Ελένη Χωρεάνθη: «Η συνήθεια του αριθμού»
Στην πρόσφατη συλλογή της με τίτλο Η συνήθεια του αριθμού, η Ελένη Χωρεάνθη (Ε. Χ.) δεν απομακρύνθηκε από την ιδεολογία της και τα σύμβολά της απέναντι σε καθολικά γεγονότα και ανθρώπινες καταστάσεις (π.χ. εξουσία, ιστορία, παράδοση, ανθρώπινη μοίρα, έρωτας, θάνατος, φύση, γυναίκα, ανθρώπινες σχέσεις, αγώνας του ανθρώπου) τα οποία, στην ποίησή της, ασκούνται με μια διττή διάθεση: από τη μια πλευρά της αρχετυπικής αποτύπωσης, το υπαρξιακό ως μήτρα μεταλλάσσεται, γίνεται αποδεκτό και επίκαιρο, και από την άλλη πλευρά της διέξοδης, οικουμενικής συλλογιστικής, το «ιδιωτικό» συναιρείται με την προσωπική αγωνία του αναγνώστη και ταυτόχρονα γίνεται πανανθρώπινο και προβάλλεται στο μέλλον ως όραμα. Ίσως, τώρα, διαβάζοντας τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής ο αναγνώστης να τα ερμηνεύει πιο άμεσα, γιατί οι εικόνες τους βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην εμπειρία και στα βιώματά του.
Έγραφα πριν κάμποσα χρόνια αναφερόμενος στις συλλογές Οι εποχές της Εύας (1985), Οι ώρες του ερωδιού (1993) και Νύχτες βροχής (1997), ότι ο χρόνος στην ποίηση της Ε. Χ. είναι εκείνη η έννοια που αποδίδεται κάθε φορά διαφορετικά: ως παρελθόν, μέσα από τόπους και εμβληματικά πρόσωπα και προσωπεία με τραγικό υπόβαθρο, ως παρόν μέσα από γεγονότα της μνήμης που αποτυπώνονται στην καθημερινότητα, και ως μέλλον, μέσα από σύμβολα που έχουν διαχρονική δύναμη και λειτουργούν οραματικά. Και οι τρεις αυτές διαστάσεις κινούνται διαλεκτικά. Η μία ενυπάρχει στις άλλες ως εάν ήθελε να μην μπορεί να σταθεί χωρίς αυτές. Κι οι τρεις αντιπαλεύουν με καταστάσεις της ζωής εκφρασμένες ως βιώματα ή οράματα. Αυτή η τρισυπόστατη έννοια του χρόνου διαπερνά με τις συγκεκριμένες μορφές και τις τρεις ενότητες της συλλογής Η συνήθεια του αριθμού.
Η πρώτη ενότητα με τον τίτλο «Αρχιπέλαγος» (σσ. 9-17) αποτελείται από τρία ποιήματα εκ των οποίων τα δύο αναφέρονται στην Πάρο και στην Κω και το τρίτο στον Παπαδιαμάντη. Στα δύο ποιήματα για τα νησιά, θα υποστήριζα ότι η ποιήτρια τα οικοδομεί ακριβώς πάνω στα τέσσερα ριζώματα του Εμπεδοκλή [1], που είναι: το νερό, ο αέρας, η φωτιά και η γη και συμπυκνώνονται στους στίχους:
Να δεις το άναρχο αιγαίο φως στη γένεσή του
τον ήλιο ν’ ανατέλλει θαμπερός
από την καταχνιά του πόντου
να σπάει
την ίσαλη γραμμή του πεπρωμένου
εκεί που σμίγει θάλασσα και ουρανός
εκεί που η ζωή κι ο θάνατος φιλιώνουν
Στάσου εδώ προσκυνητής
σε τούτη την αρχαία ζωοδότρα γη…
(σσ. 11-12)
Ο χρόνος στην ποίηση της Ε. Χ. είναι εκείνη η έννοια που αποδίδεται κάθε φορά διαφορετικά: ως παρελθόν, μέσα από τόπους και εμβληματικά πρόσωπα και προσωπεία με τραγικό υπόβαθρο, ως παρόν μέσα από γεγονότα της μνήμης που αποτυπώνονται στην καθημερινότητα, και ως μέλλον, μέσα από σύμβολα που έχουν διαχρονική δύναμη και λειτουργούν οραματικά.
