Έλενα Χουζούρη: «Σκοτεινός Βαρδάρης»
Και έτσι σήμερα, 29 Σεπτεμβρίου 1913, οι άντρες της πάλαι ποτέ ακριτικής βυζαντινής πολιτείας του Μελένικου, όλοι οι άντρες, ενδεδυμένοι με σκούρα κοστούμια, λευκά υποκάμισα και μαύρους λαιμοδέτες, άλλοι με καπέλα και άλλοι με τραγιάσκες στο κεφάλι, λίγοι πάντως ασκεπείς, οι νεότεροι, ανάμεσα στους οποίους κι εσύ, Στέφανε, καθώς και δύο φοιτητές από την Ιατρική Σχολή της Βιέννης, οδεύετε προς τον συμπεφωνημένον τόπον όπου θα συναντηθείτε με τον Γάλλο φωτογράφο, ονόματι Ωγκύστ Λεόν.
Ένα μυθιστόρημα –μια μυθιστορία, κατά το γαλλικό roman– γύρω από μια φωτογραφία τραβηγμένη το 1913, στην οποία πρόσφυγες από το Μελένικο (θύματα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, με την οποία η πόλη τους παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία) βρέθηκαν στο Σιδηρόκαστρο (Ντεμίρ Χισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ τότε) για μια καινούργια ζωή αμφίβολου μέλλοντος. Απαθανατίστηκαν από τον Ωγκύστ Λεόν, τον Γάλλο φωτογράφο που περιηγήθηκε στα ταραγμένα τότε Βαλκάνια προκειμένου να φωτογραφίσει πρόσφυγες για το «Αρχείο του Πλανήτη» του Αλμπέρ Καν. Ο στόχος ήταν να απαθανατιστούν (με τη χρήση της αυτοχρωμικής πλάκας) τα πρόσωπα, οι απλοί άνθρωποι/θύματα της Ιστορίας και του γεωγραφικού τόπου που γι’ αυτούς ήταν γενέθλιος, ωστόσο αποτέλεσε μήλον της έριδος για τους ισχυρούς του παιχνιδιού που μοίραζαν τον κόσμο αγνοώντας την ανθρώπινη βούληση. Ο Σκοτεινός Βαρδάρης γνώρισε την πρώτη του έκδοση το 2004 (Κέδρος) με αυτήν ακριβώς τη φωτογραφία για εξώφυλλο, έκανε έξι εκδόσεις, μεταφράστηκε στα βουλγαρικά, σερβικά και τουρκικά, και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (βραχεία λίστα) και για το βραβείο Balkanika (2006). Τώρα το ξαναδιαβάζουμε στη νέα του έκδοση (Πατάκης 2019) και χαιρόμαστε την εκ νέου συνάντηση μαζί του. Η φωτογραφία βρίσκεται πλέον ασπρόμαυρη μέσα στο βιβλίο, στην αρχή της αφήγησης.
Η Χουζούρη ανασυνθέτει την ιστορία της εποχής των Βαλκανικών πολέμων με αφορμή αυτή την παλιά φωτογραφία, αξιόπιστη ωστόσο στην αποτύπωση του χρόνου πάνω της, στην αναμέτρησή της με τη μνήμη.
Μόνο το βλέμμα του φωτογράφου μπορεί να εγγυηθεί το αποτέλεσμα μιας τέτοιας άνισης μάχης και πάλι όχι πάντοτε. Το βλέμμα της μνήμης είναι αποσπασματικό, γεμάτο φωτοσκιάσεις και παραμορφώσεις.
