή των λέξεων, την ελκυστική κι απολαυστική ιστορία, τη γοητευτική αφήγηση του παραμυθιού, υπάρχει η αλήθεια, μια πραγματικότητα που δεν είναι πάντα όμορφη. Οι συγγραφείς, ενώ αντλούν το υλικό τους από τη ζωή, από τα καθημερινά δρώμενα, ατομικά και κοινωνικά και, κυρίως από την «ψυχολογία του βάθους», την ξεπερνούν, γιατί δημιουργούν ένα περιβάλλον μέσα από το οποίο η αλήθεια ξεπηδάει από μόνη της.
Το θέμα που απασχολεί τη συγγραφέα έχει δύο σκέλη: Το πώς και το γιατί ονειρεύονται οι κούκλες και το πώς και το γιατί είναι βαρετές οι Κυριακές για την Έλενα. Έτσι τίθενται (όχι «τίθονται») δύο σοβαρά ερωτήματα και πρέπει να δοθούν πειστικές απαντήσεις.
Ονειρεύονται οι κούκλες; Φυσικά. Ονειρεύονται οι κούκλες και όλα τα άψυχα, όπως ονειρεύονται τα μοναχικά παιδιά και διαλέγονται με τα πράγματα του χώρου που τα περιβάλλει. Με τη δυναμική, την ακαταμάχητη γοητεία, την ποίηση του παραμυθιού στον χωροχρόνο όπου όλα ζουν στον κόσμο της παιδικής ηλικίας του Μάγου, στον αθώο κόσμο, στο μαγικό περιβάλλον που δημιουργεί το παιδί με τη φαντασία του, συντελείται το μέγα θαύμα της ζωοποίησης των πάντων: Όχι μόνο τα ένζωα και τα έμψυχα, αλλά και όσα αποκαλούμε «νεκρή φύση» αποκτούν ζωή, έχουν και φωνή, μιλούν, κινούνται, έχουν αισθήσεις, αισθήματα και συναισθήματα, αισθάνονται, χαίρονται, πονούν, ονειρεύονται. Κλαίνε και γελούν και επικοινωνούν μεταξύ τους.
Υπάρχει κι αυτός ο μη ων κόσμος της φαντασίας, ο ασύλληπτος, ο αγεωγράφητος κόσμος, ο απερινόητος, ο υπέρλογος κόσμος της ποίησης. Εκεί οι κούκλες που είναι ομοιώματα ανθρώπων και όντων του ζωικού βασιλείου κάνουν ό,τι και τα όντα που υποδύονται στην καθημερινή τους συνάφεια.
Τα παιχνίδια είναι η σωτήρια καταφυγή των παιδιών σε ώρες μοναχικές. Είναι ομοιώματα ανθρώπων και όντων του ζωικού βασιλείου. Και είναι εύκολο και εύλογο τα μικρά παιδιά να μην μπορούν και να μη θέλουν να τα θεωρούν διαφορετικά. Τα μοναχικά παιδιά και όλα τα παιδιά του κόσμου δεν αγαπούν τον ρεαλισμό.
Ε, λοιπόν, γιατί μια κούκλα να μην ονειρεύεται τη συνάντηση με την Έλενα που την έχουν κουράσει οι βαρετές Κυριακές; Κι έχει μαζέψει κούκλες από πολλά μέρη του κόσμου και δημιούργησε το πανέμορφο κουκλόσπιτό της όπου βρίσκει την παρέα που της λείπει τις Κυριακές τα μεσημέρια που είναι μόνη στο σπίτι. Από ένα σπίτι με κούκλες διαφορετικές, δεν μπορεί να λείπει ένα πρόσωπο με υπερφυσικές ικανότητες που είτε πραγματοποιεί είτε βοηθάει να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες της Έλενας, όπως και κάθε παιδιού που βιώνει τη μοναξιά.
Και να που υπάρχει η Κυρα-Μαγδαληνή, η καλή Μάγισσα-Μάγια, μια καλή μάγισσα που ζούσε «στην άκρη του χωριού, σ’ έναν ολάνθιστο κήπο δίπλα στη θάλασσα…».
Τις νύχτες έπιανε κουβέντα με τ’ αστέρια που της φανέρωναν τι ήθελαν τα παιδιά. Για την Έλενα και για όλους τους φίλους της το όνομα της Κυρα-Μαγδαληνής είναι σκέτο Μάγια. Όταν έμαθε για τη μοναξιά και τη βαρεμάρα της Έλενας τις Κυριακές, της χάρισε μια πανέμορφη κούκλα.
«Είναι η Καππαδόκισσα κούκλα της γιαγιάς μου» της είπε «και σου τη δίνω για να σου κρατάει συντροφιά τα μεσημέρια της Κυριακής».