Έτσι, η θάλασσα είναι μνήμη που «ενώνει και χωρίζει τους λαούς» [2], οι άνεμοι «διαβρώνουν την αιωνιότητα της πέτρας» και διηγούνται «δόξα άφθαρτη θεών και ημιθέων», τα βουνά είναι «κατοικημένα από θεούς», η γη μπορεί να γίνει και γίνεται «γέφυρα των λαών παντός καιρού και τόπου/πανάρχαιων πέρασμα πολιτισμών», ο ήλιος «ως αράχνη κυκλοδίωκτος» είναι «μάρτυς πολλών παθών και παθημάτων». Κι όλα αυτά σαν μετεικάσματα μνήμης δένονται με το σήμερα μέσα από την επίκληση της ποιήτριας ενάντια στην παράλογη λαίλαπα των ημερών, στις επιβουλές και στη «λαγνεία των ομόρων». Οι στίχοι «δίνουν» ζωή στη γη την ποτισμένη με τον ιδρώτα των ανθρώπων δημιουργών με νότες αισιοδοξίας, εκφράζονται με πίστη στο αρχαίο παρελθόν και στους «απολεσθέντες παραδείσους της Φυλής», αλλά και αποτυπώνουν ένα σκεπτικισμό σύμφωνα με τον οποίο απομακρυνόμαστε από τη δικό τους «φάος αμέρας».
Το ποίημα για τον κοσμοκαλόγερο της Σκιάθου «Υπό του κυρ Αλέξανδρου τη σκέπη» αποτελεί μια πρωτόγνωρη και ενδιαφέρουσα «συνομιλία» με την προσωπικότητά του, το όλο σκηνικό και τους χαρακτήρες των πλέον εμβληματικών του έργων. Συνάμα είναι και μια βαθιά προσέγγιση των αισθήσεων που αυτό μετουσιώνει. Πρόκειται για ένα ποίημα «υπόδειγμα» το οποίο μαζί με και με άλλα της συλλογής (π.χ. «Το σπίτι», «Η Αυτοβιογραφία μου) προσφέρεται για δημιουργική γραφή, όχι με την έννοια κάποιων συγγραφικού τύπου οδηγιών, αλλά με έναν άλλον τρόπο πλησιάσματος ενός δημιουργού και συνάμα αποτύπωση της «εμ-ποίησης» του κάθε αναγνώστη σε μια απόπειρα επικοινωνίας του με το ποιητικό γεγονός. Την ποίηση την έχουμε μέσα μας «γιατί μέσα της μεγαλώνουμε», λέει ο Εμπειρίκος στον «Πλόκαμο της Αλταμίρας» [3]. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το ποίημα για τον Παπαδιαμάντη:
Συνδαιτημόνες οι αθέατοι κι ανείδωτοι νεκροί
πλούσιοι και φτωχοί και παρακατιανοί
πένητες και μοιχοί και κολασμένοι
οι φόνισσες κι οι σαρακοστιανοί του έρωτα
και του θανάτου οι εκλεκτοί
κι οι ταπεινοί βαρδιάνοι
αντάμα ευλαβείς κι ανευλαβείς
φιγούρες αμαρτωλές και αναμάρτητες…
(σσ. 13-14)
O τίτλος της ενότητας («Αρχιπέλαγος») περικλείει αφενός την έννοια της πατρίδας κι αφετέρου ένα εξέχον πνευματικό της τέκνο, νησιώτικης καταγωγής. Επομένως, στο επίπεδο της ιδεατής πραγματικότητας η θάλασσα, το υγρό στοιχείο, ένα από τα προαναφερόμενα εμπεδόκλεια ριζώματα, υποδηλώνει τη ρευστότητα του φωτός, την κίνηση του κόσμου, τον δυναμισμό της ψυχής. «Το νερό», σημειώνει ο Μπασελάρ, «περισσότερο από οποιοδήποτε κοσμογονικό στοιχείο είναι μια πλήρης ποιητική αλήθεια» [4].