Και με αφετηρία την ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1913 θα πάει πίσω στον χρόνο για να δει τα γεγονότα που οδήγησαν τον παππού της Στέφανο εκείνη τη μέρα να φωτογραφηθεί μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Με αυτή τη φωτογραφία θα ξεκινήσει την εξιστόρηση και με αυτή θα ολοκληρώσει το βιβλίο. Στο μεταξύ, θα έχει αφηγηθεί μια ιστορία έρωτα αλλά και απώλειας (πώς πάνε πάντα αυτά τα δύο μαζί!) στο φόντο των ανακατατάξεων στον βαλκανικό χώρο. «Μιλώντας» στον παππού της και προσπαθώντας να εννοήσει το πώς και το γιατί των πράξεων των ανθρώπων, θα επινοήσει όσα ο χρόνος έχει καταπιεί και έτσι θα καλύψει τα κενά μιας μοναδικής ιστορίας, που εκτυλίσσεται εγκιβωτισμένη μέσα στην άλλη Ιστορία, την ευρύτερη που μας αφορά όλους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητα της γραφής αυτής. Όσο επιτρέπει η μυθοπλαστική διείσδυση μέσα στα πραγματικά γεγονότα, αναδύεται η πολύπλοκη βαλκανική ιστορία με σεβασμό στις ιδιαίτερες συνθήκες που ένας τόσο σύνθετος και πολυφυλετικός χώρος δημιούργησε, με τις εθνικές ιδεολογίες (ή ενίοτε ιδεοληψίες) να κυριαρχούν.
Όσο οι λαοί δεν γνωρίζουν τις βλέψεις των μεγάλων και δεν παρασύρονται από την προπαγάνδα και την κατασκευασμένη συνθηματολογία, συμβιώνουν και μοιράζονται τον κοινό χώρο, στον οποίο βρέθηκαν να διαβιούν και τον οποίο όλοι θεωρούν γενέθλιο τόπο ή πατρίδα.
[…] τον ακούει να του μιλά για αυτή την απελπισμένη και συγχρόνως πεισμωμένη περιοχή της Ευρώπης, τα Βαλκάνια· για τους πέτρινους και ζυμαρένιους συγχρόνως ανθρώπους τους· για τις γλώσσες τους, που άλλες έχουν μόνο φωνήεντα και άλλες μόνο σύμφωνα, και που τις μιλούν όλες μαζί, έτσι ώστε είναι αδύνατον να καταλάβεις σε ποιους ανήκει ποια· για τα παραμύθια τους, που όλα θέλουν ένα γεφύρι να μην μπορεί να χτιστεί, αν δε θυσιαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα, και για ένα άλλο που λέει για έναν νεκρό αδελφό που ανασταίνεται για να φέρει τη μικρή του αδελφή πίσω στο σπιτικό της. Για τα όμοια αλλά και τόσο διαφορετικά σπιτικά τους, για τα όμοια αλλά και τόσο διαφορετικά ονόματά τους, για τις ίδιες αλλά και τόσο διαφορετικές θρησκείες τους, για το ίδιο μα και τόσο διαφορετικό μίσος που τους χωρίζει μα και τους ενώνει.
Η συνύπαρξη των διαφορετικών εθνοτήτων ήταν ομαλή. Όσο οι λαοί δεν γνωρίζουν τις βλέψεις των μεγάλων και δεν παρασύρονται από την προπαγάνδα και την κατασκευασμένη συνθηματολογία, συμβιώνουν και μοιράζονται τον κοινό χώρο, στον οποίο βρέθηκαν να διαβιούν και τον οποίο όλοι θεωρούν γενέθλιο τόπο ή πατρίδα. Εδώ μια από τις ακριβέστερες αναφορές στην πανσπερμία λαών της Θεσσαλονίκης, στην οποία διαδραματίζεται μεγάλο μέρος της ιστορίας:
Αλλιώς αισθάνονται αυτοί των οποίων ο χρόνος συναντιέται μ’ εκείνον της γέννησης αυτής της πόλης και διεκδικούν το πανάρχαιο δικαίωμα της κυριότητάς της, αλλιώς εκείνοι που έσπειραν και γονιμοποίησαν τον χρόνο και τις φύτρες του με τη φωτιά και το σπαθί, αλλιώς όσοι έφτασαν από μακριά σ’ αυτήν και είπαν: «Τι ωραία πολιτεία! Εδώ θα ρίξουμε τους τραγουδιστούς μας σπόρους για να γίνει ωραιότερη, πλουσιότερη και ισχυρότερη».