Έτσι άρχισε η φιλία της Έλενας με τη Μάγισσα Μάγια.. Από ευγνωμοσύνη η Έλενα ονόμασε την Καπππαδόκισσα κούκλα «Μάγια», που έγινε η καλύτερη φίλη της και κάποια στιγμή άρχισε να μιλάει για ένα σωρό παράξενα και μαγικά πράγματα. Αυτό ήταν η αρχή. Μετά προστέθηκαν κι άλλες κούκλες, ως και μια μαυρούλα, που ομόρφυναν τα κυριακάτικα μεσημέρια της Έλενας. Κι όχι μόνο αυτό. Οι κούκλες είχαν φωνή και μιλούσαν! Όμως κάποια κούκλα, η Μπεατρίς, η αδερφή της Ιρέν, έλειπε. Υπήρχε μια «απουσία». Η Έλενα έφτιαξε μια όμορφη Χαβανέζα πήλινη κούκλα, την «Απουσία», για δώρο στη Μάγια-Μάγισσα, αλλά ως «Παρουσία».
«Μια κούκλα δεν μπορεί να γίνει απουσία ποτέ, μόνο εσύ μπορείς να κάνεις παρουσία μια απουσία» της απάντησε η Μάγια.
Τέλος η Μάγια η Μάγισσα έκανε δώρο στην Έλενα την Μπεατρίς και της είπε:
«Η Μπεατρίς σε ονειρεύτηκε χθες και μου ζήτησε να έρθει σε σένα».
Και της χάρισε την κούκλα που γέμισε χαρά την Έλενα. Ωστόσο, και οι δυο αδερφές κούκλες, η Ιρέν και η Μπεατρίς, «είχαν ονειρευτεί τη μικρή Έλενα που μεγάλωνε μοναχικά σ’ ένα εξοχικό σπίτι».
Με το παραμύθι αυτό η Ελένη Γκίκα απαντά στο πρόβλημα που την απασχολεί και που είναι η μοναξιά που βιώνουν τα μοναχικά παιδιά, ερμηνεύει με τον τρόπο της την άρρηκτη σχέση και επικοινωνία που έχουν τα παιδιά με τα παιχνίδια τους, και επισημαίνει πόσο αυτό γεφυρώνει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στα μοναχικά παιδιά και τους γονείς, όσους, τέλος πάντων, έχουν την ευθύνη για το μεγάλωμα και την ευτυχία ή τη δυστυχία τους. Τα παιχνίδια είναι η σωτήρια καταφυγή των παιδιών σε ώρες μοναχικές. Είναι ομοιώματα ανθρώπων και όντων του ζωικού βασιλείου. Και είναι εύκολο και εύλογο τα μικρά παιδιά να μην μπορούν και να μη θέλουν να τα θεωρούν διαφορετικά. Τα μοναχικά παιδιά και όλα τα παιδιά του κόσμου δεν αγαπούν τον ρεαλισμό. Αλλά ποιος τα ρωτάει; Η παρουσία του ανθρώπου, του μπαμπά και της μαμάς είναι υποτυπώδης.
Για τη μικρή ηρωίδα του παραμυθιού, την Έλενα, οι κούκλες είναι η συντροφιά της, έχουν τον ρόλο συμπαικτών και συνομιλητών σαν πραγματικά παιδιά. Τα παιδιά όπως η Έλενα δημιουργούν τον μαγικό τους κόσμο, όπως τον θέλουν, όπως τα βολεύει. Και τον χαλούν για να τον ξαναφτιάξουν. Είναι ικανά τις απουσίες να τις αναπληρώσουν με τα μέσα που διαθέτουν. Να μαντέψουν τι θα ήθελε μια κούκλα, όπως η Ιρέν που γύρευε την αδερφή της, και η Έλενα με τον δικό της τρόπο έκανε την Απουσία Παρουσία.
Ωστόσο το παραμύθι έκλεισε με τις δυο αδερφές «που ονειρεύτηκαν την Έλενα και ταξίδεψαν για να τη συναντήσουν σαν παιχνίδια της (…) για να κάνουν “Παρουσία” μια κούκλα που κάποτε θα μπορούσαν να την πουν “Απουσία” ή “Μοναξιά”». Έτσι, η Κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα διατηρεί τα μαγικά στοιχεία του παραδοσιακού παραμυθιού, κινείται σ’ έναν χώρο απροσδιόριστο τοπικά και χρονικά, «κάπου σ’ ένα εξοχικό σπίτι», αόριστα, έχει σε πρωταγωνιστικό ρόλο τη μάγισσα, μια προσωπικότητα του παραμυθιού που χωρίς την παρουσία της δεν θα μπορούσαν να γίνουν πράγματα που πραγματοποιούνται αποκλειστικά στο χώρο της φαντασίας.
Ο Νίκος Γιαννόπουλος με την εντυπωσιακή, πανέμορφη και τόσο εκφραστική εικονογράφηση δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον και δίνει ζωή και κίνηση στα πρόσωπα των αθυρμάτων, αναδεικνύει κυρίαρχη την Έλενα που είναι η μοναδική ζωντανή ύπαρξη μέσα στον μαγικό, τον λαμπερό, τον θαυμάσιο ολοζώντανο κόσμο πλασμάτων και χρωμάτων!
Η κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα
Ελένη Γκίκα
Εικονογράφηση: Νίκος Γιαννόπουλος
Mamaya
32 σελ.
ISBN 978-618-5224-33-2
Τιμή: €7,21
πηγή : diastixo.gr