Τα ποιήματα της συγκεκριμένης ενότητας, όπως και άλλα της συλλογής, στην ουσία αποτελούν μια αφορμή για να μιλήσει η ποιήτρια για την Ελλάδα και για την πνευματική της όψη. Εκείνη την Ελλάδα, που ως πηγή νοήματος και σημαίνον πνευματικό κεφάλαιο «έρχεται» από το παρελθόν. Επίσης, όπως και σε όλη τη συλλογή, χρησιμοποιούνται διακείμενα (τα περισσότερα παρουσιάζονται στα ποιήματα με πλάγια γράμματα για να υποδηλώσουν το γεγονός) από την ποίηση του Σεφέρη («ο τόπος μας είναι μικρός»), του Ρίτσου («η ζωή τραβάει την ανηφόρα»), του Βρεττάκου («στης Ιστορίας το διάσελο»), του Παπαδιαμάντη, του Καβάφη («χωρίς αιδώ» κ.ά.), του δημοτικού τραγουδιού («Μες στου Αιγαίου τα νερά»), της εκκλησιαστικής υμνολογίας, λέξεις και φράσεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα (φάος αμέρας, Μάτερ μεγάλα, αιγίοχος νεφεληγερέτης Ζευς κ.ά.), τα οποία είναι εντυπωσιακά και ουσιαστικά δεμένα με τη γλώσσα της καθημερινότητας. «Τα διακείμενα οδηγούν στην ερμηνευτική ανάγνωση» λέει ο Ριφατέρ, και αποτελούν βασικό στοιχείο της λογοτεχνικότητας [5], γιατί υποχρεώνουν τον αναγνώστη να πάρει μέρος στη διαδικασία παραγωγής του κειμένου, και να οδηγηθεί, ακόμη κι ως «δημιουργός», σε μια αλήθεια, που στην περίπτωση της Ε. Χ. είναι πειστική, κατανοητή, εν τέλει γυμνή. Τα ποιήματα δε για τα δύο νησιά δεν είναι φυσιολατρικά, αλλά εγκλείουν μια δυναμική μεταφυσική που μπορεί, να επηρεάσει θετικά την ηθική σφαίρα των ανθρώπων, ώστε αυτοί να συντηρήσουν τη μνήμη και να οραματιστούν το μέλλον. Θα έλεγα πως τα τρία ποιήματα αναδύονται μέσα από μια άτυπη «συμπαράσταση» ομότεχνων για τη σύνθεση μιας δυναμικής ουσίας, μαζί με τη φύση και την αρχαία κληρονομιά με συνισταμένη τον σημερινό άνθρωπο της καθημερινότητας και της ανθρωπογεωγραφίας του Παπαδιαμάντη.
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Η συνήθεια του αριθμού» (σσ. 23-66) η Ε. Χ. αποτυπώνει θεματικές που σχετίζονται πάλι με «πρόσωπα» της πατρίδας τα υπαρκτά και τα συμβολικά και συγκεκριμένα με τον γενέθλιο τόπο της, την κάθε μορφής εξουσία και με εικονογραφίες ανθρώπων του κοντινού και του ευρύτερα κοινωνικού περίγυρου. Πρόκειται περισσότερο για την Ελλάδα της πρόσφατης μνήμης και της τωρινής παρακμής, αλλά και των ιδανικών και αγαπημένων μορφών, των προσώπων που γίνονται πολλαπλώς παρανάλωμα προασπιζόμενοι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο γενέθλιος τόπος και τα πρόσωπα είναι πάντα πίσω από τη γραφίδα κάθε συγγραφέα, που με κρυφό ή φανερό τρόπο ζωντανεύει στα κείμενά του. Η Ε. Χ. έχει πετύχει αυτή την εικονογραφία να την κάνει κοινωνό του αναγνώστη, ώστε αυτός δίχως ενδοιασμούς ή άλλη σκέψη να «συνομιλήσει» μαζί της και να την οικειοποιηθεί.
Το «Σπίτι» και το «Σπυρίδων», δυο ποιήματα αγαπημένων μορφών, που συγκλονίζουν όχι γιατί είναι μελό, αλλά γιατί μέσα από το πρώτο περνάει μια άλλη Ελλάδα, εκείνη της στέρησης, του μόχθου, της δημιουργίας, της ταπεινότητας και μαζί της μεγαλοσύνης.
Βάδιζε ξέσκεπη μια ολόκληρη ζωή
με συνοδό τον πόνο και τον κάματο
και την οδύνη…
Ξόδεψε την ψυχή της ψηλαφώντας το σκοτάδι…
Μοίρασε άρτον επιούσιον μ’ απλοχεριά…
Ξόδεψε από το υστέρημά της την αγάπη…
Ποιος ξέρει πόσο πόνεσε κι αν πόνεσε
πώς βγήκε
πώς δραπέτεψε από το σώμα η ψυχή της…
(σσ. 46-48)
Οι πράξεις των γυναικών της Ε. Χ. –και από τις προηγούμενες συλλογές της– εμπεριέχουν ύλη και πνεύμα και διαμέσου καταστάσεων οιμωγής, πόνου, ελπίδας, ονείρου, σηματοδοτούν συνάμα τη θυσία και τη λύτρωση. Στο «Σπίτι» αναδύεται η μορφή μιας Γυναίκας, στην ουσία μιας Μάνας-Ιστορίας, που πέρασε διά πυρός και σιδήρου «με συνοδό τον πόνο και τον κάματο», προσφέροντας στον άλλον, όμως φεύγοντας προδομένη σε μια «ιερή» μοναξιά εν μέσω μιας πάνδημης κατευόδωσης.
