Εικαστικά-«Νιζάρ Αλί Μπαντρ: Από τη Συρία με… αγάπη» της Νατάσας Αβούρη
Σπάνιο εύρημα αποτελεί για τα μέσα μαζικής κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Twitter, η παρουσίαση ή η ανακάλυψη κάποιας ενδιαφέρουσας πολιτιστικής είδησης· ενός άγνωστου, ξεχασμένου αλλά συνάμα σημαντικού γεγονότος, προσώπου, έργου τέχνης που αξίζει να διαδοθεί και να προωθηθεί, έστω με τρόπους που δεν συγκαταλέγονται συνήθως στους παραδεδεγμένους και παραδοσιακούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ καλλιτεχνών/δημιουργών και θεατών. Από την «κλειδαρότρυπα», λοιπόν, της διαδικτυακής «ζωής των άλλων» συνάντησα κι εγώ πρόσφατα το έργο –αλλά δυστυχώς όχι τις ημέρες– του Σύριου καλλιτέχνη Νιζάρ Αλί Μπαντρ (Nizar Ali Badr· στη γλώσσα του جبل صافون).
Για τον δημιουργό αυτό δεν θα βρείτε βιογραφίες ή λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες· δεν υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές σε εγκεκριμένα περιοδικά Τέχνης και το όνομά του δεν εμπεριέχεται στις λίστες κάποιου μακρινού, έστω, Υπουργείου Πολιτισμού. Μερικές μόνο σκόρπιες φωτογραφίες του εν ώρα δουλειάς, ένα σχεδόν ανενεργό προφίλ του στο Facebook και, βέβαια, χιλιάδες ιστοσελίδες κυρίως κάποιων πολιτικά και πολιτισμικά ευαισθητοποιημένων, ίσως και υποσυνείδητα ενοχικών Ευρωπαίων, με εικόνες και σχόλια για τα έργα του. Γιατί ο Νιζάρ Αλί Μπαντρ είχε την τύχη –ή την ατυχία– να γεννηθεί Σύριος, αλλά και το πείσμα να παραμένει στη χώρα του «δέσμιος» και ταυτόχρονα «Ελεύθερος Πολιορκημένος» των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που χρόνια τώρα την καταστρέφουν.
Κάτοικος της παραλιακής Λαττάκειας, μιας πόλης με σημαντική βιομηχανική παραγωγή και πλούσιο εμπόριο –τουλάχιστον πριν από τον Εμφύλιο– ο Νιζάρ Αλί Μπαντρ, σα σύγχρονος εξόριστος στον ίδιο του τον τόπο, βρίσκει και αναπλάθει έναν παμπάλαιο αλλά πάντα γλαφυρό τρόπο έκφρασης: τα βότσαλα της παραλίας. Είτε από ηθελημένη πρόθεση είτε από έλλειψη άλλων υλικών δημιουργίας, ο καλλιτέχνης δένει σφιχτά τη μοίρα του με το πατρικό χώμα που του έδωσε ζωή και έμπνευση, έστω κι αν τώρα αυτό το ίδιο χώμα παίρνει ζωές, καταστρέφει και ξεριζώνει τα παιδιά του.
Από τα βότσαλα της Λαττάκειας μέχρι τα βότσαλα των νησιών του Αιγαίου, εκείνα που κι οι δικοί μας εξόριστοι, μιας άλλης πέτρινης εποχής, χρησιμοποίησαν για να θυμούνται, για να ξεχάσουν, για να επιβιώσουν –ο Γιάννης Ρίτσος, η Βάσω Κατράκη– ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. Και ο κάθε Σύριος Οδυσσέας ψάχνει εναγωνίως για μιαν Ιθάκη που μπορεί να μην υπάρχει, για μιαν Ιθάκη που ίσως δεν βρει ποτέ, για μιαν Ιθάκη που ξεβράζει κάθε μέρα στα θαλασσοδαρμένα της βότσαλα δεκάδες πτώματα χωρίς ηλικία, χωρίς ταυτότητα, χωρίς προορισμό.
Με τον ίδιο τρόπο και οι φιγούρες στα έργα του Νιζάρ Αλί Μπαντρ είναι σχηματικές, απλές και απρόσωπες. Τον ενδιαφέρει κυρίως η κίνηση, το έργο που επιτελούν, το συναίσθημα που τις διακατέχει, η καταστασιακότητα δηλαδή του δημιουργήματος, και όχι οι προσωπογραφίες του. Μέσα από τη μινιμαλιστική προσέγγιση διαφόρων εκφάνσεων και στιγμιοτύπων της ζωής, ο καλλιτέχνης αφηγείται χωρίς λόγια την ιστορία ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, ενός ολόκληρου έθνους και περιγράφει με τον πλέον άκαμπτο –λόγω του υλικού– αλλά και ευαίσθητο τρόπο τη μοίρα που επιφυλάσσει ο εμφύλιος πόλεμος.
Τα θέματά του αντλούνται από τις χαρές της ζωής –άρα και της ειρήνης– και, αντίθετα, από τον πόνο της απώλειας – δηλαδή του πολέμου. Ένα παιδί πάνω στην κούνια, ένα μάτσο λουλούδια, χορός κάτω από τα δέντρα, φιλιά ερωτευμένων υπό το σεληνόφως, δίπλα σε σκηνές βασανισμού, ξεριζωμού, βομβαρδισμών, πείνας, απελπισίας, θανάτου. Το πανόραμα της ζωής στη Συρία σήμερα δεν χωρίζεται σε άσπρο και μαύρο, αλλά, όπως το φυσικό χρώμα των βοτσάλων παραπέμπει, σε αποχρώσεις του γκρι. Γιατί και οι πρόσφυγες αιωρούνται στο μεταίχμιο του πριν και του μετά, της πατρίδας και του προορισμού, της φυγής και του γυρισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του πολιτικού ρεαλισμού, της εικόνας μιας φιλελεύθερης Ευρώπης με ξενοφοβική όμως νομοθεσία.