Από παιδιά ήταν μαζί ο Στέφανος και ο Γκεόργκι, ο Έλληνας και ο Βούλγαρος, φίλοι καλοί, χωρίς να υποψιάζονται πόσο απόμακροι θα γίνονταν, όταν θα ακολουθούσε ο καθένας τη δική του πορεία και εντελώς εχθροί όταν θα ξεσπούσε ο πόλεμος. Η Ελένη, ο πειρασμός των αισθήσεων για τους αρσενικούς της ιστορίας (τον Στέφανο, τον Γκεόργκι, τον Θεόδωρο και τον Ωγκύστ Λεόν ακόμη), θα προτιμήσει τον Γκεόργκι, όταν αυτός πλέον θα βρει την αληθινή του ταυτότητα και θα είναι ο έμπιστος του Φερδινάνδου Α’ της Βουλγαρίας· η Ελένη θα εγκαταλείψει τον αρραβωνιαστικό της Θεόδωρο, θα βοηθηθεί από τον Γάλλο φωτογράφο και θα απαρνηθεί την πατρίδα της για να φύγει μαζί με τον Γκεόργκι για τη Σόφια, σε μια εποχή που τα σύνορα της γειτονικής χώρας μετακομίζουν λίγο νοτιότερα και το βυζαντινό Μελένικο πλέον γίνεται βουλγαρικό. Όσο ξηλώνεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία, τόσο ξεπηδούν οι εθνικισμοί, που στόχο έχουν την (αληθινή ή κατασκευασμένη) υπόσταση μέσω εθνικής ταυτότητας (άρα τη διαφοροποίηση από τις άλλες εθνότητες) προκειμένου να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους ως κρατικές οντότητες. Και όσο θα συντελείται αυτή η ανακατάταξη στα Βαλκάνια με τη συνδρομή των δύο πολέμων, τόσο ο ανθρώπινος παράγοντας θα ψάχνει τη δική του προσωπική ταύτιση με την έννοια της πατρίδας. Κοινή πατρίδα η Μακεδονία για όλους, για κάποιους όμως αυτονόητη η σχέση μαζί της, για άλλους πάλι καθόλου. Κι έτσι, οι πρόσφυγες από το Μελένικο βρίσκονται μερικά χιλιόμετρα πιο νότια, στο ελληνικό έδαφος του Σιδηρόκαστρου, διωγμένοι από την πατρίδα τους, να αποτελούν το θέμα της φωτογράφισης του Ωγκύστ Λεόν. Μια φωτογραφία που μαθαίνουμε την ιστορία της σε όλο τον αφηγηματικό μονόλογο/νοητό διάλογο της Χουζούρη με τον παππού της τον Στέφανο.
Κάπως έτσι όμως η μυθοπλασία έρχεται με τις δικές της ιστορίες συνεργός στη δημιουργία της άλλης Ιστορίας, όχι στην επίσημη εκδοχή της –αυτή δεν επικεντρώνει στα πρόσωπα, τις μονάδες που συναποτελούν τη μάζα του πληθυσμού– αλλά στην πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της, αυτήν που μπορεί και βλέπει και απομονώνει τις αληθινές διαστάσεις ενός δράματος, όπως αυτό της προσφυγιάς. Ταυτόχρονα έχει τη δύναμη να δείξει μια πιο φωτεινή πλευρά της ζωής, όπως την ανακαλύπτουν τα πρόσωπα μέσα από τη δική τους οπτική, που ξεπερνά τις δοσοληψίες των δυνατών του κόσμου, τις λύσεις στο πεδίο των μαχών σ’ έναν αμφισβητούμενης ηθικής αλλά και δικαιολογίας πόλεμο. Οι δύο ιστορίες, η αφηγημένη εδώ από τη συγγραφέα και η άλλη, η Ιστορία των ταραγμένων Βαλκανίων, συναντώνται μέσα σε ένα μυθιστόρημα (ήταν τότε το πρώτο της Χουζούρη) που αποτέλεσε την αρχή για μια εκλεκτή πορεία στη γραφή της μεγάλης αφήγησης. Προσωπικό ύφος, ανασύσταση της ιστορίας με μοναδικό τρόπο, αποφυγή λυρικών ακροτήτων και ρομαντικής κενότητας, αντιθέτως, ρεαλιστική προσέγγιση στη σκιαγράφηση χαρακτήρων και την αποτύπωση των πραγματικών συνθηκών που διέπουν τα γεγονότα.
Σκοτεινός Βαρδάρης
Βαλκανική μυθιστορία έρωτα και απώλειας
Έλενα Χουζούρη
Εκδόσεις Πατάκη
286 σελ.
ISBN 978-960-16-8202-0, [Κυκλοφορεί]
Τιμή €14,40
πηγή : diastixo.gr