Στο δεύτερο ποίημα αναδύεται η μορφή του αδερφού που παραμένει ζωντανή μνήμη, δυναμική και γενέθλια, δημιουργός ων, που έφυγε αφήνοντας ένα έργο του ημιτελές για να συνεχιστούν οι εικόνες στη ζωή στον νου της ποιήτριας και μαζί τού αναγνώστη.
Ήταν ωραίος
καλλιτέχνης
ποιητής ο αδερφός μου έφηβος
ένας λεβέντης
βιβλική μορφή μετά…
όμοιος με τον Ταγκόρ στο αντίκρισμά του…
(σ. 64)
Ο άνθρωπος και τα πάθη του, ως υποχείριο αριθμών, μια άλλη υποενότητα ποιημάτων διεμβολίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα που μένει ενεή μπροστά στις κινήσεις τής κάθε εξουσίας αλλά και του απροσδόκητου της ζωής. Ίσως ο τίτλος της συλλογής του Καρυωτάκη Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων, που υπονοείται στο ποίημα «Ιχνηλασία» (σ. 34), να ταίριαζε στο περιεχόμενο εκείνων των ποιημάτων όπου ο άνθρωπος γίνεται παρανάλωμα μιας ζωής που με ευθύνη άλλων δεν μπόρεσε να ζήσει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Έτσι, στο ποίημα «Επικαιρότητα» αναφέρεται η γνωστή αυτοχειρία έξω από το Κοινοβούλιο του φαρμακοποιού, μέσα από μια ειρωνική διάθεση για το έργο της βουλής («εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις. Και κρίνεται το Σήμερα και το Αύριο…»), ο οποίος πυροβολώντας τον κρόταφό του ήταν σαν να πυροβολούσε «το σαπρό κατεστημένο». Ο αυτόχειρας στην ουσία αναγορεύεται ως άτυπος «εκπρόσωπος» όσων υποφέρουν από την πρακτική της ανάλγητης εξουσίας και του αμοραλισμού εκείνων που την ασκούν.
Η εικονογραφία ανθρώπων συνεχίζεται με μια σειρά μοναχικών μορφών που η ζωή δεν «θέλησε» να τους χαμογελάσει. Στο «Δαχτυλίδι» και στο «Μη υπάρχων παραλήπτης» αναδύονται καθαγιασμένες μορφές γυναικών που σαν μοναχές του έρωτα μάταια τον περίμεναν, παρόλο που κάποιες φορές, σαν τραγική ειρωνεία, τον είχαν, δίχως να το καταλάβουν, δίπλα τους: «Πόσα φεγγάρια έχουν περάσει από τότε…» (σ. 45), «Ερχόταν κι έφευγε ο ταχυδρόμος…» (σ. 55), και:
Ήταν παιδί στα δεκαεφτά που είχε την
Αγγελική
σφόδρα κρυφά ερωτευτεί
και έχει πια γεράσει με κείνο το ανεπίδοτον
κι ένα γιατί
φαρμακερό καρφί
μπηγμένο στην αμίλητη καρδιά του.