«Στην πέτρα της υπομονής» οι πολίτες της Συρίας μέσα από το έργο του συμπατριώτη τους διατηρούν τη σιωπή τους, την υπομονή τους, την αξιοπρέπειά τους. Ο σπαραγμός, ο αναστεναγμός, η κραυγή δεν βγαίνει από το άψυχο, σκληρό υλικό, αλλά μέσω της θέασής του, της ενσυναίσθησης των καταστάσεων, της βιωματικής προσέγγισης των δημιουργημάτων. Μοναδικό κριτή και προβολέα των σκηνών αποτελεί συχνά ένας ολόγιομος, νωχελικός, απόμακρος ουράνιος δίσκος. Είτε πρόκειται για το φεγγάρι, που φωτίζει τον δρόμο της διαφυγής και υπενθυμίζει τις συνεχείς αλλαγές της ζωής, είτε για τον ήλιο ως παράλληλο της απαστράπτουσας, ακανθώδους λάμπας στον ουρανό της Γκουέρνικα του Πικάσο, είτε παραπέμπει στο πανταχού παρόν αλλά ουχί τα πάντα πληρούν μάτι τού –όποιου– θεού, ο αέναος κύκλος της ζωής και του θανάτου ελέγχει τη μοίρα, το ανατολίτικο «κισμέτ» των ανθρώπων χωρίς ωστόσο ούτε να παρεμβαίνει, ούτε να προλαμβάνει, ούτε να θεραπεύει. Κι ο Γιάννης Ρίτσος στον «Αυτόπτη μάρτυρα» εξάλλου το ίδιο παραδέχεται για την αδράνεια ανθρώπων και θεών μπροστά στην αδικία:
Εγώ τους είδα –λέει– τους δυο διαρρήκτες πίσω απ’ τις γρίλιες
να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα· –δε φώναξα διόλου·
είχε φεγγάρι· φαινόνταν καθαρά τ’ αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο.
Περίμενα πρώτα να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δε φώναξε.
Οι βοτσαλωτές φιγούρες του Νιζάρ Αλί Μπαντρ, ξεριζωμένες από το φυσικό τους περιβάλλον, φορτωμένες με τον ακατάπαυστο μόχθο, τα λιγοστά υπάρχοντά τους και τις άπειρες αναμνήσεις μιας ζωής ευτυχισμένης, προχωρούν διαρκώς προς έναν ανύπαρκτο ορίζοντα που μπορεί να κρύβει την άχρωμη ανυπαρξία του φόντου ή τον λευκό συμβολισμό της ελπίδας. Όπως και να ’χει, σε κάθε βήμα, με κάθε κίνηση ελλοχεύει ο θάνατος του έργου, τόσο ως σημαίνοντος –της παράστασης– όσο και ως σημαινόμενου – των ανθρώπων που συμβολίζει: τα βότσαλα τοποθετούνται σχεδόν με ηθελημένη προχειρότητα και με αόρατους, χαλαρότατους δεσμούς, ώστε οι μορφές να θυμίζουν καραγκιοζάκια δεμένα σε σπάγκο, μαριονέτες με σώματα διαρθρωμένα, παράταιρα, σχεδόν διαμελισμένα. Το ίδιο ίσως με τα τόσες χιλιάδες πτώματα που έχει δει ο καλλιτέχνης στην πατρίδα του, στην πόλη του, στη γειτονιά του, δίπλα του. Από μπροστά του περνούν τα χρόνια, η ζωή, οι λύπες και οι χαρές και η θάλασσα που τα ενώνει όλα.
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
(Οδ. Ελύτης, Ηλικία της γλαυκής θύμησης)
Δεν ξέρω πόσα γνωρίζει, φαντάζεται ή έχει βιώσει ο Νιζάρ Αλί Μπαντρ για τις περιπέτειες και το δράμα των συμπατριωτών του· δεν ξέρω αν βρίσκεται ακόμα στη Λαττάκεια και ως άλλος «Λαοδίκης» (από την αρχαία ονομασία της πόλης του, Λαοδίκεια) μας μεταφέρει με τη δική του καλλιτεχνική σκοπιά τις σκοτεινές μέρες του καιρού και του τόπου του· δεν ξέρω καν αν έχει συλληφθεί, αν είναι ακόμα ζωντανός ή αν και ο ίδιος αποτελεί πια μόνο μία από τις άψυχες, καμπυλωτές του φιγούρες. Ξέρω όμως ότι τον ευχαριστώ· γιατί ακόμα και με τόση απόσταση χρονική και τοπική, βρήκα στο έργο του ψήγματα από τη χαμένη ελπίδα του λαού του, του λαού μου, του ανθρώπινου γένους. Και ξέρω επίσης ότι, όπου και να ’ναι, περιμένει το δικό μας «ευχαριστώ» ή, όπως και ο Γιώργος Σεφέρης, έναν άνθρωπο, ένα μέλλον για να ξαναφτιάξει τον τόπο του.
Άργησα χρόνια στα βουνά –
με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.
Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
Πηγή : diastixo.gr