(σ. 57)
Κι ανάμεσα στις παραπάνω διαδρομές μορφών αγαπημένων και μορφών της καθημερινότητας, ανάμεσα σε καβαφικά και άλλα γνωστά διακείμενα, η Ε. Χ. ασκεί δριμεία κριτική στην όποια εξουσία, είτε είναι εχθρική είτε ερωτική, και σε όποιον την ασκεί. Στο δίσημο ποίημα «Μια καληνύχτα μόνο» (σσ. 21-22), ένα ποίημα πολιτικό και γιατί όχι ερωτικό, αναδύονται στίχοι επικριτικοί, διεισδυτικοί, με μια σιγουριά που δεν αφήνει περιθώρια. Δείχνονται χωρίς υπεκφυγές σημερινά αδιέξοδα που εμποδίζουν την επικοινωνία, τα τείχη που υψώνονται και τη «μακαριότητα απατηλών ονείρων». Ο λόγος είναι αμείλικτος, υψώνεται σαν ρομφαία κι ακούγεται εκκωφαντικά στα επόμενα σπαράγματα:
Με όχημα φθαρμένα ιδεολογήματα
παρωχημένης ιδεοληψίας…
συνθλίβονται οράματα…
Με πνίγει η δυσοσμία…
Καιρός να συμμαζέψω τα κομμάτια της ψυχής μου…
Δεν πάει άλλο…την αντοχή των υλικών να δοκιμάζω…
Εσύ κι εγώ να συναπαντηθούμε δεν βολεί…
θα συντηρείς ….τα χαλασμένα ιδανικά
με άρια μυθεύματα ντυμένα…
Έχει το χάος υπερβολικά βαθύνει…
(σ. 21)
Άφησα την τελευταία παράγραφο για τη γλώσσα. Η Ε. Χ. κατέχει τη γλώσσα σε πλάτος και βάθος, όσο ελάχιστοι, αφού κινείται με άνεση στη λαϊκή, στη λόγια, στην αρχαία και στη γλώσσα του Ευαγγελίου. Το συνταίριασμα των λέξεων είναι αρχιτεκτονικά δομημένο σε βαθμό που να μιλά κανείς για ενιαία γλώσσα την οποία η Ε. Χ. ενδύει με μιαν απαράμιλλη μουσική ιάμβου που μόνο σε καλές στιγμές της λογοτεχνίας μας συναντάμε.
Ένας σαρκασμός και συνάμα μια ειρωνεία ορθώνονται στα ποιήματα «Αισιοδοξία», «Η ερωμένη των υδάτων» και «Αναδρομικά» απέναντι στην κρατική εξουσία και στους υπηρέτες της που βιάζουν την ανθρώπινη συνείδηση όντας «κομπλεξικοί / θρασύδειλοι… / ανύπαρκτοι ανάμεσα στους αφανείς της παρελθούσης / μάταιης δόξας ήρωες»:
Αύριο θα φορέσω τα μεγάλα μαύρα μου γυαλιά
Την άψογη μεγαλοπρέπεια που μου τονίζουν
να πάω στη λαϊκή της γειτονιάς…
Θα πάρω κι άγρια ραδίκια στου βουνού…
όλα με αποδείξεις
εννοείται
για φοροαπαλλαγή και πάταξη φοροδιαφυγής…
Κατά τα άλλα
η Ελλάς οδεύει πρόσω ολοταχώς…
(σσ. 23-24)
Όλα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο
γίνονται αναδρομικά…
Πρέπει να βγούμε
λέει
από την κρίση αύριο
μεθαύριο
ίσως ποτέ αυτό να μη συμφέρει…
Να βγούμε και στις αγορές…
σε μια… φιλεύσπλαχνη Ευρώπη.
(σσ. 27-28)
Κάθε αυγή φοράνε τα παλιομοδίτικα τα γιορτινά τους
και βγαίνουνε για δανεικά στις αγορές…
θαμώνες ανειδίκευτοι κι απαίδευτοι
των διεθνών ταμείων μέτοχοι
αμνήμονες και αναλφάβητοι
οι ανιστόρητοι…
(σ. 28)
Ξανά η εξουσία κάνει την εμφάνισή της στο ποίημα «Η γενναιοδωρία του θρήνου» με το πρόσωπο των ανάξιων ηγεμόνων με σκάνδαλα ηθικά και καταχρήσεις που οδήγησαν τη χώρα στην ταπείνωση και στην επαιτεία.
Μέναμε αμήτορες και απάτριδες
ανάδελφοι κι αμνήμονες
έκθετα ορφανά
στους πέντε δρόμους
εκλιπαρώντας
ικετεύοντας
προσμένοντας συμπόνιας ψίχουλα
επικαλούμενοι τη γενναιοδωρία του θρήνου.
(σ. 30)
Σε κάποια ποιήματα της συλλογής («Ο απολογισμός του ερημίτη», «Τα δεδομένα», «Εν συντομία», «Ιχνηλασία», «Ο ελεεινός Ελπήνωρ», «Ορισμός του Ξξ», «Παλινωδία», «Ζοφώδης τε και ασέληνος», «Ήτανε μια φορά», «Λαθρεπιβάτες» και Παλινδρόμηση») δεν λείπει και ο φιλοσοφικός στοχασμός για τη ζωή και τον θάνατο, για την ανθρώπινη περιπέτεια της πραγματικότητας αλλά και της υπαρξιακής αγωνίας και της νοσταλγικής «αναζήτησης» της πατρίδας ή της αληθινής πατρίδας που ο πολίτης της δεν της είναι αντάξιος.
Μερικοί στίχοι από τα προαναφερόμενα ποιήματα αρκούν για να δείξουν τη μοναξιά του ανθρώπου σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο των ιδεολογημάτων, σε έναν κόσμο που «τρώει τις σάρκες του με νύχια και με δόντια…», αλλά και σε μια μοναχική περιπέτεια «δίχως προοπτική / να συναπαντηθούμε πουθενά», σε μια «νύχτα πικρή / πολυ-στέναχτη / ζοφώδη τε και ασέληνο». Ακόμη, δείχνουν τη ματαιότητα της προσμονής στην αναζήτηση της αλήθειας, τη ρευστότητα της ύπαρξης, το μοναδικό δεδομένο που είναι ο θάνατος, την οδύσσεια του ανθρώπου αναζητώντας μια πατρίδα και όχι μονάχα των συνόρων. Η Ε. Χ. σε όλα της σχεδόν τα ποιήματα φέρνει και ξαναφέρνει στο προσκήνιο, άμεσα ή έμμεσα, την Πατρίδα εκείνη των συνόρων, του λόγου, των μεγάλων έργων, μένοντας κάθε φορά οι στίχοι της άναυδοι μπροστά στην πραγματικότητα.
Είσαι τρανή κι ασύνορη
φτωχή πατρίδα μου
για να χωρέσει στον τορβά του
έχεις φρουρό στα σύνορα την Ιστορία
και τη Μνήμη
κάστρα πανάρχαια παραστάτες
και του νερού τους δρόμους ανοιχτούς
έχουν στο διάβα τους ορίσει οι καιροί
Έχεις και Ωγυγία μακρινό αραξοβόλι.
Ο ομηρικός Ελπήνωρ που εμφανίζεται ως «ξοφλημένος εραστής της ουτοπίας / …βουλιαγμένος / να μελετάει της ηφαιστείας του την απώλεια / χωρίς διόλου λογική και υπερηφάνεια» ίσως να αποτελεί μια εικονογραφία του σύγχρονου ανθρώπου που παραμένει αθώος και άπραγος, αλλά και άβουλος, μάλλον «ξοφλημένος εραστής της ουτοπίας». Στο ποίημα «Ορισμός του Ξξ», μπροστά στις παρηχήσεις του και τη βαθιά ειρωνεία και τον σαρκασμό του, δεν μπορεί ο αναγνώστης να μη δει με πίκρα τη ζοφερή πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα αλλά και την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης:
«…Ξενέρωσαν και ξέμειναν κει ξέπεσαν
και ξεφαντώνουν και ξοδεύουν
μας ξαπόστειλαν…
ξεμείναμε ξεμπερδεμένοι σ’ ένα
ξεφτιλισμένο
ξεφτισμένο
ΞΟΔΙ».
(σ. 40)
η Ελένη Χωρεάνθη ψαύει την ανθρώπινη ύπαρξη από την πλευρά της αρχαίας κληρονομιάς, της γλώσσας και των γενέθλιων μορφών, αναζητώντας διεξόδους προς την πλευρά του φωτός.
Η φαντασιακή αναζήτηση μιας πατρίδας με μετεικάσματα του παρελθόντος δείχνεται στο ποίημα «Παλινωδία» σε ένα σκηνικό ελληνιστικό με άρωμα Καβάφη.
Θα ξεστρατίσω από την ευπρέπεια
και χωρίς αιδώ
θα βγω να γευματίσω στις ταβέρνες
να σεργιανίσω στα πορνεία
να μπω στων λιμανιών τα οινομαγειρεία
που γυροφέρνανε οι πένθιμες επιθυμίες
να συμμαζέψω λέξεις
μνήμες και μορφές
ρυθμούς να συναθροίσω
και λυγμούς εραστών
το ποίημα της αφθαρσίας να συνθέσω
κατά πως έπραξαν οι ποιητές της παρακμής
Όταν τους κύκλωνε η τραγικότητα του τέλους…
Σε αρκετά ποιήματα της συλλογής ανεξάρτητα από θεματική, υποβόσκει το στοιχείο του έρωτα τόσο που να φαντάζουν δίσημα. Αλλά στο ποίημα «Αποκαθήλωση», από τα πλέον αντιπροσωπευτικά της συλλογής, ορθώνεται ένας λόγος καθαρά ερωτικός.
...Το πρόσωπό σου
έκδηλη πίκρα στρογγυλή
στάζει παγιδευμένη σιωπή
γράφει την ιστορία στον καθρέφτη της φυγής
τον όρκο ζωγραφεί
στην κορυφογραμμή της προσδοκίας
φαρμακερό καρφί μπηγμένο στην καρδιά σου….
Κι εσύ παγιδευμένος στην απόδραση
παίζεις στα ζάρια τον καημό
στην τράπεζα διαπραγματεύσεων
-συν
πλην-
των αισθημάτων…
(σ. 60)
Στην τρίτη ενότητα με τίτλο «Η ζωγραφική των αισθημάτων» η Ε.Χ οραματίζεται, εξομολογείται, αυτοβιογραφείται, χαίρεται. Στο πρώτο ομώνυμο ποίημα «οσφραίνεται την αιωνιότητα» και ριζωμένη στα χορικά του Ευριπίδη, φορτωμένη με μνήμες, επιμένει:
Τρέχω ξωπίσω από ένα σύννεφο όνειρα
κυνηγώντας τη γραμμή του ορίζοντα
που χωρίζει το ορατό μέρος του κόσμου
από το αόρατο
να προφτάσω πασχίζοντας την ώρα που βρέχει
χρυσή βροχή
ο ουρανός πεφταστέρια…
(σσ. 69-70)
Στις «Εξομολογήσεις ενήλικου» υπογραμμίζει εικόνες της ζωής, της καθημερινότητας, του αγώνα, του έρωτα ενώ στον «“Ελκόμενο”» αισιοδοξεί για τη μελλοντική κατίσχυση του φωτός στις ανθρώπινες πράξεις. Στιγμές από τη ζωή της ιστορεί στην «Αυτοβιογραφία μου» και με μια σφύζουζα μνήμη υπογραμμίζει στοχαστικά:
Ένα ταξίδι είναι η ζωή
πρόσκαιρη φυγή
διαφυγή
απόδραση από το διηνεκές του σκότους
προς το φως…
(σ. 75)
Τέλος, στο «Περί γενεθλίων» ζωγραφίζει, με μια αφοπλιστική απλότητα, σκηνές χαράς που εγγράφονται ανεξίτηλα μέσω των διαδικτυακών διαδρομών.
Και όλους σας ευχαριστώ
που γιόρτασα τα πρώτα μου
–διαδικτυακά–
χαρούμενα γενέθλια
Έτσι απλά
σαν την απλή μου τη ζωή.
(σ. 77)
Άφησα την τελευταία παράγραφο για τη γλώσσα. Η Ε. Χ. κατέχει τη γλώσσα σε πλάτος και βάθος, όσο ελάχιστοι, αφού κινείται με άνεση στη λαϊκή, στη λόγια, στην αρχαία και στη γλώσσα του Ευαγγελίου. Το συνταίριασμα των λέξεων είναι αρχιτεκτονικά δομημένο σε βαθμό που να μιλά κανείς για ενιαία γλώσσα την οποία η Ε. Χ. ενδύει με μιαν απαράμιλλη μουσική ιάμβου που μόνο σε καλές στιγμές της λογοτεχνίας μας συναντάμε. Ο λόγος της είναι πηγαίος, ανεπιτήδευτος έχει μια παρθενική διαύγεια και δείχνει εξαίσια ερωτικός, ανεξαρτήτως θεματικής. Είναι ακριβώς όπως τον περιγράφει στις Εποχές της Εύας [6]: «Ο λόγος μου ρομφαία και σπαθί / φωτιά και έριδα και νείκος / κι έγινε βρώση κι έγινε νερό … ο λόγος μου ο θρήνος της θαλάσσης / στων δούλων ανασαίνει την ελπίδα … Είπα και λάλησα στη γλώσσα μου / ο λόγος μου / το δάκρυ των υδάτων / ο λόγος μου η αγάπη το μαχαίρι μου / αιώνες μέσα μου χαλκεύουν την Ανάσταση…». Και στην παρούσα συλλογή, σημειώνει: «να συμμαζέψω λέξεις/μνήμες και μορφές/ρυθμούς να συναθροίσω…».
Καταληκτικά: η Ε. Χ. με τη συγκεκριμένη συλλογή δεν διστάζει να θέσει τα δάχτυλά της «επί τον τύπον των ήλων». Ιδιαίτερα δε με αρκετά από τα ποιήματα της ενότητας «Η συνήθεια του αριθμού» που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επικαιρικά, αποδεικνύει ότι αυτά αντέχουν στον χρόνο, γιατί στηρίζονται σε έναν ανθρωποκεντρικό άξονα που συνδέεται με τις πραγματικές αλλά και τις μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου. Με όπλα της την αλήθεια, την παρρησία, τη βαθιά γνώση της τρέχουσας πραγματικότητας, αρνείται την κατεστημένη αρχή της [7] και μέσω των μορφών που σχηματοποιήθηκαν από λαμπρές στιγμές της ελληνικής ιστορίας αισιοδοξεί έστω στο επίπεδο των αισθημάτων. Ο εννοούμενος αναγνώστης της συλλογής είναι φυσικά ο ενήλικος, ο οποίος προσλαμβάνει τους προβληματισμούς αλλά και τις διαπιστώσεις των ποιημάτων συσχετίζοντάς τα με τα βιώματα και την εμπειρία του. Θα σημείωνα επίσης ότι ο λόγος της Ε. Χ. αποτυπώνει μια ιδιόμορφη ελληνοκεντρικότητα και, ιδιαίτερα, μέσα από το ύφος της γραφής. Στις Νύχτες της βροχής [8] θα πει: «Ωραίο φως ελληνικό, βλαστάρι του ελληνικού μου λόγου».
Ο ρεαλισμός της, δυναμικός στην ουσία, είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης του κοινωνικού στοιχείου, του όλου, με την προσωπική αγωνία, το υποκείμενο [9]. Και αν η δεύτερη ενότητα και ψήγματα της πρώτης περιέχουν τη σημαίνουσα δομή της συλλογής με τις διαπιστώσεις, τους προβληματισμούς, τα στοιχεία της φθοράς και της παρακμής, η πρώτη και η τρίτη ενότητα αλλά και ψήγματα των άλλων ενοτήτων (παρελθόν μιας γενέθλιας ιστορίας, σημαίνοντα πρόσωπα) δεικνύουν την κοσμοθεωρία της συγγραφέως [10] για μια άλλη κοινωνία, δικαιότερη, στην οποία θα είναι κέντρο ο Άνθρωπος και τα καλά του έργα. Εντέλει, η Ελένη Χωρεάνθη ψαύει την ανθρώπινη ύπαρξη από την πλευρά της αρχαίας κληρονομιάς, της γλώσσας και των γενέθλιων μορφών, αναζητώντας διεξόδους προς την πλευρά του φωτός. Η ποίησή της βαθιά ανθρωπιστική, κριτική, κοινωνική, διαχρονική και οραματική, σηματοδοτεί την αναζήτηση από τον άνθρωπο μιας κοινωνίας διαφορετικής από τη σημερινή.
Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Σημειώσεις
[1] Kirk, G.S.-Raven, J.E.- Schofield, M. Oι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Μετ. Δ. Κούρτοβικ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2006, σσ. 294, 307.
[2] Τα πλάγια γράμματα στο κείμενο είναι λέξεις, φράσεις ή στίχοι της συλλογής.
[3] Εμπειρίκος, Ανδρέας. Ενδοχώρα. Αθήνα: Άγρα, 1980, σ. 107.
[4] Bachelard, Gaston. Το νερό και τα όνειρα. Δοκίμιο πάνω στην φαντασία της ύλης. Μετ. Έ. Τσούτη, Αθήνα: Χατζηνικολής, 1985.
[5] Riffaterre, Michael. «Compulsory Reader Responce: The Intertextual Drive», στο Intertextuality: Theories and Practices. Worton, M.-Still, J. (επιμ.). Manchester and New York: Manchester University Press, 1990, σσ. 57-58 και Σαμαρά, Ζωή. Προοπτικές του κειμένου. Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 1987, σ. 24.
[6] Χωρεάνθη, Ελένη. Οι εποχές της Εύας, Αθήνα: Ωρίων, 1985.
[7] Μαρκούζε, Χέρμπερτ. Η αισθητική διάσταση. Μετ. Μ. Μωραϊτης. Αθήνα: Θαυματοτρόπιο, χ.χ, σ. 22 κ.ε.
[8] Χωρεάνθη, Ελένη. Οι Νύχτες της βροχής. Αθήνα: Εριφύλη, 1997.
[9] Williams R. «Realism and the Contemporary Novel», στο Williams R. The Long Revolution. U.K.: Broadview Press, 2001, σ. 300.
[10] Goldmann Lucien. Tragedy, Dialectics and a Hidden God. Princeton University Press: Princeton, 1994.
Η συνήθεια του αριθμού
Ελένη Χωρεάνθη
Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος
80 σελ.
ISBN 978-960-208-927-9
Τιμή: €10,60
πηγή : diastixo.gr